Τριγυρνά
μες τους προσκλαίοντες
μες τους προσκλαίοντες
κι η
θύρα μπρος ενθύμημα
θύρα μπρος ενθύμημα
της
εξορίας του.
εξορίας του.
Πιο
δόλιος
δόλιος
ο που
πήρε το δρόμο
πήρε το δρόμο
του
επιτιμίου
επιτιμίου
παρά
αυτός
που
που
άμαθος
ξεκινά
ξεκινά
κι η
πόρτα θα του ανοιχτεί,
πόρτα θα του ανοιχτεί,
σαν έρθει
του χρόνου
του χρόνου
το
γύρισμα.
γύρισμα.
Ποτέ
πρόναος δε στέγασε
πρόναος δε στέγασε
τόσους
στεναγμούς,
στεναγμούς,
ποτέ
θύρα
θύρα
δε
δέχτηκε τόσα βλέμματα
δέχτηκε τόσα βλέμματα
προσμονής
και λαχτάρας.
και λαχτάρας.
Η αυλή
χορτάριασε,
χορτάριασε,
σκόνη στάθηκε κι έφυγε,
ο ήλιος
κι η βροχή
κι η βροχή
ξέπλυναν
και στέγνωσαν
και στέγνωσαν
τα
κρίματα,
κρίματα,
η
οφειλή ακόμη
οφειλή ακόμη
μεγάλη
μα
μα
το
έλεος
έλεος
μεγαλύτερο.
Ώσπου η Αγάπη
έκανε
κάλεσμα,
κάλεσμα,
έγινε
κοινωνία,
κοινωνία,
δρασκέλισε
το δρόμο,
το δρόμο,
να
φέρει γρηγορότερα
φέρει γρηγορότερα
εντός
αυτόν
που χαμηλώνει το κεφάλι,
που χαμηλώνει το κεφάλι,
αυτόν
που δυσωπεί,
που δυσωπεί,
αυτόν
που στανικώς
που στανικώς
θα
κοιτάξει κατάματα
κοιτάξει κατάματα
την
αξία του
αξία του
και θα
νιώσει
νιώσει
και
πάλι
πάλι
γιος αγαπητός.
Ειρήνη
αρχή Μ. Τεσσαρακοστής