Θεριό αληθινό, αρκουδιάρης
σκοτεινός, μαύρος κι άραχνος
σκοτεινός, μαύρος κι άραχνος
Με δόντια κοφτερά που
ξεσκίζουν τις σάρκες ψυχής και σώματος
ξεσκίζουν τις σάρκες ψυχής και σώματος
Νύχια γαμψά που μπήγονται
βαθιά σ’ όλη την ύπαρξη
βαθιά σ’ όλη την ύπαρξη
Τριχωτό το σώμα ανατριχίλα
απλώνει παντού σαν πλησιάζει
απλώνει παντού σαν πλησιάζει
Ματιά μοβόρικα, αίμα γεμάτα
που μόλις σ’ αντικρίζουν παγωνιά σε διαπερνά.
που μόλις σ’ αντικρίζουν παγωνιά σε διαπερνά.
Σημαδι μ’ έβαλε μια
νύχτα ανοιξιάτικη, δικιά του να με κάνει
νύχτα ανοιξιάτικη, δικιά του να με κάνει
Στην δούλεψη του ξάφνου
βρέθηκα.
βρέθηκα.
Το βιός μου όλο άρπαξε..
Αγάπες μου μεγάλες, μια
χαψιά τις έκανε.
χαψιά τις έκανε.
Σιγουριά και βεβαιότητα…
πρώτα
πρώτα
Μα… αχόρταγος καθώς ήταν
δεν του’ φταναν αυτές…
δεν του’ φταναν αυτές…
Συνέχισε αφρισμένος με
πνιχτά ουρλιαχτά να καταβροχθίζει παρηγόριες, ελπίδες, κρυψώνες
πνιχτά ουρλιαχτά να καταβροχθίζει παρηγόριες, ελπίδες, κρυψώνες
που χρόνια
καλοδούλευα σαν άριστη τεχνητρα.
καλοδούλευα σαν άριστη τεχνητρα.
Κούρνιαζα στα
δύσκολα, ξαπόσταινα, γατζωμενη στα θεόρατα έργα μου!
δύσκολα, ξαπόσταινα, γατζωμενη στα θεόρατα έργα μου!
Αχ και να ξέρατε…
μόλις τ’αγκάλιαζα ζωντάνευαν, ζωή τους δάνειζα απ’ τη ζωή μου,
μόλις τ’αγκάλιαζα ζωντάνευαν, ζωή τους δάνειζα απ’ τη ζωή μου,
και πως με γλυκό κοιτάζανε
πως με γλυκοφιλούσαν,
πως με γλυκοφιλούσαν,
παρηγοριά πως σκόρπιζαν
πως με πλανούσαν
πως με πλανούσαν
Χατήρι δεν μού χάλαγαν ποτέ…
Αγάπες πλάνες, πως
χαθήκατε; συντρίμμια πως γινήκατε;
χαθήκατε; συντρίμμια πως γινήκατε;
Ορφάνεψα, θανατικό μέσα
μου έσπειρε ο μαύρος κι άραχνος
μου έσπειρε ο μαύρος κι άραχνος
Τόσους θανάτους πως ν’ αντέξω;
Θεέ μου, που είσαι; γιατί
σιωπάς; που κρύβεσαι;
σιωπάς; που κρύβεσαι;
Δυό λέξεις η καρδιά
ψελιζει κι αμέσως μια δροσιά ουράνια την ποτίζει
ψελιζει κι αμέσως μια δροσιά ουράνια την ποτίζει
Και το θεριό ξεδοντιασμένο
πια κι ανίσχυρο, ελεύθερη μ’ αφήνει !
πια κι ανίσχυρο, ελεύθερη μ’ αφήνει !
αγλαια δημητροπουλου