Ήταν βροχερό το πρωινό
κι είχα μια έγνοια
για τα καινούρια μου μποτάκια.
Το δοκάρι στο μάτι μου έμελλε να
βγει,
βγει,
σαν επιβιβάστηκα στο συρμό του ηλεκτρικού.
Πολλά παιδάκια, άλλα κατάχαμα
κι άλλα -τα μικρότερα- στην αγκαλιά
των μανάδων τους με τα πολύχρωμα κεφαλομάντιλα.
Οι άντρες φύλακες του μικρού τους
ομίλου
ομίλου
έμοιαζαν να ξέρουν το τέρμα του δρόμου.
Θα ’ταν μια εξωτική νότα στην γκρίζα
μέρα,
μέρα,
θα ’ταν άρωμα Ανατολής,
θα ’ταν συναπάντημα κοσμοπολίτικης
υφής,
υφής,
αν δεν ήταν αγύρευτη περιπέτεια,
αν δεν ήταν πολλές ζωές σε μία,
αν δεν κουβαλούσαν στο σακκίδιο
-προπάντων τα παιδιά-
το εκεί και τότε
σαν ζωγραφιά που ξεθώριασε.
Ειρήνη