άνθρωποι έχουμε το εξαιρετικά μοναδικό προνόμιο να γνωρίζουμε,
οτι οπωσδήποτε κάποτε πρόκειται να πεθάνουμε.
όμως στις ενέργειές μας άλλοτε το ξεχνάμε, και άλλοτε συνειδητά ή ασυνείδητα το απωθούμε.
μάλιστα αν αναγκαστούμε να μιλήσουμε για θέματα, που έχουν σχέση με τον θάνατό
μας “ κτυπάμε… ξύλο! “
αποδοχή του δικού μας μελλοντικού θανάτου δεν είναι καθόλου εύκολη, χρειάζεται ωρίμανση
με μεγάλη εσωτερική διεργασία.
άνθρωποι (όχι τυχαία) είχαν την
ξεχωριστή ευλογία να πληροφορηθούν, εκ θεϊκής αποκαλύψεως, την ημέρα της
αναχωρήσεώς τους από αυτή την ζωή.
πάντα συγκλονιστική η περίπτωση ενός οσιακού τέλους.
στην εκκλησία, σε κάθε θεία λειτουργία, παρακαλούμε, να είναι τα στερνά
μας ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά.
να το προσεγγίσουμε σκαλοπατιαστά
σκηνές,
πρώτη: Παρμένη από ένα
spiritual νέγρικο τραγούδι.
ζωής που πέρασε… πάνω στη γη.
προβάλλουν ζωντανές μπροστά του, η μία μετά την άλλη.
τώρα που νιώθει, πως πλησιάζει το τέλος.
το πέρασμα… προς την αντίπερα όχθη…
Ας ψηλαφίσουμε την ανταπόκρισή του στο
κάλεσμα…
το κείμενο στο πρωτότυπο, αλλά και στην ελεύθερη μεταφραστική προσέγγιση από
τον φίλο και φιλόλογο Ανδρέα Α. μακαριστό πλέον.
του Παρνασού, σε μιά κατασκήνωση, πριν πολλά χρόνια.
κατασκηνωτών, με προσευχητική διάθεση, αποπειράται να βάλει, σε μιά ρωσική
μελωδία, στίχους σχετικούς με το θέμα μας, φωτίζοντας απαλά και γαλήνια την
διαδρομή προς την Ουράνια Πατρίδα.
μωσαϊκό που δημιουργήθηκε, πολλές ψηφίδες τοποθετήθηκαν με την επιλογή ενός
πολυτάλαντου εφήβου (τότε) Σταμάτη Σ. ,
ιατρού (κατόπιν), καταξιωμένου κληρικού και
αγιογράφου (σήμερα).
μες στην νύχτα
μες στην νύχτα χαμένος
σκοτάδι, αχ πού’ναι ο Θεός μου;
χέρι σου, Κύριε, δος μου
χαρά, δες πως είμαι θλιμμένος.
ματιών μου τα βάθη φαντάζει
μιας θείας γαλήνης,
ναού σου τη θύρα μην κλείνεις,
μύρο σου πάνω μου ας στάξει.
του γλυκού ουρανού σου
πρόσφυγας σ’ αυτή την χώρα
υμνώ που αγγίζει η ώρα
γλυκού ερχομού σου Ιησού.
τρίτη: Ο ποιητής Γεώργιος
Δροσίνης με το βαθυστόχαστο και αθάνατο ποιημά του
“Τι λοιπόν;” έχει την δική του οπτική θέα.
λοιπόν;/ Γ.
Δροσίνη
λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι απ’ ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε
τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;
αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε,
τούτο μόνο
Ζωή μας το λέμε;
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;
ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
άλλο; Στερνό μας απόρριμα
το κορμί που σκορπιέται και λιώνει;
ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ’ τους τάφους ανθίζει
κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρ’ απ’ το θάνατο αρχίζει;
ό,τι θαρρούμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ’ αυγής είναι πέρα
κι αντί να ‘ρθει μια νύχτ’ αξημέρωτη
ξημερώνει μι’ αβράδιαστη μέρα;
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
¨Ο,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είν’ αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;
Σκηνή τέταρτη: Ο ποιητής Γ. Βερίτης (Αλέξανδρος Γκιάλας) ξεκάθαρα και αταλάντευτα
ομολογητικός, μας ξεπροβοδίζει στην θέα της Αναστάσιμης διάστασης
Πασχαλινό / Γ. Βερίτη
Στο στερνό το ξεψύχημα
δειλινού μυρωμένου
Κάποια ρόδα μαραίνονται,
κάποια ρόδα πεθαίνουν.
Κι΄ένα ρόδο σκορπίζοντας
τ’ ανοιχτά πέταλά του
Κάποιο φύλο που τούμεινε
για στερνό στολισμά του
το τινάζει και κείνο
και το ρίχνει μπροστά του
στο κρυστάλλινο φλοίσβισμα
τ’ αρυακιού του δροσάτου.
-Που τραβάς ανθοπέταλο
τη ζωή σου να σβήσεις;
-Πάω να φέρω την άνοιξη
σ’ένα κόσμο άλλης ζήσης
Μεσ’ στης γης τα κατάβαθα
τον Απρίλη θα φέρω,
θα σκορπίσω το μήνυμα
μιας αλήθειας που ξέρω.
Μιας αλήθειας το κήρυγμα
το τρανό θα κηρύξω
και θα πω την Ανάσταση
στους νεκρούς που θα σμίξω.
Ε π ί λ ο γ ο ς
Η γέννηση και ο θάνατος, διαγράφουν γύρω μας αδιάκοπα, κύκλους απανωτούς.
Η ειρήνη/γαλήνη του Χριστιανού μπροστά στον θάνατο πηγάζει από την βεβαιότητα
της Εκκλησίας, που εκφράζεται θαυμάσια, απλά, λιτά, μεστά και απέριττα με την προσέγγιση του Αγίου Πορφυρίου, που όταν τον ρωτούσαν για τον θάνατο έλεγε ξεκάθαρα και αφοπλιστικά :
Έτσι όμως μας προκαλεί και συγχρόνως μας προσκαλεί στην ουράνια θέαση του κόσμου, υπό το πρίσμα της αιωνιότητος (sub specie aeternitatis), και έτσι τελικά μας έφερε,
με τον δικό του τρόπο (με μονοκοντυλιά) στην αρχή που ξεκινήσαμε :
ΕΣΧΑΤΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ!
Σπύρος Παυλίδης, Αναγνώστης