Πριν χρόνια πήγα στην κηδεία μιας φίλης, πολύ ηλικιωμένης αλλά γεμάτης ζωντάνια, απ αυτήν που έχουν οι νεαρές ψυχές πασχίζοντας να ζουν ενωμένες με την επιθυμία που τις διαπερνά και τις γεμίζει,
Μετά την κηδεία έμεινα μόνος και περιδιάβηκα τους τάφους. Νέοι, έφηβοι, παιδιά, βρέφη και γέροι κάτω από το χώμα. Σκεπασμένοι από το ξύπνημα της ζωής, μακριά από τους ζωντανούς και μαζί τόσο δίπλα τους,
Πάνω στα μνημεία των μικρών παιδιών μερικά από τα βρεφικά τους παιχνίδια. Επιγραφές κατακλυσμένες από τον πόνο ενός αποχωρισμού που ήρθε πρόωρα και φλόγισε τις καρδιές των οικείων, των γονιών με δυσπιστία για την ζωή και μίσος για τον θάνατο,
Σε άλλους ανάφλεξε την ελπίδα της συνάντησης στην ωκεάνια ειρήνη του παραδείσου, μετά από μια ζωή εντόνου πένθους, ζοφερής αναμονής, και οδύνης,
Περπατούσα κοντά στη μια ώρα. Έβλεπα τους τάφους, τις επιγραφές, τις φωτογραφίες των κεκοιμημένων και άφησα τον εαυτό μου να κλάψει, γοερά, ακράτητα, σπαραχτικά. Χωρίς ντροπή, δίχως παρηγοριά, παράλογα. Σαν να ταν ο δικός μου άνθρωπος κάτω απ’ το χώμα,
Έκλαψα κυρίως πάνω από τους τάφους των μικρών παιδιών. Λες και μ’ αυτό το κλάμα συναντούσα όλους εκείνους τους γονείς που άκαιρα έχασαν, με τον θάνατο τους παιδιού τους, την ελπίδα,
Απ’ το νεκροταφείο έφυγα τόσο άδειος, όσο και πλήρης, γεμάτος από τη συνάντηση με την ουσία της ζωής εκείνο το απόγευμα,
Πληρωμένος από μια κενότητα απόλυτα ιαματική,
Γιατί ήταν όμως τόσο θεραπευτικά ανακουφιστικός εκείνος ο περίπατος στο κοιμητήριο;
Νομίζω πως οι άνθρωποι –μιας και όλοι μας τόσο συντριβόμαστε μπρος στην θέα του θανάτου – συναντάμε με αφορμή το βίωμα του πόνου πάνω απ το φέρετρο κάθε νεκρού –κυρίως όμως και γεμάτα του δικού μας νεκρού-, το αδιαμφισβήτητο και αμετάκλητο γεγονός του δικού μας θανάτου. Του μόνου θανάτου που πραγματικά μας αφορά ως το μεδούλι της ύπαρξης μας, και που η προσωπικότητα αδυνατεί να σκεφτεί. Πολύ δε περισσότερο να συναντήσει,
Επειδή δεν το θέλει. Επειδή η ψευδαίσθηση της μεγαλειότητας της είναι σίγουρο πως θα συντριβεί μέσα σε μια τέτοια βιωματική αντιπαράθεση. Η συνειδητοποίηση της μοναδικότητας της θα διαρραγεί ανεπανόρθωτα και φοβάται πως θα καταρρεύσει,
Όμως κάθε ψυχή λαχταράει αυτήν την συνάντηση. Εκείνη δεν φοβάται τον αφανισμό. Αντίθετα –στον βαθμό που είμαστε σε ζωντανή κι ερωτική σχέση μαζί της- της επιτρέπουμε να θέλει ανεξάρτητα απ τους «δικούς» μας φόβους κι αναστολές. Ανεξάρτητα από τις υπαγορεύσεις του «ρεαλισμού» της προσωπικότητας μας. Η ψυχή ξέρει στον πυρήνα της πόσο θα ωφεληθεί υπαρξιακά από την κατάρρευση των ψευδαισθήσεων μεγαλείου και επιδιώκει μυστικά, μας καθοδηγεί προς τέτοιες αληθινές συναντήσεις,
Τα παιδιά τα αγαπάμε γιατί καθρεφτίζουν με τον πιο καθαρό τρόπο την υπόσχεση του Θεού για την αέναη ζωτικότητα,
Η ζωή, το να είμαστε μόνο βιολογικά ζωντανοί, δεν μας αρκεί. Αναζητάμε με κάθε τρόπο στον χρόνο της επίγειας ύπαρξης μας βιώματα – υποσχέσεις πως η αέναη ζωτικότητα είναι αλήθεια! Πως η αθανασία και η αιωνιότητα είναι απτές και συγκλονιστικές πραγματικότητες!
Αιωνιότητα δεν είναι όπως αφελώς κάποιοι πιστεύουν η απειρία του χρόνου, ενός γραμμικού χρόνου που δεν έχει αρχή και τέλος,
Η εμπειρία της αιωνιότητας είναι πάνω απ’ όλα εμπειρία του συγκλονισμού της ύπαρξης από το βίωμα της ανεξάντλητης και αδιάλειπτης ζωντάνιας!
Μιας ζωτικότητας που καταρρίπτει τα στεγανά της αντίληψης του γήινου χρόνου και τρόπου, συναρπάζοντας την ψυχή σε μια άρρητη και ακατάληπτη για τους μέτριους ευχαριστιακή διάθεση και εγκάρδια δοξολογία!
Πάνω λοιπόν από τους τάφους των «ξένων» ή των δικών μας παιδιών θρηνούμε την πρώιμη απώλεια της προσωπικής αλλά και της συλλογικής μας –ως ανθρώπινο είδος- ελπίδας για αυτήν την αέναη και ζωοποιό ενότητα της ψυχής που απολαμβάνει τον εαυτό της καθώς σχετίζεται ευχαριστιακά με την άπειρη αγάπη του Θεού,
Θρηνούμε έναν υπαρξιακό θάνατο που μας απέτρεψε από την επιθυμία να ζήσουμε ολόκληροι, πλήρεις, ολότελα υγιείς και ευτυχείς, χωρίς ανησυχίες για το μέλλον,
Θρηνούμε ίσως τον θάνατο η την ανεπάρκεια της δικής μας επιθυμίας να ζούμε αυθεντικά κι ελεύθερα από τις υπαγορεύσεις της ενήλικής μας προσωπικότητας,
Θρηνούμε τελικά το οντολογικό κομμάτιασμα της ύπαρξης μας σε ζωή και θάνατο,
Είναι σημαντικό για μας να συνειδητοποιούμε πως αυτός ο θρήνος –πέρα από μια πραγματική διαπροσωπική απώλεια- εικονίζει την εμπειρία μιας ενδοψυχικής απώλειας που προηγείται της διαπροσωπικής,
Η απουσία αυτής της επίγνωσης ίσως να πονάει περισσότερο από την ίδια την απώλεια. Όταν αυτή η επίγνωση αποκατασταθεί, όταν ξεκαθαρίσει μέσα μας το τοπίο, τότε ο θρήνος για την απώλεια του δικού μας που χάσαμε παίρνει τις πραγματικές του διαστάσεις, και σε κάποιο βαθμό βιώνεται και ξεπερνιέται,
Το πιο σημαντικό:
Ο εν επιγνώσει πενθών έχει την ευκαιρία να ανασυντάξει την σχέση του με την επιθυμία και να προχωρήσει πιο συνειδητά σε μια ζωή που σκοπεύει σε όλο και πιο βιωμένη ψυχοσωματική ενότητα,
Σώμα, νους, καρδιά σύσσωμα και βουλητικά προς την κατεύθυνση μιας ενότητας που φέρνει έγκαιρα και εμπειρικά τον παράδεισο στην γη…
Τι πενθούμε στον θάνατο του δικού μας νεκρού;
του Γρηγόρη Βασιλειάδη, Ψυχολόγου – Ψυχοθεραπευτή, Διδάκτορα Ψυχολογίας,
την ευχή του αδερφού να ‘χουμε,