Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ
Ἀρχιμ. Βασίλειος, πρώην ἡγούμενος Ἱ. Μ. Ἰβήρων Ἁγ. Ὄρους
Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς ξέρει πότε νά μιλᾶ καί πότε ὄχι. Πότε μοιράζει τήν περιουσία ὁλόκληρη, χωρίς νά πεῖ λέξη. Πότε καί ποιόν γιό του ἀσπάζεται, χωρίς ἄλλα σχόλια. Πότε καί ποιόν γιό του δέν ἀσπάζεται, ἀλλά τόν παρακαλεῖ καί τόν συμβουλεύει, πατρικά καί βραχύλογα. Δέν χρειάζονται πολλά λόγια καί ἐπεξηγήσεις. Ἀπαιτεῖται χρόνος, προσωπική αὐτοπαρακολούθηση καί δοκιμασία, γιά νά καταλάβουμε – ἄν καταλάβουμε – περί τίνος πρόκειται. Ἔχει σημασία λοιπόν νά ξέρει κανείς πότε θά πεῖ σέ κάποιον κάτι. Καί μέχρι πού θά προχώρησει.
Δέν ρωτᾶ τόν νεώτερο γιό του τί σκέφτεται νά κάμει καί πότε. Γι’ αὐτό, τόν ἀφήνει ἐλεύθερο νά μείνει στό σπίτι ὅσες μέρες θέλει μετά τή μοιρασιά τῆς περιουσίας (αὐτός φεύγει «μετ’ οὐ πολλάς ἡμέρας»). Οὔτε τόν ρωτᾶ πού θά πάει· ἄν σκέφτεται νά πάει κοντά ἤ μακριά («εἰς χώραν μακράν), ἤ ἄν θά πάρει ὅλα τά πράγματά του ἤ τά μισά («συναγαγῶν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱός ἀπεδήμησεν»).
Οὔτε τόν πρεσβύτερο υἱό ρώτησε τί ἀποφασίζει, ἀφοῦ ἄκουσε ὅσα τοῦ εἶπε ἡ πατρική του ἀγάπη. Τόν ἀφήνει ἐλεύθερο νά ἀποφασίσει, ὅταν καί ὅπως θέλει. Ἀφήνει τό θέμα ἀνοιχτό. Ἁπλῶς περιορίζεται στό νά τοῦ πεῖ τί ἔπρεπε νά κάμει: «Εὐφρανθῆναι καί χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρός ἤν καί ἀνέζησε, καί ἀπολωλῶς ἤν καί εὑρέθη». Καί ἡ παράκληση, ἡ προτροπή τοῦ πατέρα, μένει ἀναπάντητη, τό τέλος ἄγνωστο. Κόβεται ἡ συζήτηση ἀπότομα, σταματᾶ, μένει ἀκέφαλη. Γιατί δέν τελειώνει; Ἔτσι γίνεται. Δέν βρίσκεται τέλος μέ συζητήσεις στά θέματα αὐτά καί μέ ἀνθρώπους πού βρίσκονται σ’ αὐτή τήν κατάσταση. Ἄλλωστε οὔτε καί τό πρόβλημα, ἡ ἀρρώστια τοῦ νεωτέρου, τακτοποιήθηκε μέ συζητήσεις ἄλλα μέ μία φαινομενική ἐγκατάλειψη, ἄφεση στό νά μάθει διά τοῦ πάθους του.
Ἔτσι εἶναι. Μόνον ὁ Θεός νά κάμει τό θαῦμα Του.
Κουβέντες καί προτροπές δέν φέρνουν κανένα ἀποτέλεσμα σέ ἀνθρώπους πού ἔχουν καταπιεῖ τό μῖσος, τήν λογική τῆς αὐτοδικαιώσεως, τῆς καταδίκης ὅλων τῶν ἄλλων. Μποροῦν νά σοῦ ἀραδιάσουν ἀτέλειωτα σέ στιγμή χρόνου· νά συσσωρεύουν ἀναρίθμητες δικές τους ἀρετές καί ἐγκλήματα τῶν ἄλλων. Ὅσα δέν ἐλέχθησαν -καί δέν λέγονται- μποροῦν νά τά ἐκστομίσουν, γιά νά ἐξοντώσουν τόν ἀδελφό τους καί νά δικαιώσουν τόν ἑαυτό τους. Ἄλλα δέν ἀλλάζουν γνώμη. Δέν μποροῦν νά μετανοήσουν. Δέν ἀγαποῦν. Εἶναι ξένο πρός τήν φύση τους. Αὐτή εἶναι ἡ κόλασή τους.
Αὐτό εἶναι ἕνας μεγάλος σταυρός. Σοῦ ἀρνοῦνται τήν ἀγάπη· εἶναι κόλαση γι’ αὐτούς. Ὑποφέρουν, βασανίζονται. Ἄλλα πῶς μπορεῖς νά τούς συμπαρασταθεῖς, νά τούς συνδράμεις, χωρίς ἀγάπη; Αὐτοί ζητοῦν ὄχι τήν σωτηρία, ἀλλά τήν καταδίκη, τήν ἐξόντωση πάντων. Ἔτσι καταδικάζουν καί τόν ἑαυτό τους.
Ὁ πατέρας παρατρέχει τά ἐπιχειρήματα τοῦ πρεσβύτερου γιοῦ. Δέν τοῦ κάνει καμιά κριτική. Οὔτε τόν ψέγει γιά κάποιο λάθος του, οὔτε τοῦ ἀναφέρει κάτι καλό πού ἔκαμε. Δέν χρειάζεται νά καθυστερήσει καθόλου μέσα στήν λογική αὐτή, πού δέν ὁδηγεῖ πουθενά ἀλλοῦ, ἐκτός ἀπό τό ἀδιέξοδο τῆς κολάσεως. Δέν μπορεῖ κανείς νά τοῦ ἀρνηθεῖ τήν κάποια καλή του προσπάθεια, ἀλλά τό κακό ἦταν ὅτι δέν εἶχε καταλάβει ὅτι καί ὁ ἴδιος ἦταν ἄσωτος, δέν ἦταν μόνον ὁ ἀδελφός του.
Ἔχει ἄμεση σχέση ἡ παραβολή αὐτή μέ τόν Θεό Πατέρα καί τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, πού χαρακτηριστικά χωρίζεται σέ δυό μέρη, σέ δυό γιούς. Ἐμεῖς ποῦ βρισκόμαστε; Ποιόν ἀντιπροσωπεύαμε; Δέν εἶναι εὔκολο νά ποῦμε. Εἶναι ἐπικίνδυνο βιαστικά νά ἀπαντήσουμε- αὐτό μας διδάσκει ἡ παραβολή.
Ὁ νεώτερος υἱός ἀπό τήν ἀρχή, πού ζήτησε στανικά τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας, μέχρις ὅτου δαπανήσει τά πάντα, καί γίνει ἰσχυρός λιμός σ’ ὅλη τήν μακρινή χώρα, καί πεθάνει τῆς πείνας αὐτός καί οἱ πολίτες τῆς χώρας ἐκείνης. Μέχρις ὅτου γίνουν ὅλα αὐτά, ἦταν ζαλισμένος, δέν ἦταν στά καλά του, ἦταν ἐκτός ἑαυτοῦ. Δέν μποροῦσε νά διακρίνει, νά καταλάβει τί ἔκανε. Μόνο μετά ἀπό ὅλα αὐτά «ἦλθεν εἰς ἑαυτόν». Ἄρα, ἄν βρισκώμαστε στήν κατάστασι αὐτή τοῦ νεώτερου γιοῦ, πρίν ἔλθη εἰς ἑαυτόν, σημαίνει ὅτι εἴμαστε στήν πραγματικότητα ἐκτός ἑαυτῶν καί δέν ξέρουμε πού βρισκόμαστε, τί μᾶς γίνεται, τί ἀντιπροσωπεύαμε. Ἤ καί ἄν νομίζουμε ὅτι ξέρουμε -πού συνήθως νομίζουμε- πέφτουμε ἔξω. Καί μόνο ἄν ἔλθουμε εἰς ἑαυτούς κάποτε, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θά ἀνακαλύψουμε τήν φτώχεια καί τήν γυμνότητά μας.
Ἄλλα καί ὁ πρεσβύτερος υἱός δέν εἶναι λιγότερο ἐκτός ἑαυτοῦ. Ἡ καλύτερα, αὐτός δέν παρουσιάζεται ποτέ στήν παραβολή νά ἔρχεται εἰς ἑαυτόν, δηλαδή νά ἔρχεται πρός τόν Πατέρα, νά αἰσθάνεται καί νά ὁμολογεῖ μέ τήν ζωή καί τήν συμπεριφορά του τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Ἄλλα ψεύδεται καί ἀλλοφρονεῖ: Κάνει πεισματικά τό θέλημά του -«ὠργίσθη καί οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν»- καί νομίζει ὅτι ἔχει ὅλο τό δίκιο μέ τό μέρος του. Ἐνῶ κρίσις δικαία εἶναι ἐκείνου πού δέν κάνει τό δικό του θέλημα, ἀλλά μόνο τό θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός.
Αὐτοδικαιώνεται μέ τά λόγια του καί ταυτόχρονα ἀναιρεῖται μέ τή διαγωγή του, ἀποδεικνυόμενος κενός οἰηματίας, ξένος πρός τό ἦθος τοῦ οὐρανίου Πατρός. «Τοσαύτα ἔτη δουλεύω σοι»: Ὑπολογίζει τόν χρόνο, τήν κτίση, ὄχι τήν αἰωνιότητα, τήν ἄκτιστη χάρη, πού μία ροπή κάνει θεολόγο τόν ληστή πού μετανοεῖ.
Κατηγορεῖ τόν ἀδελφό του γιά ἀσωτεία καί ἀνταρσία καί ὁ ἴδιος δέν ὑπακούει στόν πατέρα του. Ἐνῶ διαλαλεῖ τήν διαρκῶς ἄψογη στάση του -«οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον»- τήν ἴδια στιγμή, ὄχι ἐντολή αὐστηρή γιά δουλειά ἀρνεῖται, ἀλλά παράκληση πατρική γιά συμμετοχή σέ οἰκογενειακή χαρά καταπατεῖ.
Ἄρα, δέν εἶναι εὔκολο μόνοι μας νά ποῦμε πού βρισκόμαστε, γιατί μπορεῖ νά πέφτουμε ἔξω, μπορεῖ νά εἴμαστε ἐκτός ἑαυτῶν καί νά μήν τό ξέρωμε, νά μήν τό ἀντιλαμβανώμαστε. Τί φοβερό νά εἶσαι τόσο μακριά, ἐνῶ βρίσκεσαι μέσα στό σπίτι! Καί τό ἀκόμη φοβερότερο, νά ἐφαρμόζεις τίς ἐντολές καί νά μήν καταλήγεις στή γεύση τοῦ μόσχου τοῦ σιτευτοῦ, νά μήν γίνεσαι δαιτυμῶν λαμπρός τοῦ μεγάλου Συμποσίου πού προσφέρεται «ὑπέρ τῆς Οἰκουμένης».
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ἡ παραβολή τοῦ Ἀσώτου Ὑιοῦ»