Ο Μεσσίας εισέρχεται στην Αγία Πόλη Του και όλες οι προφητείες βρίσκουν την εκπλήρωση τους στο Πρόσωπο Του. Ο Χριστός εγκαθιστά την Βασιλεία Του επί της γης. Την Κυριακή των Βαΐων χαιρετίζουμε τον ταπεινό Κύριο “Μετά βαΐων και κλάδων” κι ομολογούμε ότι ο Χριστός είναι ο Βασιλιάς κι ο Σωτήρας μας.
“Μετά βαΐων και κλάδων” ψάλουμε «ωσαννά» αλλά σε κάτι τέτοιες κρίσεις σαν κι αυτή που διανύουμε στις μέρες μας λησμονούμε πως η Βασιλεία που κήρυξε εκείνος «εντός υμών εστί» και, πως, ίσως εμείς το έχουμε ξεχάσει αυτό στην πράξη, όσα λόγια ωραία και να λέμε.
“Μετά βαΐων και κλάδων” υποδεχόμαστε κι εμείς το Χριστό στην αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας, σαν τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, βλέποντάς τον σαν ένα είδωλο δικό μας που θα μας σώζει από τους κάθε λογής κινδύνους, δίχως να κατανοούμε το βάθος των λόγων και των έργων Του.
«Μετά βαΐων και κλάδων” κυλά η ζωή μας όταν όλα είναι εύκολα, όταν πάνε καλά τα πράγματα. Μα σαν κυλά η ζωή και συσσωρεύονται τα προβλήματα και η «ευζωία» δεν αρκεί, συνειδητοποιούμε πως δεν λύνονται με συναισθηματισμούς και “κούφιες ρητορείες”.
«Μετά βαΐων και κλάδων” γιορτάζουμε τούτη την Κυριακή αλλά φέτος που δεν θα συμμετάσχουμε σε ακολουθίες έχουμε μια μεγάλη ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε πόσο πραγματικά τον είχαμε υποδεχτεί τα προηγούμενα χρόνια.
Αν όντως προσευχόμασταν την Μεγάλη Εβδομάδα ή μας αρκούσε το ακρόαμα και το κατανυκτικό θέαμα.
Αν είχαμε εγκαταλειφθεί στην πεποίθηση πως προσεύχεται για μας ο ιερέας, ή πως αρκούσε η παρουσία μας στις ακολουθίες για να έχουμε επαφή με τον Θεό.
Αν προσέχαμε τι λένε οι ευαγγελικές περικοπές και η υμνολογία της Μεγάλης Εβδομάδας και παρακαλούσαμε να μας αποκαλυφθούν ή λέγαμε πως τα έχουμε ξανακούσει και γνωρίζουμε την ερμηνεία.
Αν είχαμε δάκρυα μετανοίας και συντριβής να καταθέσουμε στον επιτάφιο ή προσκυνούσαμε με την προσδοκία της συναλλαγής.
Αν ζούσαμε με πραγματική ευχαριστία αυτές τις μέρες ή μέναμε εγκλωβισμένοι στα μικροπροβλήματά μας και, Πάσχα, σήμαινε για μας τα έθιμα και οι διακοπές μας.
Αν κοινωνούσαμε «για το καλό», βιαστικά, Πέμπτη ή Σάββατο πρωί και πηγαίναμε στον Ναό για ένα εικοσάλεπτο να ανάψουμε μια λαμπάδα και να την φέρουμε στο σπίτι για να απολαύσουμε την μαγειρίτσα από νωρίς το βράδυ του Μεγ. Σαββάτου, αγνοώντας πως στην ουσία απείχαμε από την μέγιστη εορτή της Ορθοδοξίας.
Αν, άλλοι, κοινωνούσαμε με την έπαρση πως εμείς δεν είμαστε σαν εκείνους που φεύγουν μετά το «Δεύτε λάβετε φως» κι όμως, παρ’όλα αυτά, «Πέρασμα» δεν κάναμε.
Πόσο εύκολα, Θεέ μου, τα “ωσαννά” των Βαΐων μπορεί να γίνουν “Άρον, άρον, σταύρωσον Αυτόν”, καθώς είτε πάμε στον Ναό, είτε όχι, Τον ξεχνάμε στην καθημερινότητά μας και προσκυνάμε του κόσμου είδωλα, λησμονούμε στην πράξη τον Λόγο του, γινόμαστε κριτές των πάντων, σκληροκαρδία και ψεύδος μας καταλαμβάνει χρησιμοποιώντας το όνομά Του και κατασυκοφαντούμε την θυσία που έκανε από Αγάπη στον κόσμο.
Ας μετρηθούμε λοιπόν με τον εαυτό μας και τούτη η κατάσταση της έλλειψης, είθε να μας φανερώσει την πνευματική μας ένδεια και να μας αποκαλύψει τον δρόμο που ετοίμασε ο Θεός σε όσους τον αναζητήσαμε.
«Τή αφάτω σου ευσπλαγχνία, Χριστέ ο Θεός ημών, νικητάς ημάς των παραλόγων παθών ποίησον, και την σήν εναργή κατά θανάτου νίκην, την φαιδράν σου και ζωηφόρον Ανάστασιν ιδείν καταξίωσον, και ελέησον ημάς. Αμήν! (Από τον όρθρο της εορτής).
π. Χριστόδουλος Μπίθας