π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός,
Μυστήριο μέγα ὁ θάνατος. Ἀδιανόητο καί ἀκατανόητο. Ἐνῶ γνωρίζουμε ὅτι δέν θά τόν ἀποφύγουμε, θέλουμε νά πιστεύουμε ὅτι θά ζοῦμε γιά πάντα.
Θάνατος καί ζωή ὅμως μοιάζουν σέ ἕνα χαρακτηριστικό: τήν κένωση, τό ἄδειασμα πού γίνεται ἔξοδος.
Ζωή δέν εἶναι μόνο ἡ ἐπιβίωση.
Ἡ ζωή ἔχει νόημα μόνο ὅταν σχετιζόμαστε μέ τόν ἄλλο, τόν κόσμο, τόν Θεό.
Καί γιά νά ὑπάρξει σχέση, προϋποτίθεται ἡ ἔξοδος ἀπό τό ἐγώ, τό μοίρασμα, τό ἄνοιγμα τῆς ὕπαρξης.
Καί ὅσο ἀδειάζουμε ἀπό τό ἐγώ μας, μεταμορφωνόμαστε σέ ὑπάρξεις πού ἀγαποῦν.
Ὁ καλλιτέχνης καί τό ἔργο του,
Εἶναι ὅπως ὁ καλλιτέχνης. Ὅταν δημιουργεῖ, παίρνει τήν ἰδέα του, τό νόημά της, τῆς δίνει ὑπόσταση, τήν κάνει ἐνέργεια, ἀδειάζει ὁ ἴδιος καί δημιουργεῖ ἕνα ἔργο τέχνης.
Τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐνέργειας εἶναι δικό του, διότι αὐτός τό δημιούργησε καί τό ὄνομά του φέρει, ὅμως τή στιγμή πού μ’ αὐτό πραγματοποιεῖ ἔξοδο στόν κόσμο, ἐμφανίζοντάς το, δημιουργεῖ τίς προϋποθέσεις γιά νά βρεθεῖ σέ κοινωνία μέ τούς συνανθρώπους του.
Βλέπουν τό ἔργο του, τό ἀφήνουν νά μιλήσει στήν καρδιά
τους, τό ἀποδέχονται ἤ τό ἀπορρίπτουν ἤ ἀδιαφοροῦν γι’ αὐτό.
Ὅλα ξεκινοῦν ἀπό τήν κένωση, ἀπό τήν ἀπόφαση νά μήν κρατήσει ὁ καλλιτέχνης αὐτό πού ἔχει ἐντός του μόνο γιά τόν ἑαυτό του.
Ἄλλωστε, ὅ,τι δέν ἀκολουθεῖ τήν ὁδό τῆς ἐξόδου, χάνεται, γιατί κανείς δέν μαθαίνει ὅτι ὑπῆρξε, κανείς δέν σχετίστηκε μέ τόν δημιουργό του.
Ἀλλά καί ὅταν ὁ καλλιτέχνης πεθάνει, τό ἔργο του καί μέσω αὐτοῦ καί ὁ ἴδιος, ἀκόμη κι ἄν δέν μπορεῖ νά συμμετάσχει σωματικά, θά παραμείνει σέ σχέση μέ τόν κόσμο καί τήν ἱστορία.
Τά πάντα παρελθόν;
Ὁ θάνατος εἶναι κένωση. Μόνο πού εἶναι ὁριστική. Μετά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα ὁ ἄνθρωπος παύει νά ἐνεργεῖ. Ὁ νοῦς σταματᾶ νά λειτουργεῖ. Οἱ αἰσθήσεις νεκρώνουν. Τά πάντα σταματοῦν ὁριστικά.
Καί ἡ κένωση εἶναι ὁριστική, καθώς βγαίνουμε ἀπό τόν χρόνο καί τόν τρόπο πού γνωρίζουμε.
Τά πάντα γίνονται παρελθόν. Τό πρόσωπο εἶναι μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο, ἀλλά φαίνεται νά ἐπιστρέφει στό «μή εἶναι».
Γι’ αὐτό καί οἱ ἄνθρωποι θρηνοῦμε στόν θάνατο. Διότι μᾶς στερεῖ τή δυνατότητα τῆς κοινωνίας μέ αὐτούς πού ἀγαποῦμε.
Καί φοβόμαστε καί τή δική μας κένωση. Φοβόμαστε τό «μηδέν». Φοβόμαστε τήν ἀπουσία σχέσης. Τήν ἀνυπαρξία.
Ἡ ζωηφόρος κένωση
Ἡ πίστη ἔρχεται νά μᾶς δώσει μιά ἄλλη θέαση τοῦ θανάτου. Αὐτήν τῆς ζωηφόρου κενώσεως.
Δέν εἶναι τό τέρμα τῆς ζωῆς ὁ θάνατος, ἀλλά τό πέρασμα σέ μίαν ἄλλη, τό Πάσχα στήν αἰωνιότητα. Τό παράδοξο εἶναι
ὅτι ἡ κένωση συνεχίζεται.
Αὐτό σπουδάζουμε στά πρόσωπα τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων μας.
Φεύγουν ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά δέν παύουν νά τόν ἀγαποῦν.
Μεσιτεύουν γιά ἐμᾶς στόν Θεό.
Θαυματουργοῦν γιά χάρη μας, πού σημαίνει ὅτι καί κρατοῦν ἀκέραιη τή σχέση μαζί μας καί συνεχίζουν διά τῆς ἀγάπης νά ἐνεργοῦν τόσο πρός τόν Θεό, ὅσο καί πρός τόν κόσμο γιά ἐμᾶς.
Κύρια ἀποστολή τους ἐξακολουθεῖ νά εἶναι τό νά λυτρώσουν «ἐκ θανάτου τάς ψυχάς ἡμῶν».
Μᾶς ἀγαποῦν καί παρακαλοῦν. Ἐμφανίζονται, διορθώνουν, διδάσκουν, θεραπεύουν, καθιστώντας τόν θάνατο ζωή.
Ἐνῶ οἱ ἴδιοι «τελειοῦνται», γίνονται δηλαδή τέλειοι πορευόμενοι στό φῶς καί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐξακολουθοῦν νά κενώνονται, ἀφήνοντας ἀποτυπώματα τῆς δικῆς του ἀγάπης πρός ὅλους ἐμᾶς.
Μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄντας μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μποροῦμε κι ἐμεῖς νά ζήσουμε αὐτό τό μέγα μυστήριο.
Ἀρκεῖ νά πιστεύουμε, ὅπως ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί οἱ Ἅγιοι, στόν Θεό. Νά μήν ἀπογοητευόμαστε ἀπό τούς σταυρούς τῆς ζωῆς. Ἀπό τά πάθη καί τά λάθη μας. Ἀπό
τήν ἐγκατάλειψη τῶν ἀνθρώπων. Ἀπό τήν αἴσθηση τῆς ματαιότητας.
Ὅπως ὁ Χριστός πρῶτος «τά ἀπαρνήθηκε ὅλα, ἀδειάζοντας ἀπό τόν ἑαυτό του, ἔγινε δοῦλος, προσέλαβε τό σχῆμα τοῦ ἀνθρώπου καί ὄντας πραγματικός ἄνθρωπος, ταπεινώθηκε θεληματικά ὑπακούοντας μέχρι θανάτου, καί μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ» (Φιλ. 2,7-8), ἔτσι κι ἐμεῖς.
Γι’ αὐτό καί ἑορτάζουμε στήν Ἐκκλησία ὄχι τόσο ἤ ὄχι μόνο τή γέννηση τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων, ἀλλά, κυρίως, τήν κοίμησή τους.
Γιατί εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἀκόμη κι ἄν τό σῶμα νεκρώνεται καί ἡ ψυχή φεύγειἀπό τή ζωή, ὁ ἄνθρωπος δέν παύει νά ὑφίσταται.
Τίποτε δέν εἶναι παρελθόν, ἀλλά τά πάντα γίνονται παρόν καί αἰωνιότητα.
Ἄν ποῦμε ἐλεύθερα τό «Ναί» στόν Θεό, ὅπως ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί οἱ Ἅγιοι, τότε ἡ κένωση ἀπό τόν ἐγωκεντρισμό τοῦ «μποροῦμε χωρίς Θεό», καθιστᾶ τή ζωή καί τόν θάνατο Πάσχα, Ἀνάσταση καί Ἀγάπη,