ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Στα Άρθρα by Ιερός ναός Ταξιαρχών Μοσχάτου

Αναζητώντας μια σύγχρονη ποιμαντική ματιά σε καιρούς δίσεκτους

πρωτ. Χριστόδουλος Μπίθας

Η πρόσφατη εμπορική επιτυχία της ταινίας για τον Άγιο Νεκτάριο[1] απέδειξε ότι υπάρχει στην χώρα μας ένα σημαντικά μεγάλο κοινό που ενδιαφέρεται να δει ταινίες με θρησκευτικό περιεχόμενο. Το ίδιο συνέβη και με την τηλεθέαση της τηλεοπτική σειράς για τον Άγιο Παΐσιο. Το είχαμε διαπιστώσει εξάλλου μερικά χρόνια πριν με τις ρωσικής παραγωγής ταινίες «Το νησί» και «Ιερέας»[2], οι οποίες με αστραπιαία ταχύτητα διαδόθηκαν αρχικά μέσω του διαδικτύου κι έπειτα από χέρι σε χέρι και προβλήθηκαν σε πολλές ενορίες, πριν ακόμα βρουν επίσημη διανομή. Επίσης, ας μην ξεχνάμε πως κάθε Πάσχα επαναπροβάλλονται εδώ και πολλά χρόνια, ταινίες όπως ο «Ιησούς από την Ναζαρέτ» του Φ. Τζεφιρέλι και ο «Βασιλεύς των Βασιλέων» του Ν. Ρέι, επειδή προφανώς τις αποζητούν πολλοί τηλεθεατές.

Δημιουργούνται, λοιπόν, εύλογα ερωτήματα: Γιατί δεν υπήρξε τόσα χρόνια παραγωγή ανάλογων ταινιών στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην Αμερική, όπου παρουσιάζεται μια σταθερή παραγωγή «στρατευμένων» Χριστιανικών ταινιών ετησίως, ή στην Ευρώπη όπου γυρίζονται πολλές ταινίες με έναν ευρύτερο υπαρξιακό προσανατολισμό;

Επίσης, γιατί την δεκαετία του ’60, όταν ο κόσμος γέμιζε ασφυκτικά τους κινηματογράφους, αλλά και αργότερα, όταν άρχισε η παντοδυναμία της τηλεόρασης, κανείς παραγωγός δεν ενδιαφέρθηκε να δημιουργήσει ταινίες με θρησκευτικό περιεχόμενο, ενώ κοινό υπήρχε, και μάλιστα σε μεγαλύτερα ποσοστά απ’ ό,τι σήμερα, που πολύς κόσμος έχει απομακρυνθεί από την Εκκλησία; Κι ακόμη, γιατί η Διοικούσα Εκκλησία ή κάποια θρησκευτική οργάνωση δεν ενδιαφέρθηκαν να χρηματοδοτήσουν κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές παραγωγές, παρ’ ότι ήταν ολοφάνερο πόσο πολύ επηρέαζε η εβδόμη τέχνη το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας;

Στην πρώτη ερώτηση, ίσως μια απάντηση να είναι ότι την «χρυσή» εποχή του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, ο λαός ήταν πιο κοντά στις θρησκευτικές του παραδόσεις, του αρκούσε η ευσέβειά του και ζούσε χωρίς πολλά ερωτήματα και προβληματισμούς. Αυτός είναι ίσως ο λόγος, που η πρώτη ταινία που γυρίστηκε για τον Άγιο Νεκτάριο και μάλιστα με διάσημους πρωταγωνιστές[3], το 1969, έκοψε μόνο 93.443 εισιτήρια, ενώ την ίδια χρονιά η «Δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά» 739.000 και η «Ορατότης μηδέν» (1970), 640.000. Προφανώς οι ιδιώτες παραγωγοί προτιμούσαν να επενδύουν στις «σίγουρες» εμπορικά ταινίες που έφταναν μέχρι και τα 750.000 εισιτήρια. Ο ταλαιπωρημένος από την Κατοχή και τον Εμφύλιο Έλληνας ήθελε να ξεχαστεί και να ξεσκάσει, και προτιμούσε το ελαφρό θέαμα, διασκεδάζοντας με τον εμπορικό κινηματογράφο, ελληνικό και ξένο, όπως και με την θεατρική επιθεώρηση. Ο λαός από την μια θρήσκευε με ευσέβεια και από την άλλη κατανάλωνε θεάματα που παρουσίαζαν έναν εντελώς αντίθετο τρόπο ζωής.

Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι ότι, ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, η στάση της Εκκλησίας ήταν αρνητική προς τον κινηματογράφο. Το σινεμά θεωρήθηκε ως απειλή στις ηθικές αξίες της κοινωνίας, αφού εισήγαγε ένα «μοντέρνο» τρόπο ζωής και στην θεματολογία του κυριαρχούσαν (και έτσι εξακολουθεί να είναι) ο υλισμός, ο καταναλωτισμός, η ελευθεριότητα των ηθών και η βία. Αυτή η άρνηση έχει τις ρίζες της στην προϋπάρχουσα εναντίωση προς το θέατρο, το οποίο οι Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούσαν επιζήμιο, τους δε θεατρίνους ως ανήθικα πρόσωπα. Αλλά ακόμα και το σοβαρό θέατρο είχε ταυτιστεί με την ειδωλολατρία, αφού η θεματολογία του βασιζόταν στην αρχαία ελληνική θρησκεία και μυθολογία[4]. Μόνο το Χριστιανικό, «στρατευμένο» θέατρο ήταν αποδεκτό, με σκοπό να καλλιεργεί πνευματικά και να κατηχεί το ποίμνιο.

Αυτά ίσχυαν στο παρελθόν, όμως ο 20ός αιώνας έφερε μεγάλες ανατροπές στον Χριστιανικό κόσμο, και δεν έγινε έγκαιρα αντιληπτό πόσο μεγάλη επιρροή ασκούσε η έβδομη τέχνη στις μάζες, όπως και το γεγονός ότι υπήρχε και ο «άλλος» κινηματογράφος. Μετά τον πόλεμο, παρουσιάζεται μεγάλη άνθηση στον κινηματογράφο τέχνης, όπου λόγω της οδύνης όσων συνέβησαν την δεκαετία ‘40-‘50 αλλά και της ραγδαίας αλλαγής στον τρόπο ζωής των δυτικών κοινωνιών, δεκάδες σκηνοθέτες θέτουν ζητήματα ηθικά, κοινωνικά, και υπαρξιακά. Η τάση τους να αμφισβητήσουν τον παλιό κόσμο, την πολιτική αλλά και την θρησκευτική υποκρισία και να διερευνήσουν τις ανθρώπινες σχέσεις, έχει σαν αποτέλεσμα μια αδιάκοπη παραγωγή σπουδαίων καλλιτεχνικά ταινιών. Δημιουργοί όπως ο Ντράγερ,  ο Μπρεσόν, ο Μπέργκμαν, ο Ταρκόφσκυ, αναφέρονται συχνά στην σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και τον θάνατο, και συχνά κρίνουν τα κακώς κείμενα των χριστιανικών ομολογιών. Ταινίες από όλο τον πλανήτη γίνονται ένα παράθυρο στον κόσμο και υπενθυμίζουν τα προβλήματα αλλά και την διαφορετικότητα των ανθρώπων σε κάθε χώρα.

Ατυχώς, η αυστηρή κριτική προς τα σκάνδαλα και την υποκρισία στον καθολικισμό και τον προτεσταντικό ευσεβισμό που παρουσιαζόταν σε πολλές ταινίες, δεν αποτέλεσε την αφορμή για γόνιμο προβληματισμό και διάλογο, αλλά θεωρήθηκε επίθεση στον Χριστιανισμό. Δεν έγινε κατανοητό ότι θίγονταν θέματα που και στην χώρα μας διαρκώς συζητούμε μεταξύ μας, δηλαδή τα κακώς κείμενα, τα σκάνδαλα, η αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού γεγονότος, η υποκρισία, η ξύλινη γλώσσα και η καταφυγή στο παρελθόν λόγω της δυσκολίας να αποδεχτούμε την σημερινή πραγματικότητα.

Η αδυναμία να εννοηθεί έγκαιρα ότι οι κοσμογονικές αλλαγές που συνέβαιναν στις δυτικές κοινωνίες, σύντομα θα έφταναν και στην χώρα μας, είχε ως αποτέλεσμα την αμυντική αντίδραση. Τα μέλη της Εκκλησίας, εκτός εξαιρέσεων, υπερασπίζονταν τον προνεωτερικό τρόπο ζωής, κατήγγελλαν οτιδήποτε περιείχε αμφισβήτηση του παλαιού κόσμου και προέβαλλαν μόνον ό,τι εξυμνούσε τον παραδοσιακό τρόπο ζωής. Βεβαίως, θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι τα περισσότερα μέλη της Εκκλησίας, κληρικοί και λαϊκοί, προέρχονταν από τον αγροτικό πληθυσμό ή την εργατική τάξη και συνεπώς η αστική τέχνη τούς ήταν άγνωστη. Όμως, η πραγματικότητα είναι πως χάθηκε μια μεγάλη γέφυρα επικοινωνίας με τους νέους. Πόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα, αν αντί για την στείρα και αδιέξοδη άρνηση, μπορούσαν να βρεθούν τρόποι να χρησιμοποιηθεί ποιμαντικά ο καλός κινηματογράφος (όπως και το θέατρο, η λογοτεχνία, η σύγχρονη μουσική) αλλά και να διαπαιδαγωγηθεί το ποίμνιο σε έναν γόνιμο διάλογο με την Τέχνη, η οποία πλέον συνάρπαζε μεγάλο μέρος του πληθυσμού και ιδίως τους νέους.

Μετά την Μεταπολίτευση, στην περίοδο του αποκαλουμένου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, η εγχώρια παραγωγή ταινιών καθορίστηκε κυρίως (εκτός κάποιων λαμπρών εξαιρέσεων) από παραγωγές που είχαν μονόπλευρη θέαση της ιστορίας ή αναπαρήγαν μιμητικά την υπαρξιακή θεματολογία αντίστοιχων ευρωπαϊκών ταινιών[5]. Σε κάποιες από αυτές μάλιστα, η εκκλησία και ο κλήρος παρουσιάζονταν με σαφώς αρνητικό τρόπο. Ο εμπορικός κινηματογράφος την ίδια περίοδο βρισκόταν σε μεγάλη κρίση λόγω της στροφής του κοινού στην τηλεόραση και οι χρηματοδοτήσεις για τις κρατικά επιχορηγούμενες ταινίες εναπόκειντο στην κρίση ανθρώπων με συγκεκριμένη ιδεολογία. Εκείνα τα χρόνια, ήταν αδιανόητο να χρηματοδοτηθούν ταινίες με θρησκευτικό περιεχόμενο[6], θα μπορούσαν όμως να γίνουν τηλεοπτικές παραγωγές, όπως για παράδειγμα οι σειρές «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Εν τούτῳ Νίκα»[7] οι οποίες είχαν μεγάλη επιτυχία.

Την δεκαετία του 1980, άνθησε εμπορικά το είδος των αποκαλούμενων «βιντεοταινιών», δηλαδή φτηνών παραγωγών που επιχείρησαν να αναβιώσουν το ενδιαφέρον του κοινού για το εμπορικό σινεμά. Μετά από την προβολή στους κινηματογράφους όπου φτάνουν τα 100.000 εισιτήρια, βρίσκουν τον δρόμο τους προς τα βιντεοκλάμπ, αφού το βίντεο κυριαρχεί πλέον στα ελληνικά νοικοκυριά. Σε αυτές τις χαμηλής αισθητικής ταινίες παρατηρούμε μια μεγάλη αλλαγή στον τρόπο που απεικονίζεται η Εκκλησία. Από το θετικό πρότυπο του ιερέα-ηγέτη της κοινότητας των παλιών ελληνικών ταινιών έχουμε μια μετάβαση σε έναν ιδιότυπο αντικληρικαλισμό με την ίδια μορφή που την συναντούμε στην αγοραία επιθεώρηση. Ταινίες όπως ο «παπα Σούζας», ο «Πάτερ Γκομένιος», η «Παπαδίστικη Κομπανία», η «Εθνικη παπάδων»[8], διακωμωδούν με τρόπο χυδαίο τον κλήρο, ενώ ο «Άγιος Πρεβέζης» του Δημήτρης Κολλάτου υποτίθεται ότι καταγγέλλει την θρησκευτική υποκρισία.

Ταυτόχρονα, εμφανίστηκε στην αγορά των βιντεοκλάμπ η Elpis Film, μια εταιρία παραγωγής βιντεοταινιών πολύ χαμηλού προϋπολογισμού με θεματογραφία τους βίους των αγίων και ντοκιμαντέρ με θρησκευτικά θέματα, που όμως καλλιτεχνικά έχουν ελάχιστη αξία και στην ουσία προορίζονταν για τα κατηχητικά σχολεία.

Στην εποχή μας, παρ’ ότι η απόλυτη κυριαρχία του εμπορικού θεάματος τόσο στο σινεμά όσο και στην τηλεόραση είναι πλέον δεδομένη, πολλοί σκηνοθέτες σε όλον τον κόσμο εξακολουθούν να γυρίζουν ταινίες υψηλής αισθητικής και στοχασμού γύρω από μεγάλα υπαρξιακά θέματα. Ταινίες σχετικά με τον θάνατο, την αγάπη, την κρίση στην κοινωνία, τον γάμο και τις σχέσεις, την απομάκρυνση από τον παλαιό τρόπο ζωής, την καταγγελία της οικονομικής αδικίας, της καταστροφής του περιβάλλοντος, την φρίκη του πολέμου. Ταινίες ανθρωποκεντρικές, που καταγγέλλουν κοινωνικά, οικονομικά αλλά και θρησκευτικά σκάνδαλα, ευαισθητοποιούν τους θεατές γύρω από τα μεγάλα ζητήματα του βίου και βραβεύονται σε διεθνή φεστιβάλ.

Σήμερα, όπου πλέον ο καθένας μπορεί να έχει πρόσβαση στην κινούμενη εικόνα ακόμα και από το κινητό του τηλέφωνο και που η πλειοψηφία των εμπορικών ταινιών στις αίθουσες και στην τηλεόραση εμπεριέχουν ωμή βία και χυδαιότητα[9], υπάρχει περισσότερο παρά ποτέ η ανάγκη να διαπαιδαγωγήσουμε το ποίμνιό μας στην υψηλή Τέχνη ως αντίδοτο στην ανοησία. Η πικρή αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι Χριστιανοί πάσχουμε από έναν ιδιότυπο δυισμό! Ενώ επιθυμούμε να ζούμε πνευματικά, ταυτόχρονα έχουμε εθιστεί στο ελαφρό κι αποπροσανατολιστικό θέαμα και έχουμε παραδοθεί αμαχητί στον εμπορικό κινηματογράφο.

Βέβαια, κάποιοι ισχυρίζονται ότι σε αυτές τις ταινίες δεν παρουσιάζονται απαντήσεις στα καίρια θέματα της ύπαρξης, όμως υπενθυμίζουμε ότι σκοπός της Τέχνης δεν είναι να δώσει λύσεις, αλλά να αναδείξει με τρόπο ποιητικό τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία και να προκαλέσει γόνιμους στοχασμούς σε όσους τον αναζητούν. Επίσης υπάρχει η αντίρρηση ότι ο Χριστιανός δεν χρειάζεται την Τέχνη γιατί η λειτουργική ζωή και η σχέση με τα θεολογικά κείμενα του αρκούν. Αυτό μπορεί να ισχύει για όσους έχουν προοδεύσει πνευματικά, αλλά η αλήθεια είναι πως η πλειοψηφία των πιστών διαθέτει αρκετές ώρες την εβδομάδα στην τηλεόραση και το διαδίκτυο για να «διασκεδάσει», (στην ουσία να διασκορπίσει τον νου – από το αρχαίο διασκεδάννυμι, το οποίο σημαίνει και διαλύω, εξανεμίζω). Με την γνωστή δικαιολογία ότι «θέλω να δω κάτι ελαφρύ για να ξεσκάσω και όχι κάτι που θα με βαρύνει», η συντριπτική πλειοψηφία έχει εθιστεί στο φτηνό αισθητικά θέαμα το οποίο δεν εμπεριέχει κανέναν στοχασμό, αλλά αντίθετα αποκοιμίζει και εθίζει στην βία και στην ενασχόληση με εντελώς επιφανειακά θέματα. Είναι πλέον κοινός τόπος ότι ο μέσος άνθρωπος είναι πλέον παραδομένος στην ατέρμονη περιδιάβαση στα κοινωνικά δίκτυα, που λειτουργούν ως ναρκωτικά. (Για να μην αναφερθούμε στην τρομολαγνεία των ειδήσεων που αποστερεί τον θεατή από την Ευχαριστία και τον εθίζει στον φόβο και την ενασχόληση με το μέλλον). Αντίθετα, η (σωστά επιλεγμένη) Τέχνη όχι μόνο ψυχαγωγεί, αλλά θυμίζει τα πραγματικά προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και λειτουργεί ως ένα παράθυρο στον κόσμο.

Είναι πλέον φανερό πως, εφόσον η συντριπτική πλειοψηφία των πιστών ζει με την εικόνα, πρέπει να είναι αντίστοιχος και ο τρόπος με τον οποίο θα επικοινωνήσουμε μαζί τους. Πέρα από την επείγουσα ανάγκη να διαπαιδαγωγηθούν οι Χριστιανοί σε μια ασκητική προσέγγιση στο διαδίκτυο και την χρήση της κινούμενης εικόνας, θα πρέπει να κατανοήσουμε πως οι καιροί έχουν αλλάξει δραματικά, το ίδιο θα πρέπει να προσαρμοστεί και ο τρόπος της εσωτερικής ιεραποστολής και της ποιμαντικής μας. Οφείλουμε να προσεγγίζουμε τους ανθρώπους με τα εκφραστικά μέσα και την γλώσσα του καιρού μας και σε αυτό έχουμε ήδη αργήσει πολύ. Το τηλεοπτικό κανάλι που είχε οραματιστεί ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν έγινε ποτέ και όσες ανάλογες προσπάθειες πραγματοποιήθηκαν τοπικά, περιορίστηκαν σε αναμεταδόσεις ακολουθιών, εκδηλώσεων και ομιλιών.

Και επειδή δεν μπορούμε να περιμένουμε πότε ο οποιοσδήποτε παραγωγός θα θεωρήσει ότι μπορεί να βγάλει κέρδος από ταινίες ή σειρές με θρησκευτικά θέματα, οφείλουμε να σκεφτούμε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε εμείς. Βεβαίως, μία σκέψη θα ήταν να αναλάβει η Εκκλησία της Ελλάδος την χρηματοδότηση ταινιών ή την δημιουργία ενός τηλεοπτικού καναλιού όπου θα υπήρχαν αντίστοιχες παραγωγές, όμως, με την υπάρχουσα οικονομική κρίση κάτι τέτοιο φαίνεται απίθανο. Ας ελπίσουμε ότι η Μονή Βατοπαιδίου θα συνεχίσει τις αξιόλογες προσπάθειες για συμπαραγωγές, αλλά βέβαια… ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη!

Οπότε που καταλήγουμε; Κατ’ αρχάς οφείλουμε να πούμε πως είναι σπουδαίες όσες ερασιτεχνικές προσπάθειες γίνονται σε διάφορες ενοριακές συντροφιές, όπου έφηβοι ή νέοι, αξιοποιώντας τις δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας, γράφουν σενάρια και «γυρίζουν» κατηχητικού συνήθως περιεχομένου ταινίες μικρού μήκους, με μεράκι και ομαδική δουλειά. Ιδού ένας σύγχρονος τρόπος ενασχόλησης με τις κινούμενες εικόνες που ίσως αποτελέσει και την αφορμή κάποιες και κάποιοι να ασχοληθούν με αυτήν την Τέχνη.

 Μια άλλη πρόταση, που επίσης έχει δοκιμαστεί σε μερικές ενορίες ανά την Ελλάδα, είναι να αξιοποιηθούν οι ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, όχι μόνο όσες έχουν αυστηρά θρησκευτικό περιεχόμενο, αλλά και οι πάμπολλες ταινίες Τέχνης που προαναφέραμε. Να γίνονται προβολές αξιόλογων ταινιών από διάφορες χώρες, με αναλύσεις και συζήτηση στην συνέχεια, ως μια προσπάθεια ζύμωσης πάνω σε σημαντικά θέματα που απασχολούν την ανθρωπότητα[10]. Το ίδιο ισχύει και για τους καθηγητές θρησκευτικών που επιθυμούν να αξιοποιήσουν νέους τρόπους επικοινωνίας με τους μαθητές τους (γνωρίζουμε ότι κάποιοι ήδη το πραγματοποιούν). Βεβαίως, αυτό απαιτεί ιδιαίτερη ενασχόληση με το αντικείμενο από όσους θέλουν επιχειρήσουν κάτι ανάλογο, διαφορετικά θα πρέπει να αναζητήσουν τους κατάλληλους συνεργάτες.

 Κοντολογίς, θα λέγαμε πως αν θέλουμε, έστω και αργά, να διερευνήσουμε νέους τρόπους ποιμαντικής, καλό θα ήταν να δημιουργήσουμε εστίες πολιτισμού, όπου θα επικοινωνούμε διάφορες μορφές τέχνης (συμπεριλαμβανομένων του θεάτρου, της σύγχρονης μουσικής, της φωτογραφίας, της λογοτεχνίας κ.λπ.). Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο θα προσφέρουμε μια διαπαιδαγώγηση που θα λειτουργεί ως ασπίδα απέναντι στην μεγάλη εξάρτηση από τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά ‒το κυριότερο‒ θα βοηθήσει στην εμβάθυνση γύρω από τα σημαντικά θεμάτα που απασχολούν την κοινωνία και τον άνθρωπο μέσα από την ερμηνευτική ματιά του Ευαγγελίου. Καλό και άγιο είναι να κάνουμε εκδηλώσεις με δημοτικό τραγούδι και χορούς, αλλά αυτό πλέον το προσφέρουν αφειδώς πολλοί εκπολιτιστικοί σύλλογοι. Η Εκκλησία δεν έχει ως σκοπό να διατηρήσει την παράδοση του τόπου μας, αλλά να επικοινωνήσει την αγωνία και τις ελπίδες του ανθρώπου με την καθημερινή του γλώσσα, ώστε να του μιλήσει για νόημα ζωής, για ελπίδα, για Χριστό σταυρωμένο και αναστημένο. Ο ταλαίπωρος από την αστοχία του και τους φόβους του συνάνθρωπός μας, μπορεί μέσα (και) από τον κινηματογράφο να ευαισθητοποιηθεί πρώτιστα σε θέματα που αφορούν όσα τον ταλανίζουν, να μιλήσει γι’ αυτά, να προβληματιστεί και να εννοήσει γιατί είναι τόσο σημαντικό να αναζητήσει τον Χριστό ως διέξοδο από το σκοτάδι που τον περιβάλλει.

«Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων», λέει ο Κύριος. Οι καιροί απαιτούν επιτακτικά να ανοιχτούμε στον κόσμο ώστε να μεταφέρουμε τα Καλά Νέα, το Ευαγγέλιο, μέσα στην απελπισία που μας περιβάλλει.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ


[1] Η ταινία της Γιελένα Πόποβιτς την οποία υποδέχτηκε με μεγάλη προσέλευση το ελληνικό κοινό   (283.520 εισιτήρια). Η Ι. Μ. Βατοπαιδίου συμμετείχε στην συμπαραγωγή.

[2] Το Nησί, 2006, «Ostrov» Pavel Lungin. Ιερέας, 2008, «ΠΟΠ», Vladimir Khotinenko.

[3] Σκηνοθεσία Γρηγόρης Γρηγορίου. Στον ρόλο του Αγίου ο Χρήστος Πολίτης.

[4] Για το θέμα αυτό Βλ. Μάριος Πλωρίτης, Το θέατρο στο Βυζάντιο, Καστανιώτης, Αθήνα 1999, σελ.53 και Ιωσήφ Βιβιλάκης, «Αρχαίο Ελληνικό Δράμα και Χριστιανική Λατρεία», στον τόμο: Χριστιανική Λατρεία και Ειδωλολατρία. Πρακτικά ΣT΄ Πανελλήνιου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, έκδ. Ι. Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος- Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως, Αθήνα 2005, σελ.311 και Ιωσήφ Βιβιλάκης, «Εκκλησία και Θέατρο στο Βυζάντιο» στον τόμο Θρησκεία και Θέατρο στην Ελλάδα. Επιμέλεια: Ιωσήφ Βιβιλάκης. Σειρά: Θρησκειολογία 34 (συντονιστής: Mάριος Μπέγζος), εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005, σ.91-93.

[5] Ας θυμηθούμε εδώ τον εύστοχο στίχο από το τραγούδι «Νέο Κύμα» του Δ. Σαββόπουλου για τις ταινίες αυτές: «νιώθω συχνά σαν τους τριγύρω σκηνοθέτες, που οδηγήσαν μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά» (Τραπεζάκια έξω, 1983).

[6] Υπήρξαν κάποιες ελάχιστες ταινίες που είχαν μικρή αναφορά θέματα με θρησκευτικό περιεχόμενο.

[7] Η πρώτη σε διασκευή Νότη Περγιάλη και σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη, και η δεύτερη σε σκηνοθεσία Κώστα Ανδρίτσου & Νίκου Φώσκολου και σενάριοΝίκου Φώσκολου.

[8] Όλες σε παραγωγή Όμηρου Ευστρατιάδη μεταξύ 1982-1984.

[9] Ταινίες με δισεκατομμύρια εισπράξεων που ωθούν τους παραγωγούς να συνεχίζουν την ίδια θεματολογία.

[10] Να αναφέρουμε εδώ και την προσπάθεια με προβολές ταινιών που έγινε στο Πολιτιστικό Κέντρο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών με πρωτοβουλία του μακαριστού π. Αδαμαντίου Αυγουστίδη και υπεύθυνο τον π. Βασίλειο Χριστοδούλου, ο οποίος και συνέγραψε ένα σημαντικό πόνημα με αναλύσεις ταινιών (Και ο κλήρος έπεσε στα δάκρυα, εκδ. Γρηγόρη, 2018). Επίσης αξιόλογες αλλά μεμονωμένες προσπάθειες φαίνεται να πραγματοποιούνται στην Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης.