Όταν σταθείς σε προσευχή ενώπιον του Θεού, τόσον οφείλεις να ταπεινώνεις τον εαυτό σου με το λογισμό σου, ώστε να θεωρείς τον εαυτό σου σαν μυρμήγκι, και σαν ερπετό της γης, και σαν βδέλλα, και σαν παιδί που τραυλίζει. Και μην πεις μπροστά Του τίποτα με λεπτή γνώση (με λεπτομέρεια και σοφία), αλλά πλησίασε σʼΑυτόν με φρόνημα νηπίου, και στάσου ενώπιόν Του έτσι ώστε ν’ αξιωθείς της πατρικής εκείνης πρόνοιας, που γίνεται από τους πατέρες στα πολύ μικρά παιδιά τους, όπως είπε ο Δαβίδ, «φυλάσσει ο Κύριος τα νήπια», διότι το νήπιο πλησιάζει ένα φίδι και το αρπάζει από το λαιμό και αυτό δεν του προκαλεί κακό.
Ο νήπιος γυρνά γυμνός όλο το χειμώνα, όταν όλοι οι άλλοι είναι ντυμένοι και καλυμμένοι και δεν αισθάνεται το κρύο στα μέλη του. Κάθεται γυμνός μια μέρα με κρύο, με πάχνη και παγετό και δεν παθαίνει τίποτε, γιατί το σώμα της αθωότητας του είναι καλυμμένο με ένα άλλο, αόρατο ένδυμα, φτιαγμένο από εκείνη την κρυμμένη Πρόνοια που προστατεύει τα τρυφερά μέλη του, για να μη βλαφτούν από κανέναν… «Ο Κύριος φυλάσσει τα νήπια». Και όχι μόνον αυτά πού είναι μικρά στο σώμα, αλλά και εκείνους, οι οποίοι όντες σοφοί στον κόσμο, εγκαταλείπουν τη γνώση τους προσκολλώμενοι εξ’ ολοκλήρου σ’ αυτή την άλλη, αυτάρκη σοφία, και γίνονται ως νήπια με την ελεύθερη θέληση τους.