Κανένα διδακτικό λόγο δεν είχε
πει ο Κύριος στο Ζακχαίο, παρουσιάστηκε μόνο σ’ αυτόν που τον ποθούσε
και από το βάθος της καρδιάς του τραβιόταν επάνω η δύναμη της πίστεως.
Παρόμοιο έγινε και στην αιμορροούσα· ήρθε κοντά στον Κύριο και ζητούσε
να τη θεραπεύσει, μα δε δεχόταν να του αγγίξει το χέρι. Κι εκείνη
του αγγίζει κρυφά την άκρη απ’ τα ρούχα του. Και της θεραπείας τη
δύναμη σαν σφουγγάρι με το άγγιγμά της την τράβηξε. Κι ο Ζακχαίος
ενεργούσε ασυναίσθητα, κινημένος από βία θεϊκή και από πνευματικόν
έρωτα αναμμένος ανέβαινε στη μουριά.
πει ο Κύριος στο Ζακχαίο, παρουσιάστηκε μόνο σ’ αυτόν που τον ποθούσε
και από το βάθος της καρδιάς του τραβιόταν επάνω η δύναμη της πίστεως.
Παρόμοιο έγινε και στην αιμορροούσα· ήρθε κοντά στον Κύριο και ζητούσε
να τη θεραπεύσει, μα δε δεχόταν να του αγγίξει το χέρι. Κι εκείνη
του αγγίζει κρυφά την άκρη απ’ τα ρούχα του. Και της θεραπείας τη
δύναμη σαν σφουγγάρι με το άγγιγμά της την τράβηξε. Κι ο Ζακχαίος
ενεργούσε ασυναίσθητα, κινημένος από βία θεϊκή και από πνευματικόν
έρωτα αναμμένος ανέβαινε στη μουριά.
Ο Κύριος όμως ανακαλύπτοντας κάποιο
μυστικό του λέει, κατέβα. Γνώρισα την ψυχή σου, γνώρισα τον ιερό έρωτά
σου· Κατέβα. Θυμήσου ότι κι ο Αδάμ όταν ένιωσε τη γυμνότητά του,
κρύφτηκε πίσω από τη συκιά. Και συ που θέλεις να σωθείς, μην τρέχεις πάνω
στη μουριά. Πρέπει να την ξηράνω αυτή τη μουριά και να φυτέψω άλλη,
το σταυρό. Εκείνος είναι το ευλογημένο δέντρο και σ’ αυτό να οδηγείς
τα βήματα της ψυχής σου. Από αυτό ακοντίζεσαι αμέσως στον ουρανό. Ενώ
στης μουριάς τα φύλλα και το φίδι περιπλέκεται, και σ’ αυτή κρύβεται και
σ’ αυτήν κλώσησε τα μικρά του. Κατέβα γρήγορα, προτού αρχίσει να
ψιθυρίζει στην ψυχή σου, όπως και στην Εύα που την έπεισε να δοκιμάσει
την γλυκιά ηδονή. Κατέβα γρήγορα.
μυστικό του λέει, κατέβα. Γνώρισα την ψυχή σου, γνώρισα τον ιερό έρωτά
σου· Κατέβα. Θυμήσου ότι κι ο Αδάμ όταν ένιωσε τη γυμνότητά του,
κρύφτηκε πίσω από τη συκιά. Και συ που θέλεις να σωθείς, μην τρέχεις πάνω
στη μουριά. Πρέπει να την ξηράνω αυτή τη μουριά και να φυτέψω άλλη,
το σταυρό. Εκείνος είναι το ευλογημένο δέντρο και σ’ αυτό να οδηγείς
τα βήματα της ψυχής σου. Από αυτό ακοντίζεσαι αμέσως στον ουρανό. Ενώ
στης μουριάς τα φύλλα και το φίδι περιπλέκεται, και σ’ αυτή κρύβεται και
σ’ αυτήν κλώσησε τα μικρά του. Κατέβα γρήγορα, προτού αρχίσει να
ψιθυρίζει στην ψυχή σου, όπως και στην Εύα που την έπεισε να δοκιμάσει
την γλυκιά ηδονή. Κατέβα γρήγορα.
Όσο στέκομαι εγώ, κατέβα απ’
αυτή· όταν το βλέπω εγώ, εκείνο φιμώνεται. Κατέβα γρήγορα,
δε θέλω να σ’ αφήσω πάνω στη μουριά, δε θέλω να χαθείς. Δικό μου πρόβατο
είσαι, σ’ εμένα έτρεξες. Κατέβα γρήγορα και περίμενέ με στο σπίτι
σου. Πρέπει να ξεκουραστώ εκεί. Όπου υπάρχει πίστη, εκεί ξεκουράζομαι.
Όπου υπάρχει αγάπη, εκεί πηγαίνω. Ξέρω τι θα κάμεις σε λίγο· ξέρω ότι
θα δώσεις όλα τα υπάρχοντά σου στους φτωχούς και πρώτα ότι θα επιστρέψεις
το τετραπλάσιο σ’ όσους συκοφάντησες. Σε τέτοιους ανθρώπους μ’
ευχαρίστηση φιλοξενούμε.
αυτή· όταν το βλέπω εγώ, εκείνο φιμώνεται. Κατέβα γρήγορα,
δε θέλω να σ’ αφήσω πάνω στη μουριά, δε θέλω να χαθείς. Δικό μου πρόβατο
είσαι, σ’ εμένα έτρεξες. Κατέβα γρήγορα και περίμενέ με στο σπίτι
σου. Πρέπει να ξεκουραστώ εκεί. Όπου υπάρχει πίστη, εκεί ξεκουράζομαι.
Όπου υπάρχει αγάπη, εκεί πηγαίνω. Ξέρω τι θα κάμεις σε λίγο· ξέρω ότι
θα δώσεις όλα τα υπάρχοντά σου στους φτωχούς και πρώτα ότι θα επιστρέψεις
το τετραπλάσιο σ’ όσους συκοφάντησες. Σε τέτοιους ανθρώπους μ’
ευχαρίστηση φιλοξενούμε.
Κι ο Ζακχαίος κατέβηκε βιαστικός,
πήγε στο σπίτι του κι υποδέχτηκε τον Ιησού. Και γεμάτος χαρά, είπε
αφού στάθηκε –ούτε περπατώντας, ούτε καθισμένος αλλά αφού στάθηκε,
για να δείξει την αμετάθετη απόφασή του- και αφού στάθηκε μίλησε, όταν
με θερμή ψυχή κι αμεταμέλητη απόφαση αποδυόταν στον αγώνα. Ήξερε
που σπέρνει και που ήταν να θερίσει και είπε· Δίνω στους φτωχούς τα μισά
από τα υπάρχοντά μου και γυρίζω το τετραπλάσιο σ’ όσους συκοφάντησα.
Ω άδολη εξομολόγηση, που βγαίνει από καρδιά καθαρή. Εξομολόγηση
αθάμπωτη –μπροστά στην αθάμπωτη δόξα του θεού- που είναι η πίστη η πνοή
της κι η δικαιοσύνη το άνθος της. Αυτής της δικαιοσύνης ας μας κάμει
άξιους ο Θεός των όλων με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού
Χριστού.
πήγε στο σπίτι του κι υποδέχτηκε τον Ιησού. Και γεμάτος χαρά, είπε
αφού στάθηκε –ούτε περπατώντας, ούτε καθισμένος αλλά αφού στάθηκε,
για να δείξει την αμετάθετη απόφασή του- και αφού στάθηκε μίλησε, όταν
με θερμή ψυχή κι αμεταμέλητη απόφαση αποδυόταν στον αγώνα. Ήξερε
που σπέρνει και που ήταν να θερίσει και είπε· Δίνω στους φτωχούς τα μισά
από τα υπάρχοντά μου και γυρίζω το τετραπλάσιο σ’ όσους συκοφάντησα.
Ω άδολη εξομολόγηση, που βγαίνει από καρδιά καθαρή. Εξομολόγηση
αθάμπωτη –μπροστά στην αθάμπωτη δόξα του θεού- που είναι η πίστη η πνοή
της κι η δικαιοσύνη το άνθος της. Αυτής της δικαιοσύνης ας μας κάμει
άξιους ο Θεός των όλων με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού
Χριστού.