Άλλους τους ωφέλησε ο έπαινος, άλλους η επίπληξη, το καθένα στην κατάλληλη περίσταση· ή αντίθετα τους έβλαψε, επειδή ήταν παράκαιρο και παράλογο. Άλλους τους εστερέωσε η παρηγοριά, άλλους το μάλωμα· και τούτο πάλι σ’ άλλους ήταν δημόσιος έλεγχος, σ’ άλλους μυστική νουθεσία. Γιατί άλλων τους αρέσει να περιφρονούν την ιδιαίτερη νουθεσία και τους χρειάζεται για να σωφρονισθούν η καταδίκη των από το πλήθος· κι άλλοι πάλι γίνονται αδιάντροποι με τους φανερούς ελέγχους, οδηγούμενοι στο αγαθό με τη μυστικότητα της επιπλήξεως και ανταποδίδοντας στη συμπάθεια μας την υπακοή τους.
[. . . ] Τούτο μόνο ξεπερνά τη δύναμή μου, το να παραδεχθώ ν’ αναλάβω την αρχηγία και κυβέρνηση ψυχών και, χωρίς ακόμη να έχω μάθει καλά ούτε το πώς να κυβερνώμαι ο ίδιος, χωρίς να έχω καθαρίσει την ψυχή μου όσο αρμόζει, να μου εμπιστευθούν επιστασία ποιμνίου.Κι αυτό μάλιστα σε τέτοιες σήμερα περιστάσεις, όπου είναι προτιμότερο, βλέποντας τους άλλους αναστατωμένους και ταραγμένους, φεύγοντας δρόμο κανείς από τη μέση, απομακρυνόμενος με προφύλαξη, να γλυτώνει από τη ζάλη και το πηχτό σκοτάδι της αμαρτίας· σε καιρούς, όπου τα μέλη αντιμάχονται μεταξύ τους, και χάθηκε κι ό,τι υπόλοιπο αγάπης είχε μείνει. Άλλωστε, απόμεινε πια ο ιερεύς, όνομα για τον τύπο, καθώς εξαπλώθηκε η περιφρόνηση στους άρχοντες κατά την προφητεία της Αγίας Γραφής.
Ο φόβος έλειψε εντελώς από τις ψυχές· στη θέση του μπήκε η αναίδεια, έρμαια στον τυχόντα είναι η θεογνωσία και τα βάθη του Πνεύματος. Εγίναμε όλοι ευσεβείς μόνο σ’ ένα πράγμα, στο να κατηγορούμε τους άλλους ως ασεβείς. Χρησιμοποιούμε ως δικαστές μας τους άθεους, ρίχνουμε τα άγια στους σκύλους και πετούμε μπροστά στους χοίρους τα μαργαριτάρια, κοινολογώντας τα ιερά σε αυτιά και ψυχές ασεβών. Εκτελούμε οι τρισάθλιοι ακριβώς τις επιθυμίες των εχθρών μας και δεν ντρεπόμαστε να ζούμε σε πλήρη ανηθικότητα. Ξένοι εντελώς προς την πίστιν μας, σωστοί Μωαβίτες και Αμμανίτες, οι οποίοι ούτε επιτρέπονταν να πλησιάσουν την Εκκλησία του Κυρίου, ερευνούν και αλωνίζουν μέσα στα αγιώτατά μας. Ανοίξαμε σ’ όλους όχι τις πύλες της δικαιοσύνης, αλλά περάσματα εμπαιγμού και αυθάδειας εναντίον αλλήλων κι είναι για μας άριστος, όχι εκείνος που δεν εκστομίζει μάταιο λόγο από φόβο Θεού, άλλα οποίος τύχει να είπει εναντίον του άλλου τις περισσότερες κατηγορίες, είτε ανοιχτά, είτε υπονοούμενα, οποίος δηλαδή δημιουργεί ζητήματα με τη γλώσσα του, ή για να το πούμε πιο σωστά, χύνει σαν φίδι δηλητήριο.
Προσέχουμε ακόμη τις αμαρτίες των άλλων, όχι για να πονέσουμε γι’ αυτές, αλλά για να τους ειρωνευτούμε· όχι για να τους θεραπεύσουμε, άλλα για να τους κτυπήσουμε απ’ επάνω· κι έχουμε ως απολογία των δικών μας αμαρτιών τις παραβάσεις των άλλων! Παραδεχόμαστε καλούς και κακούς όχι κατά τα έργα τους, άλλα ανάλογα με την έχθρα ή τη φιλία μας· κι ό,τι επαινούμε στον ένα σήμερα, αύριο το κακίζουμε για τον άλλον κι όσα οι άλλοι καταγγέλλουν, εμείς τα καμαρώνουμε και με προθυμία συγχωρούμε το κάθε τι στον ασεβή. Τόσο μεγαλόψυχοι είμαστε απέναντι της κακίας!
Ακούστε λοιπόν τη φωνή του Θεού, η οποία σ’ εμένα μεν, τον οπαδό και τον εξηγητή των τέτοιων πραγμάτων, ακούγεται πολύ δυνατά, μακάρι δε να ακουσθεί και σε σας: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου» και γι’ αυτό το λόγο «πλησιάστε τον και πάρετε φως, και τα πρόσωπά σας δεν θα σκιασθούν από ντροπή», επειδή έχουν την σφραγίδα του αληθινού φωτός. Να, ευκαιρία αναγεννήσεως· ας γίνουμε ουράνιοι. Να, καιρός αναδημιουργίας· ας ξαναβρούμε τον πρώτο Αδάμ. Να μην μείνουμε εκείνο που είμαστε, αλλά να γίνουμε εκείνο που κάποτε είμαστε. «Το φως φωτίζει μέσα στο σκοτάδι με την παρούσα ζωή και τη σάρκα. Και το καταδιώκει μεν, αλλά δεν κατορθώνει να το εξουδετερώσει το σκοτάδι, η εχθρική δηλαδή δύναμη, η οποία επιτίθεται μεν από θρασύτητα σ’ εκείνον που μοιάζει στον Αδάμ, αλλά πέφτει επάνω στο Θεό και νικιέται, για να ρίχνουμε από πάνω μας το σκοτάδι και να πλησιάζουμε στο φως και να γινόμαστε τέλειο φως, παιδιά τελείου φωτός.
( από τον Λόγο περί Ιερωσύνης)