Από το ομώνυμο βιβλίο του μητροπολίτου Σουρόζ Anthony Bloom
«Και έρχονται εις Ιεριχώ, και έκπορευομένου αυτού από Ιεριχώ και των μαθητών αυτού και όχλου ικανού, ό υιός Τιμαίου Βαρτιμαίος τυφλός έκάθητο παρά την όδόν προσαιτών και άκουσας ότι ό Ιησούς ό Ναζωραίος έστιν,ήρξατο κράζειν και λέγειν υιέ Δαυίδ Ιησού, ελέησον με. και έπετίμών αύτώ -πολλοί ίνα σιωπήση• ό δε πολλώ μάλλον έκραζεν υιέ Δαυίδ, έλέησόν με. και στάς ό Ιησούς είπε• φωνήσατε αυτόν, και φωνούσι τον τυφλόν λέγοντες αύτώ• θάρσει, έγειρε, φαίνει σε• ό δε άποβαλών το ίμάτιον αυτού άναστάς ήλθε προς τον Ίησούν. και αποκριθείς λέγει αύτφ ό Ιησούς τί σοι θέλεις ποίησα»; ό δε τυφλός είπεν αύτώ• ραββουνί, ίνα άναβλέψω και ό Ιησούς είπεν αύτφ• υπάγε, ή πίστις σου σέσωκέ σε.και εύθέως άνέβλεψε, καϊ ήκολούθησε τφ Ιησού εν τη όδώ».(Μαρκ. 10, 41-52)
Πιστεύω πώς μια από τις αίτιες πού μας εμποδίζουν να γνωρίζουμε τον πραγματικό εαυτό μας και να βρίσκουμε τον προσωπικό μας δρόμο είναι το ότι δεν έχουμε συναίσθηση πόσο τυφλοί είμαστε!
Πόσο επίμονα θ’ αναζητούσαμε τη θεραπεία αν ξέραμε ότι είμαστε τυφλοί! Θα την αναζητούσαμε όπως, ίσως, έκανε ό Βαρτιμαϊος: από τους ανθρώπους, τους γιατρούς, τους ιερείς,τους θεραπευτές, ύστερα, μη έχοντας πια καμιά ελπίδα στους «άρχοντες, τους υιούς των ανθρώπων εν οίς ουκ εστί σωτηρία» μπορεί να γυρίζαμε στο Θεό.
Άλλα ή τραγωδία είναι ότι δεν αναγνωρίζουμε την τύφλωση μας. Τόσα πολλά πράγματα ξεπηδούν μπροστά στα μάτια μας, πού μας κάνουν να μη βλέπουμε τα αόρατα για τα οποία είμαστε τυφλοί. Ζούμε σ’ ένα κόσμο πραγμάτων πού αποσπούν την προσοχή μας και μας επιβάλλονται. Δεν είναι ανάγκη εμείς να τα προσέξουμε. Εκείνα από μόνα τους στέκονται μπροστά μας! Τα μη ορατά όμως δεν επιβάλλονται μόνα τους, πρέπει εμείς να τα αναζητήσουμε και να τα ανακαλύψουμε. Ό γύρω κόσμος απαιτεί την προσοχή μας, ό Θεός μας προσκαλεί διακριτικά.
Θυμάμαι κάτι πού ένας γέροντας μοναχός μου είπε κάποτε: «Το Άγιο Πνεύμα μοιάζει σαν ένα μεγάλο δισταχτικό πουλί πού κατέβηκε κάπου κει κοντά μας. Όταν το βλέπεις να έρχεται πιο κοντά μη κουνιέσαι για να μην το τρομάξεις. Άφησε το να ‘ρθεί δίπλα σου». Αυτό ίσως μπορεί να μας θυμίσει την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, «εν εϊδει περιστεράς». Αυτή η εικόνα ενός πουλιού πού κατεβαίνει δισταχτικό και ταυτόχρονα έτοιμο να προσφερθεί είναι μια βιβλική εικόνα γεμάτη βαθιά νοήματα — αν και ένας Ιάπωνας κάποτε μου έλεγε: «στη χριστιανική θρησκεία νομίζω ότι μπορώ να καταλάβω τον Πατέρα και τον Υιό, άλλα δε μπορώ ν’ ανακαλύψω τη σπουδαιότητα του ”αξιότιμου” περιστεριού!»
Για να συνεχίσουμε λίγο ακόμα με τα σύμβολα της διακριτικότητας πού είναι το χαρακτηριστικό μιας καρδιάς πού προσφέρεται αλλά δεν εξευτελίζεται, ας ξαναρίξουμε μια ματιά στο «Μικρό Πρίγκιπα» του Αntoine de Saint-Exupery.
Στο σημείο όπου η αλεπού περιγράφει πώς ό μικρός Πρίγκιπας θα μπορούσε να την εξημερώσει. Θα χρειαστεί να είναι πολύ υπομονετικός, να κάθεται λίγο μακριά της, να την κοιτάζει με την άκρη του ματιού του και να μην λέει τίποτε, γιατί τα λόγια προκαλούν παρεξηγήσεις. Μέρα με τη μέρα θα κάθεται πιο κοντά και σιγά σιγά θα γίνουν φίλοι.
Βάλε το «Θεό» στη θέση της αλεπούς και θα δεις την αγάπη, την παρθενική σεμνότητα, τη διακριτικότητα πού προσφέρεται αλλά δεν εξευτελίζεται. Ό Θεός δε δέχεται μια γλειώδη, αβασάνιστη σχέση, ούτε επιβάλλει την παρουσία Του, την προσφέρει. Κι ή προσφορά Του αυτή δε μπορεί να γίνει δεχτή παρά μόνο με ίσους όρους. Δηλαδή με την αντίστοιχη προσφορά μιας ταπεινής, γεμάτης αγάπη καρδιάς.
Μιας προσφοράς κι άπ’ τους δυο που σεμνά και διακριτικά θ’ αναζητούν ό ένας τον άλλο με βαθύ κι αμοιβαίο σεβασμό και με επίγνωση της αγιότητας και της άφατης ομορφιάς πού χαρίζει ή αμοιβαία αγάπη.
Ό εξωτερικός κόσμος μας επιβάλλεται. Ό εσωτερικός κόσμος μπορεί να γίνεται αντιληπτός, αλλά δεν εκλιπαρεί την προσοχή μας: πρέπει να προχωρούμε σιγά και προσεκτικά. Να καιροφυλαχτούμε για τον εσωτερικό μας κόσμο, σαν το θαυμαστή των πουλιών πού για να τα παρατηρήσει παίρνει μια θέση στο δάσος ή στους αγρούς και κάθεται σιωπηλός, αλλά γεμάτος ένταση. Στέκει ακίνητος, άλλ’ όμως άγρυπνος και παρατηρητικός.
Αυτή την ένταση της προσοχής πού μας επιτρέπει ν’ αντιληφθούμε όσα αλλιώτικα μας διαφεύγουν, την αποδίδουν τα λόγια αυτού του παιδικού τραγουδιού:
Μια γέρικη σοφή κουκουβάγια/ζούσε σε μια βελανιδιά
Οσο έβλεπε περσότερο,τόσο μιλούσε λιγότερο.
Κι Οσο μιλούσε λιγότερο,τόσο άκουγε περσότερο.
“Αχ! να μοιάζαμε και μείς/της γέρικης της κουκουβάγιας της σοφής!
Τυφλωμένοι από τον κόσμο των γύρω πραγμάτων ξεχνάμε ότι αυτός δε φτάνει το βάθος στο όποιο ό άνθρωπος είναι ικανός να διεισδύσει. Ό άνθρωπος είναι μικρός και ταυτόχρονα μεγάλος. Όταν αναλογιζόμαστε τον εαυτό μας μέσα στο σύμπαν πού συνεχώς απλώνεται — αμέτρητα μεγάλο ή άπειρα μικρό — τον βλέπουμε σαν έναν κόκκο σκόνης παροδικό εύθραυστο και χωρίς σημασία. Άλλα όταν στραφούμε προς τα μέσα μας, ανακαλύπτουμε ότι τίποτε σ’ αυτή την απεραντοσύνη δεν είναι αρκετά μεγάλο για να μας γεμίσει εντελώς.
Όλη ή δημιουργία είναι σαν ένας κόκκος άμμου στα βάθη του είναι μας.
Είμαστε απέραντα μεγάλοι για να μας γεμίσει ή ικανοποιήσει ό κόσμος αυτός. Μόνο ό Θεός που μας έπλασε για να γίνουμε «κοινωνοί θείας φύσεως» μπορεί να μας γεμίσει.
Όπως λέει ό Αngelus Sillesius: «Είμαι τόσο μεγάλος όσο ό Θεός. Εκείνος είναι τόσο μικρός όσο εγώ».
Ό υλικός κόσμος έχει αδιαφάνεια, πυκνότητα, βάρος και όγκο, άλλα δεν έχει βάθος. Μπορούμε να εισδύσουμε στην καρδιά των πραγμάτων και όταν φτάσουμε στο πιο βαθύ σημείο τους — πού είναι το τελικό σημείο — δε βρίσκουμε δρόμο προς το άπειρο. Το κέντρο μιας σφαίρας, λόγου χάρη, είναι το εσωτερικότερο σημείο της. “Αν προσπαθήσουμε να πάμε πέρα άπ’ αυτό ξαναγυρίζουμε στην επιφάνεια της σφαίρας, στον αντίποδα.
Ή ‘Αγία Γραφή μιλάει για το βάθος της ανθρώπινης καρδίας. Πρόκειται για ένα βάθος πού είναι αμέτρητο από τη φύση του. Είναι απέραντο και ξεπερνάει κάθε όριο μέτρησης. Το βάθος αυτό είναι ριζωμένο στην απεραντοσύνη του ίδιου του Θεού.
Πότε άραγε μπορούμε να αρχίσουμε την έρευνα για να γνωρίσουμε μέχρι ποιο σημείο είμαστε τυφλοί, τυφλωμένοι δηλαδή από τα ορατά πού μας εμποδίζουν να συλλάβουμε τ’ αόρατα; Μόνο όταν καταλάβουμε τη διαφορά ανάμεσα σέ μια παρουσία πού επιβάλλεται και σε μια άλλη πού πρέπει να την αναζητήσουμε επειδή τη νιώσαμε στην καρδιά μας. Ακόμα, όταν καταλάβουμε τη διαφορά ανάμεσα στο βάρος, την αδιαφάνεια και την πυκνότητα των αντικειμένων του γύρω μας κόσμου και στο ανθρώπινο βάθος πού μόνο ό ίδιος ό Θεός μπορεί να γεμίσει. Θα τολμούσα να πω και στο βάθος κάθε δημιουργήματος πού προορισμός του είναι να γίνει τόπος της θείας παρουσίας, όταν στη συντέλεια ό Θεός θα είναι «τα πάντα εν πάσι».
Το να είναι κανείς τυφλός στα αόρατα και να βλέπει μόνο το «χειροπιαστό κόσμο σημαίνει ότι βρίσκεται έξω από την πληρότητα της γνώσης, έξω από την εμπειρία της καθολικής αλήθειας, δηλαδή έξω από τον κόσμο πού βρίσκεται μέσα στο Θεό και πού ό Θεός είναι ή καρδιά του.
Ο τυφλός Βαρτιμαίος είχε οδυνηρή εμπειρία αυτού του πράγματος, γιατί εξ αιτίας της φυσικής τυφλότητας του δεν είχε επαφή με τον ορατό κόσμο. Μπορούσε να επικαλείται τον Κύριο γεμάτος απογοήτευση, με όλη την απεγνωσμένη ελπίδα πού ένιωθε όταν περνούσε πλάι του ή σωτηρία, καθώς αισθανόταν τον εαυτό του αποκομμένο.
Ό λόγος για τον οποίο όλοι εμείς πολύ συχνά δε μπορούμε να επικαλεστούμε το Θεό μ’ αυτό τον τρόπο είναι γιατί δεν καταλαβαίνουμε πόσο απομονωμένοι είμαστε με το να μένουμε τυφλοί στην καθολική θέα του κόσμου — μια θέα εν τούτοις πού θα μπορούσε να δώσει ολοκληρωμένη υπόσταση και στον ίδιο τον ορατό κόσμο.
Πόσο καλά θα ήταν αν μπορούσαμε να μάθουμε να είμαστε τυφλοί στα ορατά για να βλέπουμε πέρα άπ’ αυτά, να βλέπουμε στο βάθος, να βλέπουμε το αόρατο να διαπερνάει με την παρουσία του μέσα και γύρω μας όλα τα πράγματα! Αυτή ή τύφλωση είναι πολύμορφη. Συμβαίνει όχι φυσικά σ’ εμάς, αλλά στους άγιους από την εμπειρία μιας εκθαμβωτικής λάμψης.
Ό “Αγιος Συμεών ό Νέος Θεολόγος, μιλώντας για το θείο σκότος, λέει ότι είναι περίσσεια φωτός, ενός φωτός τόσο εκτυφλωτικού, ώστε αυτός πού το έχει δει να μη μπορεί να δει τίποτε άλλο.
Μπορεί επίσης να είναι κανείς τυφλός ενώ έχει ανοιχτά μάτια. Ό Τολστοι στο βιβλίο του «Πόλεμος και Ειρήνη» μιλάει για τον Pierre Bezuhov πού κοιτάζει μέσα στα μεγάλα ώραία μάτια της Ελένης και δε βλέπει σ’ αυτά τίποτε άλλο παρά τον ίδιο του τον εαυτό, απαλλαγμένο μάλιστα άπ’ όλα τα σφάλματα, έτσι ακριβώς όπως τον έβλεπε εκείνη ή φτωχή! Εκείνος κοίταζε στα μάτια της άλλα δεν έβλεπε παρά μόνο τον εαυτό του — ή εικόνα της χανόταν εντελώς! Και μείς το ίδιο κάνουμε ακόμα και με τον υλικό κόσμο: ανάλογα με το πού συγκεντρώνεται το βλέμμα μας.
Όταν κοιτάζουμε προς το παράθυρο, μπορούμε να δούμε ή το είδωλο μας, ή το τζάμι ή τη θέα πέρα άπ’ αυτό.
Μπορεί ακόμα να βλέπουμε με μάτια αδιαφορίας, Όπως έκαναν οί διαβάτες πού προσπερνούσαν το Βαρτιμαίο. Μπορεί να βλέπουμε με μάτια άπληστα σαν το λαίμαργο του Dickens πού βλέποντας τις αγελάδες να βόσκουν στα λιβάδια το μόνο που σκεπτόταν ήταν το «θαυμάσιο βοδινό κρέας»! Μπορεί να βλέπουμε με μάτια γεμάτα μίσος όταν γίνουμε επιτήδειοι, το ίδιο επιτήδειοι όπως ό διάβολος πού δε βλέπει παντού τίποτε άλλο παρά το κακό, μεταμορφώνοντας τα πάντα σε μια απαίσια γελοιογραφία.
Τέλος μπορεί να βλέπουμε με τα μάτια της αγάπης, με καθαρή καρδιά ικανή να βλέπει το Θεό και την εικόνα Του στο πρόσωπο των ανθρώπων: ακόμα και κείνων όπου ή εικόνα Του, κάτω από στρώματα προσωπείων και παραποιήσεων μόνο αμυδρά πια απεικονίζει την αληθινή και βαθιά μυστική ταυτότητα του ανθρώπου.
Όπως λέει και ή αλεπού στο μικρό Πρίγκιπα: «μόνο με την καρδιά μπορούμε να δούμε αληθινά. Η ουσία ξεφεύγει σαν ψάχνεις με τα μάτια».
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν έχουμε συνειδητοποιήσει το βάθος των πραγμάτων, την απεραντοσύνη και το κάλεσμα της αιωνιότητας πού υπάρχει σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Και το συνειδητοποιούμε μόνο έφ’ όσον, υστέρα από μια υπαρξιακή εμπειρία, βεβαιωθούμε ότι πραγματικά υπάρχει εσωτερικός κόσμος.
Κι είναι με την πίστη μόνο πού μπορούμε να έχουμε σταθερή βεβαιότητα ότι ό αόρατος κόσμος είναι πραγματικός, παρών και αξίζει να τον αναζητήσει κανείς πέρα από τον ορατό κόσμο και μέσα άπ’ αυτόν. Αυτή ή κίνηση πίστης σημαίνει αποδοχή της μαρτυρίας εκείνων που είδαν τον αόρατο κόσμο, έστω κι αν δεχτούμε τη μαρτυρία τους σαν υπόθεση προσωρινή ίσως, ώσπου να κάνουμε την ερευνά μας. Χωρίς αύτη την υπόθεση τίποτε δεν είναι δυνατό, γιατί δε μπορούμε ν’ αρχίσουμε μια έρευνα για τα αόρατα πράγματα αν είμαστε από πριν σίγουροι ότι δεν υπάρχουν. Μπορούμε να δεχτούμε τη μαρτυρία όχι μόνο από έναν ή δύο ανθρώπους, αλλά από εκατομμύρια πού, μέσα στην πορεία της ιστορίας (τόσο στη χριστιανική όσο και στις άλλες θρησκείες) είχαν αύτη την εμπειρία και ομολόγησαν την παρουσία του αόρατου κόσμου.
Από το βιβλίο του μητροπολίτου Σουρόζ Anthony Bloom «Πορεία και συνάντηση»Εκδ.Ακρίτας