Μπήκε στον μισοσκότεινο ναό και κοίταξε τα καντήλια που τρεμόπαιζαν φωτίζοντας τα πρόσωπα των Αγίων. Στάθηκε στην άκρη του τέμπλου και κάθισε στο ψαλτήρι να ξαποστάσει η ψυχή του από τον κάματο. Ασυναίσθητα άρχισε να σιγοψέλνει το «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα….». Γνωρίζει πολύ καλά πως όλη η ζωή του πιστού είναι μια πάλη με τον πιο παράλογο και αδυσώπητο εχθρό, τον θάνατο. Δεν χωρούν εδώ μεταφυσικές ψευδοβεβαιότητες, ούτε κούφια λόγια. Όσα θεολογικά κείμενα κι αν είχε διαβάσει, όσες πραγματείες γύρω από τον θάνατο, όσα πατερικά κείμενα κι αν ρούφηξε με αγωνία ψυχής, όταν ένοιωσε να πνίγεται από τον πνευματικό θάνατο κι άρχισε να ελπίζει στην Ανάσταση, κατανόησε πως μόνο η προσωπική σχέση με τον Χριστό μπορούσε να του δώσει απαντήσεις, όχι από αυτές που ακούει το ανθρώπινο αυτί, αλλά από εκείνες που ο Θεός ψιθυρίζει μυστικά στην ύπαρξη.