Την Μεγάλη Παρασκευή τα άγια και σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού επιτελούμεν και τον θάνατον, έτι δε και την του ευγνώμονος Ληστού, του συσταυρωθέντος αυτώ, σωτήριον εν τω Σταυρώ ομολογίαν.
Πάσα η Κτίσις, ηλλοιούτο φόβω, θεωρούσά σε, εν σταυρώ κρεμάμενον Χριστέ ο εκουσίως δι’ ημάς υπομείνας, Κύριε δόξα σοι.
Μεγάλη Παρασκευή σήμερα κι ο Νυμφίος της εκκλησίας βρίσκεται πάνω στον Σταυρό γιατί οι άνθρωποι τον αρνήθηκαν και προτίμησαν να κρυφτούν πίσω από την ασφάλεια του Νόμου αντί να αποδεχτούν το μήνυμα της αγάπης. Από τότε μέχρι τώρα μοιάζει να μην άλλαξαν πολλά στην κακία του κόσμου τούτου, όμως ο Κύριος μας αποκαλύφθηκε και μας κάλεσε στον δρόμο Του.
Μεγάλη Παρασκευή σήμερα και θα’ πρεπε να είμαστε συνηγμένοι στις εκκλησιές σήμερα μα άλλα επέτρεψε ο Θεός κι εμείς Τον ακολουθούμε στα Πάθη του συμπάσχοντες. Εναποθέτουμε στον επιτάφιο τις αστοχίες, τις ασθένειές μας και όση επίγνωση έχουμε και σαν τον Ληστή τον παρακαλούμε να μας δεχτεί στην Βασιλεία.
«Τας αισθήσεις ημών, καθαράς τω Χριστώ παραστήσωμεν, και ως φίλοι αυτού, τας ψυχάς ημών θύσωμεν δι’ αυτόν, και μη ταις μερίμναις του βίου, συμπνιγώμεν ως ο Ιούδας, αλλ’ εν τοις ταμείοις ημών κράξωμεν. Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, από του πονηρού ρύσαι ημάς».
Μπροστά στο νεκρό σώμα του Εσταυρωμένου και με την ελπίδα της Ανάστασης, κατανοούμε πως αν δεν καθαρθούν οι «αισθήσεις μας, η σχέση μαζί Του θα είναι πάντα θολή συγκεχυμένη, όπως είναι και η ζωή μας η τόσο ταραγμένη από τις μέριμνες. ΄Ολες οι ευλογίες που μας δωρήθηκαν, οικογένεια, παιδιά, εργασία γίνονται βάρος μεγάλο όσο «οι μέριμνες του βίου» μας πνίγουν, άγος δυσβάσταχτο, ξεχνάμε τον Δωρητή, αρχίζουν οι στεναγμοί κι οι χαρές γίνονται βάσανα. Ζητάμε να σωθούμε «από του πονηρού», να μην μας νικά η διαβολή και μεταβάλλει τις χαρές σε βάρος, σε άγχος, σε κούραση της ύπαρξης. Να «θύσωμεν δι’ αυτόν» τις ψυχές μας για να αναγεννηθούν στην Χάρη Του και να πορευτούμε στην Βασιλεία Του.
«Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη πειρασθήτε, τοις Μαθηταίς σου ο Θεός ημών έλεγες. Ο δε παράνομος Ιούδας, ουκ ηβουλήθη συνιέναι».
Πέφτουμε σε πειρασμούς γιατί δεν έχουμε εγρήγορση. Σκεφτείτε πόσες φορές δεν ξεχαστήκαμε κι αφεθήκαμε σε ακηδία, πόσες φορές σκορπίσαμε τα χαρίσματά μας, πόσες φορές μας τσάκισαν οι ενοχές που καταχωνιάσαμε και δεν πασχίσαμε να βγουν στο Φως και να γυρέψουμε άφεση. Η φιλαυτία μας προκάλεσε παρόμοια συμπτώματα με εκείνα του Ιούδα. Άλλα γυρεύαμε, άλλα νομίζαμε, άλλα τα λόγια μας κι άλλη η επιθυμία μας. Όμως, τώρα εννοούμε την προτροπή Σου, να γίνει η ζωή μας προσευχή καρδιακή κι όχι τύπος και πάντα να’ ναι ο νους μας σε εγρήγορση, δηλαδή να πεινάμε και να διψάμε για την Αλήθεια.
«Την φιλαδελφίαν κτησώμεθα, ως εν Χριστώ αδελφοί, και μη το ασυμπαθές προς τους πλησίον ημών, ίνα μη ως ο δούλος κατακριθώμεν, ο ανελεήμων, διά τα δηνάρια, και ως ο Ιούδας μεταμεληθέντες, μηδέν ωφελήσωμεν».
Δίχως φιλαδελφία, η φιλαυτία μας πνίγει, ανακαλύπτουμε πως είναι κάλπικη η φιλοθεΐα μας, δεν φτάνουμε από το σκοτάδι στο Φως αν δεν δούμε το χάραμα, αν δεν μάθουμε πρώτα τ’ ανθρώπινα: Να μην μας καθορίζει το «ασυμπαθές» δηλαδή ν’ αγκαλιάζουμε, να κοιτάμε στα μάτια, να αποκτήσουμε την διάκριση να κατανοούμε την διάθεσή του άλλου, να συμπονάμε άνευ όρων, να είμαστε ειλικρινείς με τους άλλους αλλά πρώτα με τους εαυτούς μας. Η παρά φύσιν ύπαρξή μας, να γίνει κατά φύσιν, να ισορροπήσουμε ψυχικά πρώτα πριν αποζητήσουμε τα Θεϊκά.
«Μικράν φωνήν αφήκεν ο ληστής εν τω σταυρώ, μεγάλην πίστιν εύρε, μια ροπή εσώθη, και πρώτος Παραδείσου, πύλας ανοίξας εισήλθεν. Ο αυτού την μετάνοιαν προσδεξάμενος, Κύριε δόξα σοι».
Μεγάλη Παρασκευή σήμερα και μπροστά στον επιτάφιο ψηλαφώ τον εαυτό μου και την πίστη μου, αναρωτιέμαι ποιος είμαι και που πάω, τι πράγματι θέλω και τι απλώς ανέχομαι, τι με πνίγει και τι μ’ ελευθερώνει, ποιες είναι οι πραγματικές επιθυμίες μου και ποιες οι ψευδαισθήσεις που παράγει ασυνείδητα το προσωπείο μου.
«Προσκυνώ το Πάθος, ανυμνώ την Ταφήν, μεγαλύνω σου το κράτος Φιλάνθρωπε, δι’ ων λέλυμαι παθών φθοροποιών».
Μεγάλη Παρασκευή σήμερα και ακολουθώντας νοερά τον Επιτάφιο, παίρνω την απόφαση επιτέλους ν’ αλλάξω, να απαλλαγώ από τα φθοροποιά μου πάθη, γιατί κουράστηκα να με καταβάλλουν και αρνούμαι πλέον να τα νομιμοποιώ. Μόνο έτσι πραγματικά «προσκυνώ το πάθος κι ανυμνώ την ταφή» έτοιμος να συντονίσω την ζωή μου με την διαβεβαίωση που μας παρέδωσε ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού».
π. Χριστόδουλος Μπίθας