αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτη,
Προσευχή είναι νά πλησιάζεις τό κάθε πλάσμα τού Θεού μέ αγάπη καί νά ζείς μέ όλα, καί μέ τ’ άγρια ακόμη, έν αρμονία…
Αυτό επιθυμώ καί προσπαθώ νά τό εφαρμόζω. Ακούστε νά σάς πώ κάτι πού έχει σχέση μ’ αυτό,
Κάποιος, πρίν άπό καιρό, μου χάρισε έναν παπαγάλο. Τίς πρώτες μέρες ήταν πολύ ατίθασος καί άγριος. Δέν μπορούσες νά τόν πλησιάσεις· ήταν έτοιμος μέ τό ράμφος του νά σοΰ κόψει τό χέρι. Θέλησα, λοιπόν, νά τόν ημερεύσω μέ τήν χάρι του Θεού καί μέ τήν ευχή,
Έλεγα τό «Κύριε Ίησού Χριστέ, έλέησόν με» άπό μέσα μου ή καί άπ’ έξω καί με μιά βεργίτσα άκουμπούσα πάνω στή ράχη του, ένώ ό παπαγάλος βρισκόταν μές στό κλουβί. Αυτή τήν κίνηση τήν έκανα τρείς φορές καί μέ προσοχή. Τό απόγευμα τής ίδιας μέρας επανέλαβα τό ίδιο. Τήν άλλη μέρα επίσης τό ίδιο. Μετά άπό λίγες μέρες άκουμπούσα τή βέργα πάνω άπ’ τό κεφάλι του απαλά λέγοντας πάλι τό «Κύριε Ίησοΰ Χριστέ, έλέησόν με»,
Πάντα μέ προσοχή, μή θυμώσει τό πουλί. Αυτή τήν κίνηση δέν τήν έκανα πολλή ώρα. Μετά πάλι άπό λίγες μέρες τόν άκουμπούσα άπό πάνω άπ’ τό κεφάλι, συνέχιζα στή ράχη καί τόν έφθανα μέχρι τήν ουρά. Αφοΰ δέν έβλεπα καμιά αντίδραση, άρχισα νά βάζω τή βέργα κάτω άπ’ τό λαιμό του σ’ όλο τό στήθος μέχρι κάτω μ’ έναν τρόπο απαλό, γιά νά μήν τόν εκνευρίσω, καί λέγοντας πάντα τήν ευχή. Μετά πήρα θάρρος, άφησα τή βέργα, πήρα ένα μολύβι κι έκανα τίς ίδιες κινήσεις,
Τέλος, άφησα τό μολύβι κι άρχισα νά χρησιμοποιώ τό χέρι μου. Είχε επέλθει πλέον ή έξοικείωσις, οπότε τόν έβγαζα έξω άπ’ τό κλουβί κι ανέβαινε πάνω στόν ώμο μου. Κάναμε περίπατο μαζί στό διάδρομο. Άλλά κι όταν καθόμουνα νά φάω, ερχότανε καί τρώγαμε μαζί. Του έδινα λίγο μήλο κι ερχόταν δίπλα μου καί τό έτρωγε. ‘Ομως τόν έχάσαμε. Κάποια μέρα είχε έλθει ένας παπάς μέ πολλά παιδιά καί τά παπαδοπούλα άνοιξαν τό κλουβί κι ό παπαγάλος έφυγε…
Έπειτα άπό καιρό μάς έφέρανε άλλον παπαγάλο, αυτόν πού έχομε τώρα. Άγριος κι αυτός, Οπως καί ό πρώτος. Μέ τόν ίδιο τρόπο, απαλά καί μέ τήν ευχή, τόν ημέρεψα κι αύτόνε. Άρχισε σιγά σιγά νά λέει διάφορες λέξεις, νά φωνάζει ονόματα, νά βγαίνει έξω άπ’ τό κλουβί του, νά στέκεται πάνω μου, νά τρώει μαζί μου,
Τό κλουβί του έχει συρτή. “Οταν βγαίνει έξω, έγώ του αμπαρώνω τό σύρτη καί στέκεται πάνω άπ’ τό κλουβί. “Οταν θέλω νά ξαναμπεί πάλι μέσα, μ’ ένα νεύμα μου του δείχνω νά κατεβεί καί νά μπεί μέσα. Τότε πηγαίνει, ανοίγει τό σύρτη καί μπαίνει μές στό κλουβί,
Είναι εγωιστής, όμως, καί θέλει νά τόν προσέχεις, νά τοΰ μιλάεις μέ γλυκύτητα, νά μήν τόν περιφρονείς. Ζηλεύει ιδιαιτέρως, γι’ αυτό δέν θέλει νά μιλάεις σ’ άλλον, οΰτε ν’ άγαπάεις άλλον. Αλλιώς θυμώνει πολύ…
Τώρα πού έχομε αποκτήσει μεγάλη φιλία, έμαθε όχι μόνο λέξεις καί ονόματα, άλλά λέει καί τήν ευχή: «Κύριε Ίησού Χριστέ, έλέησόν με». Λέει επίσης: «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ό Κύριος μετά Σου», «Ό Θεός είναι καλός», «Ό Θεός είναι πολύ καλός», άλλά καί ψάλλει τό «Κύριε έλέησόν» κ.ά. …
Ο Πετράκος, ο παπαγάλος του αγίου, που μιλάει με τη χροιά της φωνής του…
απόσπασμα από το ‘Βίος και Λόγοι’,
την ευχή του αγίου πατέρα και αδερφού μας να ‘χουμε και τη μνήμη του βίου και του λόγου του,
και τω Θεώ Δόξα,