ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ
Μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου στούς οὐρανούς, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ ὑπόλοιποι μαθητές, ἡ Παναγία Παρθένος Μαρία καί οἱ γυναῖκες πού ἀπό τήν ἀρχή τόν εἶχαν ἀκολουθήσει, περίπου 120 ἄτομα, γύρισαν στό ὅρος τῶν Ἐλαιῶν στήν Ἱερουσαλήμ καί μπαίνοντας στό ὑπερῷο, δηλαδή στόν πάνω ὄροφο τοῦ σπιτιοῦ ἐκεῖ, περίμεναν μέ προσευχή τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεση τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ. Ἐκεῖ, ἐξέλεξαν καί τόν Ματθία καί τόν συναρίθμησαν μέ τούς ἕνδεκα Ἀποστόλους.
Τότε, αὐτοί, πληρωθέντες ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἄρχισαν νά κηρύττουν καί νά καλοῦν τούς ἀνθρώπους νά βαπτισθοῦν καί νά λάβουν κι αὐτοί τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅ,τι εἶχαν ἀκούσει καί ζήσει κοντά στό Χριστό καί δέν τό εἶχαν τότε κατανοήσει, τώρα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τό γνώρισαν καί τό εὐαγγελίζονται στόν λαό. Κήρυτταν σέ ξένες γλῶσσες (γλωσσολαλιά) «γιά τά θαυμαστά ἔργα τοῦ Θεοῦ», γεγονός πού ἔγινε ἀντιληπτό ἀπό Ἰουδαίους καί προσήλυτους πού ἦταν στήν Ἱερουσαλήμ γιά τήν Ἐβραϊκή γιορτή. Ἔπειτα ἀπό τό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, βαπτίστηκαν ἐκείνη τήν ἡμέρα 3.000 νέα μέλη τῆς χριστιανικῆς ἐκκλησίας. Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, διαβάζουμε: “Ὅταν ἔφτασε ἡ μέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦταν ὅλοι μαζί συγκεντρωμένοι σέ ἕνα μέρος, μέ ὁμοψυχία. Ξαφνικά ᾖρθε ἀπό τόν οὐρανό μιά βουή σά νά φυσοῦσε δυνατός ἄνεμος, καί γέμισε ὅλο τό σπίτι πού ἔμεναν. Ἐπίσης τούς παρουσιάστηκαν γλῶσσες σάν φλόγες
φωτιᾶς, πού μοιράστηκαν καί κάθισαν ἀπό μία στόν καθένα ἀπό αὐτούς. Ὅλοι τότε πλημμύρισαν ἀπό Πνεῦμα Ἅγιο καί ἄρχισαν νά μιλοῦν σέ ἄλλες γλῶσσες, ἀνάλογα μέ τήν ἱκανότητα πού τούς ἔδινε τό Ἅγιο Πνεῦμα”. Ἔτσι οἱ μαθητές ἔλαβαν καί τόν καρπό τοῦ Πνεύματος: ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, ἀγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, ἐγκράτεια.
Ἡ Πεντηκοστή ἀντιστοιχεῖ μέ τήν μεγάλη ἐτήσια ἑορτή τῶν Ἰουδαίων, ἡ ὁποία στήν Παλαιά Διαθήκη ἀποκαλεῖται Γιορτή τοῦ Θερισμοῦ ἤ Γιορτή τῶν Ἑβδομάδων, πού ἦταν γεωργική ἑορτή μέ τελείως διαφορετικό περιεχόμενο. Ἐκείνη τήν ἡμέρα, κάθε οἰκογένεια πρόσφερε στόν Θεό ἕνα δεμάτι κριθάρι, πού ὑποδήλωνε τήν ἐπιθυμία γιά εἰρηνική σχέση μαζί Του. Οἱ προσφορές γιά αὐτή τήν γιορτή γίνονταν μέσῳ τοῦ ἱερατείου, ἀρχικά στήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου καί ἀργότερα στόν Ναό, στήν Ἱερουσαλήμ.
Ἡ Πεντηκοστή θεωρεῖται ὡς ἡ γενέθλια ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας καί ἄρχισε νά ἑορτάζεται ἀπό τούς ἀποστολικούς χρόνους, ἀρχικά στό ναό τῶν Ἱεροσολύμων. Σύμφωνα μέ τούς ἐκκλησιαστικούς Πατέρες καί συγγραφεῖς τοῦ 4ου αἰῶνα, κατά τήν ἑορτή αὐτή γινόταν καί ἡ βάπτιση τῶν κατηχουμένων, ὅπου καί γιά τό λόγον αὐτό συνεχίζεται καί ψάλλεται ὁ τρισάγιος ὕμνος: “Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε…”. Ἡ Πεντηκοστή ἑορτάζεται ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας. Ἀπό τίς μεθεόρτιες ἡμέρες ξεχωρίζει ἡ Δευτέρα πού εἶναι ἀφιερωμένη στό Ἅγιο Πνεῦμα. Λόγῳ τῆς μεγάλης σημασίας της ἑορτῆς, τήν ἑβδομάδα αὐτή δέν νηστεύουμε τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, ὅπως ἀκριβῶς καί τίς ἑβδομάδες μετά τά Χριστούγεννα καί τό Πάσχα. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μεταξύ ἄλλων, λέει γιά τήν ἑορτή (Λόγος μα΄στήν Πεντηκοστή): «Τήν Πεντηκοστή ἑορτάζουμε καί τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν πραγματοποίηση τῆς ὑποσχέσεως καιί τήν ἐκπλήρωση τῆς ἐλπίδας. Τό μυστήριο, πόσο καί μεγάλο εἶναι καί σεβαστό! Τελειώνουν λοιπόν ὅσα ἔχουν σχέση μέ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἤ μᾶλλον μέ τήν σωματική παρουσία Του. Διότι διστάζω νά πῶ τά σωματικά, ἐφ’ ὅσον κανένας λόγος δέν μπορεῖ νά μέ πείσει ὅτι θά ἦταν καλύτερα νά
εἶχε ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό σῶμα [ὁ Χριστός]. Ἀρχίζουν δέ ὅσα ἔχουν σχέση μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ποιά δέ ἦταν ὅσα ἔχουν σχέση μέ τό Χριστό; Ἡ Παρθένος, ἡ γέννηση, ἡ φάτνη, τό σπαργάνωμα, οἱ ἄγγελοι πού τόν δοξάζουν, οἱ ποιμένες πού τρέχουν πρός Αὐτόν, ἡ διαδρομή τοῦ ἀστέρα, ἡ προσκύνηση καί ἡ προσφορά τῶν δώρων ἀπό τούς μάγους, ὁ φόνος τῶν νηπίων ἀπό τόν Ἡρῴδη, ὁ Ἰησοῦς πού φεύγει στήν Αἴγυπτο, πού ἐπιστρέφει ἀπό τήν Αἴγυπτο, πού περιτέμνεται, πού βαπτίζεται, πού δέχεται τήν μαρτυρία ἀπό τόν οὐρανό, πού πειράζεται, πού λιθάζεται γιά μᾶς (γιά νά μᾶς δώσει ὑπόδειγμα κακοπάθειας ὑπέρ τοῦ Λόγου), πού προδίνεται, πού προσηλώνεται [στόν Σταυρό], πού θάπτεται, πού ἀνασταίνεται, πού ἀνεβαίνει [στούς οὐρανούς].
Ἀπό αὐτά καί τώρα ὑφίσταται πολλά ἀπό τούς μισόχριστους μέν, αὐτά πού Τόν ἀτιμάζουν καί τά ὑπομένει (διότι εἶναι μακρόθυμος). ἀπό τούς φιλοχριστους δέ, αὐτά πού Τοῦ ἀποδίδουν τιμή. Καί ἀναβάλλει νά ἀνταποδώσει ὅπως σ’ ἐκείνους τήν ὀργή, ἔτσι σέ μᾶς τήν ἀγαθότητα. ἐπειδή ἴσως σ’ ἐκείνους μέν δίνει καιρό μετανοίας, σέ μᾶς δέ δοκιμάζει τόν πόθο, ἐάν δέν λιποψυχοῦμε καί δέν ἀποκάμουμε στίς θλίψεις καί στούς ἀγῶνες γιά τήν εὐσέβεια. ὅπως ἀκριβῶς ὁρίζεται ἀπό τήν θεία οἰκονομία καί τά ἀνεξιχνίαστα κρίματά Του, μέ τά ὁποῖα κυβερνᾷ μέ σοφία τή ζωή μας.
Ὅσα λοιπόν ἀναφέρονται στό Χριστό εἶναι αὐτά. καί τά πέρα ἀπό αὐτά θά τά δοῦμε ἐνδοξότερα [στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν] καί μακάρι καί μεῖς νά φανοῦμε [δοξασμένοι ἀπό τό Θεό]. Ὅσα δέ ἀναφέρονται στό Ἅγιο Πνεῦμα, παρακαλῶ τό Πνεῦμα νά ἔλθει ἐντός μου καί νά μοῦ δώσει λόγο ὅσον ἐπιθυμῶ καί ἄν ὄχι τόσον, ἀλλ’ ὅσος ἀπαιτεῖται σ’ αὐτή τήν περίπτωση. Πάντως ὅμως θά ἔλθει μέ ἐξουσία δεσποτική, καί ὄχι μέ τρόπο δουλικό, οὔτε περιμένοντας πρόσταγμα, ὅπως νομίζουν μερικοί. Διότι πνέει ὅπου θέλει, καί σ’ ὅσους θέλει, καί ὅποτε καί ὅσο θέλει. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐμεῖς ἐμπνεόμαστε νά νοοῦμε καί νά μιλοῦμε γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα.»