Λίγα λόγια για την συναυλία μας…

Στα Άρθρα by Ιερός ναός Ταξιαρχών Μοσχάτου

π. Βασίλειου Χριστοδούλου,

Καθώς άφηνα τον εαυτό μου να μυσταγωγηθεί απόψε στη συναυλία της χορωδίας Cantus Angelicus της ενορίας των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μοσχάτου και της μαέστρου Αναστασίας Χατζηπαύλου, αναλογιζόμουν πόσο μικρή και μάταιη μοιάζει μια τέτοια προσπάθεια, καταδικασμένη εκ προοιμίου να χαθεί μέσα στο θόρυβο και την υποκουλτούρα του κόσμου που ζούμε. Από την άλλη μεριά συνειδητοποιούσα πως ακριβώς αυτή είναι και η τεράστια αξία της· να χαθεί –μαζί μ’ αυτήν κι όλοι εμείς– για να βρούμε τον κόσμο στην άλλη του πλευρά, εκεί που το εύκολο και το πρακτικό δεν πρωτεύουν και όπου διαβατήριο για την ψυχή παίρνει ό,τι πάρει θεώρηση απ’ την ποιότητα και τα μέσα τα εκφραστικά. «Η ποιότητα» αναφέρει ο Ελύτης, «στηρίζει τους θεούς, κι είναι για να μην το ’χουν κατανοήσει εγκαίρως οι Ιερείς που παιδεύεται άδικα η ανθρωπότητα».

Δεν είμαι μουσικός για να μπορέσω να αποτιμήσω στις καλλιτεχνικές της λεπτομέρειες την όλη αποψινή προσπάθεια της χορωδίας και των μουσικών. Θα ήθελα όμως να μοιραστώ το πνευματικό της αποτύπωμα στη καρδιά μου.

Διαβάζοντας στο εντυπο ποια ήταν τα τραγούδια, διερωτήθηκα, πώς είναι δυνατόν να παντρευτούν τόσο διαφορετικές μουσικές παραδόσεις; Χατζιδάκις και αφροαμερικανικό σπιρίτουαλ, Μαλαισιανά παραδοσιακά και ρυθμός επτάσημος απ’ το Κιλκίς, μελοποιημένος Ρίλκε και Βουλγαρική παραδοσιακή μουσική; Καθώς κυλούσε η συναυλία ένα μαγικό αδιόρατο νήμα έπλεκε τις μελωδίες συνθέτοντας ένα ρυθμικό adagio που εισχωρούσε σιγά-σιγά μέσα στη καρδιά. Στη ζωή ένα σύνολο τόσο διαφορετικών πραγμάτων είναι λαϊκή αγορά, στη Τέχνη γίνεται μυστήριο.

Μεγάλη έκπληξη η σύμπραξη του σώματος και των κινήσεων, τα ρυθμικά παλαμάκια, οι ανεπαίσθητοι ήχοι. Η λιτή παρουσία των μουσικών οργάνων (τρία όλα κι όλα) βοήθησε να αναδυθεί η μουσική του σώματος, η μελωδία των φωνών, το αριστούργημα της προσπάθειας. Σοφά επιλεγμένα και τα λογοτεχνικά αποσπάσματα από Κική Δημουλά, Μάρω Βαμβουνάκη, Ζωή Καρέλλη και Έρμαν Έσσε δείχνοντας πως μουσική δεν βγάζουν μόνο οι νότες.

Το είδος κυρίως αυτής της μουσικής, αλλά και η ποιότητα με την οποία παρουσιάστηκε απαιτούν τη σύμπραξη όλων των παραγόντων –του κοινού πρωτίστως, του χώρου, της υλικοτεχνικής υποδομής (ήχος, φωτισμός και σκηνικά)– για να φτάσει η συναυλία στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Ομοιάζει με λειτουργία, παρά με παράσταση. Δεν φτάνει λοιπόν μόνο η σωστή εκτέλεση των κομματιών, η ικανότητα της μαέστρου, η φωνητική αρτιότητα των χορωδών. Χρειάζεται ένα κοινό απόλυτα συντονισμένο στην ιερότητα – πρόκειται για μυσταγωγία. Χρειάζεται υποδομές που να συγχορεύουν με τις κινήσεις και ένα σκηνικό που να μην απωθεί τις νότες. Η ελλιπής λειτουργία αυτών των παραγόντων ήταν όμως που με αποφατικό τρόπο ανέδειξε το μεγαλείο της όλης προσπάθειας.

Έχω την αίσθηση –μπορεί και λάθος όμως να κάνω, ας μου συγχωρεθεί– πώς τα περισσότερα από τα κορίτσια που απαρτίζουν τη χορωδία Cantus Angelicus δεν είναι ασχολούμενα με τη μουσική επαγγελματικά, ίσως κάποια δεν έχουν και καθόλου γνώσεις μουσικής ή τραγουδιού και ορθοφωνίας. Στην περίπτωση αυτή η προσπάθεια της μαέστρου Αναστασίας Χατζηπαύλου κρίνεται ως κάτι πολύ παραπάνω από επιτυχημένη. Είναι αποκαλυπτική. Φέρνει στην επιφάνεια και συνδέει τα κορίτσια αυτά με ένα πρωτότυπο ευαισθησίας και ομορφιάς που ήδη βρισκόταν κρυμμένο βαθιά μέσα τους.

Έτσι και σε μένα. Βγαίνοντας από την ακολουθία (συγγνώμη, συναυλία ήθελα να πω) αισθάνθηκα ένα Αρχέτυπο αρμονίας και ενότητας όλων των διαιρέσεων αυτού του κόσμου να σεργιανίζει μέσα μου. Επέστρεψα σπίτι μου αισθάνθηκα. Ησυχία.

Ημέρεψε ο κόσμος,