ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Στα Άρθρα by Ιερός ναός Ταξιαρχών Μοσχάτου

 πρωτ. Βασίλειος Χριστοδούλου
Αν και το βιβλίο το διάβασα πριν το Πάσχα,
επέλεξα να γράψω δυό λόγια βαθειάς συγκίνησης λίγο μετά την Ανάσταση, αφού η
διακαινήσιμος περίοδος αυτή που διανύουμε είναι που συμπνέει απόλυτα με τον
τίτλο του βιβλίου: Πέρα από την χώρα του θανάτου (εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα
2018).

Το βιβλίο
βγαλμένο από τη γραφίδα όχι ενός στοχαστή ακαδημαϊκού θεολόγου αλλά από την
εμπειρία ενός εξομολόγου ποιμένα, του αγαπητού αδελφού π. Χριστόδουλου Μπίθα,
αποτελεί συγκλονιστική μαρτυρία της αναμέτρησης του ανθρώπου με τον έσχατο
εχθρό του, τον θάνατο σε όλα τα επίπεδα και τις μορφές του· με την αρρώστεια,
το πένθος της απώλειας, τον πανικό του αναπόδραστου τέλους, τα βιώματα πολέμων,
φρικιαστικών θανάτων σπαρμένων ολόγυρα που πρωταγωνιστές του βιβλίου ζουν σε
διάφορες ιστορικές περιόδους, ανοημάτιστης ζωής και υπαρξιακών αδιεξόδων και τη
διάβαση, το πέρασμά τους (πάσχα) στην ελπίδα της Ανάστασης, στην καινότητα της
ζωής (τόσο στην εσχατολογική όσο και στην ιστορική της διάσταση).

Οκτώ ιστορίες όχι φανταστικής λογοτεχνίας, αλλά
αδιανόητων εξομολογήσεων, που προσωπικά ο συγγραφέας έζησε στον μυσταγωγικό
χώρο του εξομολογητηρίου, τις οποίες μας παρουσιάζει επενδυμένες με
μυθιστορηματική πλοκή ώστε να αποκαλυφθεί μεν ο πυρήνας της μετάνοιας και της
αναστάσιμης πορείας των πρωταγωνιστών όχι όμως και η ταυτότητά τους.

Το βιβλίο αυτό έρχεται ως μία συνέχεια της
προηγούμενης εκδοτικής προσπάθειας του συγγραφέα στον ίδιο εκδοτικό οίκο
(Εκδόσεις Γρηγόρη) με τον τίτλο Πέρα από τη χώρα της λύπης, στο οποίο
και πάλι περιγράφονταν ιστορίες μετάνοιας βασισμένες σε αληθινά γεγονότα
εξομολόγησης. Η ειδοποιός διαφορά του καινούργιου αυτού βιβλίου είναι πως ο
κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο εξελίσσεται η μετάνοια των πρωταγωνιστών
είναι ο θάνατος.

Το βιβλίο αυτό, όπως άλλωστε και το προηγούμενο,
είναι μία ευκαιρία για τον συγγραφέα, να συνειδητοποιηθεί ως χώρος και τόπος
συνάντησης πολλών γεγονότων, πολλών εμπειριών με πρωταγωνιστές ανθρώπους. Να
συνειδητοποιήσει πως ο,τι έζησε μέχρι τώρα, σπαράγματα των οποίων μόνο
καταγράφει στις περίπου 200 σελίδες του βιβλίου του, έγιναν, συνέβησαν· όχι
απλώς για να βοηθήσει και να βοηθηθεί, αλλά και για να τα αφήσει κληροδότημα
δικό του και δικό τους αιώνιο σε όλους μας, στις επερχόμενες γενεές, ανοικτό σε
μετοχή και κοινωνία. Συνέβησαν για να μπορέσουν να μαρτυρηθούν και σ’ άλλους.
Συνέβησαν για να μπορέσουν ζωή να πάρουν μέσα στην ιερατική καρδιά, ώστε κι
εμείς αργότερα να τα γνωρίσουμε.

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι και τα γεγονότα της ζωής
τους που περιγράφονται υπήρξαν για να εισέλθουν σε μία ιερατική καρδιά, για να
ανακαινιστούν στη διαρκή νεότητά της, για να διασωθούν σ’ ένα βιβλίο, για να
καταπλεύσουν στις λίμνες των ματιών μας, για να συνειδητοποιηθούμε ως όλον, ως
ένα καθολικό σώμα ανθρωπινότητας (οι αγωνίες και οι οδύνες τους είναι και δικές
μας), για να κινδυνεύσουμε να χάσουμε τα μυαλά μας στη σκέψη ότι ένας Θεός μας
καταδιώκει, μπαίνει μαζί μας στον θάνατο για να μας οδηγήσει «πέρα από την χώρα
του θανάτου». Ένα βιβλίο ιδανικό θα έλεγα γι’ αυτή την Αναστάσιμη, μεταπασχάλιο
περίοδο που διανύουμε.

Ο λόγος του συγγραφέα απλός και διεισδυτικός,
χωρίς λογοτεχνικούς βερμπαλισμούς και επιδεικτικές ακροβασίες γνωρίζει να
ταξιδεύει τον αναγνώστη δίχως να τον παρασύρει σε εύκολους συναισθηματισμούς η
στην απώλεια της ουσίας με μόνο κέρδος φαινομενικό την περιπλάνηση. Τα κείμενα
είναι τόσο λογοτεχνικά στην αφήγησή τους όσο ακριβώς χρειάζεται για να σκάψουν
δρόμους πορείας στον αναγνώστη με σκοπό το ταξίδι στην ουσία.

Το εξώφυλλο του βιβλίου μας μαγεύει (φωτογραφία
τραβηγμένη από τον συγγραφέα) και αποτυπώνει πλήρως τον εκπληκτικό Ελυτικό
στίχο με τον οποίο ο συγγραφέας ξεκινά να μας συστήνει το βιβλίο του: «Η πρώτη
αλήθεια είναι ο θάνατος. Απομένει να μάθουμε ποιά είναι η τελευταία». Το βιβλίο
επίσης διανθίζουν και άλλες φωτογραφίες τραβηγμένες από τον συγγραφέα, όλες με
μια προσωπική ιστορία από πίσω τους.

Πολλές φορές η ζωή
είναι τόσο απίθανη που κανείς δεν θα σε πίστευε αν απλώς την εξιστορούσες·
παραμύθι θα την νόμιζε. Ο π. Χριστόδουλος ως πνευματικός το γνωρίζει αυτό πολύ
καλά. Γι’ αυτό και την μετατρέπει εξ’ αρχής σε παραβολή (κατά το πρότυπο του
πρώτου διδάξαντος Χριστού) μήπως κι αρχίσει κανείς στα σοβαρά να την παίρνει.