Από οποιαδήποτε νυφική παστάδα είναι λαμπρότερος ο τάφος της Παναγίας, όχι από
χρυσαφιού ανταύγειες, απ’ ασημιού λαμπράδα κι από λάμψεις πετραδιών κι
ούτε από φόρεμα μεταξωτό και πορφυρένιο, αλλ’ από την θεία λαμπρότητα του
πανάγιου Πνεύματος. Κι ο τάφος της δεν γίνεται αιτία για την
σωματική σύνδεση των χοϊκών εραστών, αλλά αιχμαλωτίζει με το Πνεύμα τις
όσιες ψυχές και τις ενώνει με τον Θεό σε μιά ένωση που ‘ναι καλύτερη και
γλυκύτερη απ’ ο,τιδήποτε άλλο.
Αυτός ο τάφος της Παναγίας είναι ωραιότερος κι απ’ τον Παράδεισο.
Λέγοντας τούτο, δεν θέλω να θυμάμαι το τι γίνηκε μέσα εκεί: το πόσο
ενδιαφέρον έδειξε ο διάβολος, πόσο ανόητη, φθονερή κι απατηλή συμβουλή
έδωσε στην Εύα και πόσο κείνη δείχτηκε αδύνατη κι ευκολόπιστη· ούτε θέλω
να θυμάμαι κείνο το γλυκόπικρο δόλωμα με το οποίο την ξεμυάλισε κι
ύστερα κείνη εξαπάτησε τον άντρα της, ούτε την παρακοή, την εξορία, τον
θάνατο· δεν θά’ πρεπε ίσως να τα θυμηθώ όλα τούτα, για να μη κάνω την
γιορτή μας και γυρίσει σε λύπη.
Ο τάφος τούτος, σώμα θνητό ανύψωσε στον ουρανό κι εκείνη υψώθηκε κει
ψηλά και κατέβασε στην γη τον γενάρχη. Σε τούτη την γη άλλωστε δεν
καταδικάστηκε αυτός που πλάστηκε «κατ’ εικόνα Θεού» με το «γη είσαι και
σ’ αυτή τη γη θα πας»;
Αυτός ο τάφος είναι τιμιώτερος κι απ’ την αρχαία σκηνή, γιατί δέχτηκε το
λογικό, έμψυχο και θεόφεγγο λυχνάρι και τη ζωηφόρο τράπεζα που πάνω της
έχει όχι «άρτους προθέσεως», αλλά ουράνιο ψωμί κι είναι αναμμένη όχι με
υλική φωτιά, αλλά με τ’ άυλο φως της θεότητας.
Αυτός ο τάφος είναι πιο μακάριος κι από την κιβωτό του Μωυσή, γιατί
ευτύχησε να φιλοξενήσει όχι «σκιές» και «τύπους», αλλά την ίδια την
αλήθεια. Κι ακόμα γιατί πραγματικά υποδέχτηκε την ανόθευτη και
χρυσαφένια στάμνα που από μέσα της καρποφόρησε το ουράνιο μάνα, και την
ζωντανή πλάκα π’ αγκάλιασε το Λόγο του Θεού, (όχι απλά το Νόμο, αλλά)
τον ενυπόστατο Λόγο που σαρκώθηκε με την ενέργεια του παντοδύναμου
Πνεύματος.
χρυσαφιού ανταύγειες, απ’ ασημιού λαμπράδα κι από λάμψεις πετραδιών κι
ούτε από φόρεμα μεταξωτό και πορφυρένιο, αλλ’ από την θεία λαμπρότητα του
πανάγιου Πνεύματος. Κι ο τάφος της δεν γίνεται αιτία για την
σωματική σύνδεση των χοϊκών εραστών, αλλά αιχμαλωτίζει με το Πνεύμα τις
όσιες ψυχές και τις ενώνει με τον Θεό σε μιά ένωση που ‘ναι καλύτερη και
γλυκύτερη απ’ ο,τιδήποτε άλλο.
Αυτός ο τάφος της Παναγίας είναι ωραιότερος κι απ’ τον Παράδεισο.
Λέγοντας τούτο, δεν θέλω να θυμάμαι το τι γίνηκε μέσα εκεί: το πόσο
ενδιαφέρον έδειξε ο διάβολος, πόσο ανόητη, φθονερή κι απατηλή συμβουλή
έδωσε στην Εύα και πόσο κείνη δείχτηκε αδύνατη κι ευκολόπιστη· ούτε θέλω
να θυμάμαι κείνο το γλυκόπικρο δόλωμα με το οποίο την ξεμυάλισε κι
ύστερα κείνη εξαπάτησε τον άντρα της, ούτε την παρακοή, την εξορία, τον
θάνατο· δεν θά’ πρεπε ίσως να τα θυμηθώ όλα τούτα, για να μη κάνω την
γιορτή μας και γυρίσει σε λύπη.
Ο τάφος τούτος, σώμα θνητό ανύψωσε στον ουρανό κι εκείνη υψώθηκε κει
ψηλά και κατέβασε στην γη τον γενάρχη. Σε τούτη την γη άλλωστε δεν
καταδικάστηκε αυτός που πλάστηκε «κατ’ εικόνα Θεού» με το «γη είσαι και
σ’ αυτή τη γη θα πας»;
Αυτός ο τάφος είναι τιμιώτερος κι απ’ την αρχαία σκηνή, γιατί δέχτηκε το
λογικό, έμψυχο και θεόφεγγο λυχνάρι και τη ζωηφόρο τράπεζα που πάνω της
έχει όχι «άρτους προθέσεως», αλλά ουράνιο ψωμί κι είναι αναμμένη όχι με
υλική φωτιά, αλλά με τ’ άυλο φως της θεότητας.
Αυτός ο τάφος είναι πιο μακάριος κι από την κιβωτό του Μωυσή, γιατί
ευτύχησε να φιλοξενήσει όχι «σκιές» και «τύπους», αλλά την ίδια την
αλήθεια. Κι ακόμα γιατί πραγματικά υποδέχτηκε την ανόθευτη και
χρυσαφένια στάμνα που από μέσα της καρποφόρησε το ουράνιο μάνα, και την
ζωντανή πλάκα π’ αγκάλιασε το Λόγο του Θεού, (όχι απλά το Νόμο, αλλά)
τον ενυπόστατο Λόγο που σαρκώθηκε με την ενέργεια του παντοδύναμου
Πνεύματος.