Περί γκρίνιας (Περί της εθνικής μας μαζικής αμαρτίας δηλαδή!)

Στα Άρθρα by Ιερός ναός Ταξιαρχών Μοσχάτου

Γέρων Παΐσιος Αγιορείτης






Γέ­ρον­τα, πού ο­φεί­λε­ται η γκρί­νια και πώς μπο­ρείς να την α­πο­φύ­γης;


– Στην κα­κο­μοι­ριά ο­φεί­λε­ται και με
την δο­ξο­λο­γί­α την κά­νει κα­νείς πέ­ρα. Η γκρί­νια γεν­νά γκρί­νια και η δο­ξο­λο­γί­α
γεν­νά δο­ξο­λο­γί­α. Ό­ταν δεν γκρι­νιά­ζη κα­νείς για μια δυ­σκο­λί­α που τον
βρί­σκει, αλ­λά δο­ξά­ζη τον Θε­ό, τό­τε σκά­ζει ο δι­ά­βο­λος και πά­ει σε άλ­λον
που γκρι­νιά­ζει, για να του τα φέ­ρη ό­λα α­νά­πο­δα. Για­τί, ό­σο γκρι­νιά­ζει
κα­νείς, τό­σο ρη­μά­ζει.
Με­ρι­κές φο­ρές μας κλέ­βει το ταγ­κα­λά­κι
και μας κά­νει να μη μας ευ­χα­ρι­στή τί­πο­τε, ε­νώ μπο­ρεί κα­νείς ό­λα να τα
γλεν­τά­η πνευ­μα­τι­κά με δο­ξο­λο­γί­α και να έ­χει την ευ­λο­γί­α του Θε­ού.
Να, ξέ­ρω κά­ποι­ον ε­κεί στο Ό­ρος που, αν βρέ­ξη και του πης «πά­λι βρέ­χει»,
αρ­χί­ζει: «Ναι, ό­λο βρέ­χει, θα σα­πί­σου­με α­πό την πολ­λή υ­γρα­σί­α». Αν με­τά
α­πό λί­γο στα­μα­τή­ση η βρο­χή και του πης «ε, δεν έ­βρε­ξε και πο­λύ», λέ­ει:
«Ναι, βρο­χή ή­ταν αυ­τή; Θα ξε­ρα­θή ο τό­πος …;». Και δεν μπο­ρεί να πει κα­νείς
ό­τι δεν εί­ναι κα­λά στο μυα­λό, αλ­λά συ­νή­θι­σε να γκρι­νιά­ζη. Να εί­ναι λο­γι­κός
και να σκέ­φτε­ται πα­ρά­λο­γα!


Η γκρί­νια έ­χει κα­τά­ρα. Εί­ναι σαν να
κα­τα­ρι­έ­ται ο ί­διος ο άν­θρω­πος τον ε­αυ­τό του, ο­πό­τε με­τά έρ­χε­ται η
ορ­γή του Θε­ού. Στην Ή­πει­ρο γνώ­ρι­ζα δύ­ο γε­ωρ­γούς. Ο έ­νας ή­ταν οι­κο­γε­νειά­ρχης
και εί­χε έ­να-δυ­ό χω­ρα­φά­κια και εμ­πι­στευ­ό­ταν τα πάν­τα στον Θε­ό. Ερ­γα­ζό­ταν
ό­σο μπο­ρού­σε, χω­ρίς άγ­χος. «Θα κά­νω ό,τι προ­λά­βω», έ­λε­γε.











Με­ρι­κές
φο­ρές άλ­λα δε­μά­τια σά­πι­ζαν α­πό την βρο­χή, για­τί δεν προ­λά­βαι­νε
να τα μα­ζέ­ψη, άλ­λα του τα σκόρ­πι­ζε ο α­έ­ρας, και ό­μως για ό­λα έ­λε­γε «δό­ξα
Σοι ο Θε­ός» και ό­λα του πή­γαι­ναν κα­λά. Ο άλ­λος εί­χε πολ­λά κτή­μα­τα, α­γε­λά­δες
κ.λ.π., δεν εί­χε και παι­διά. Αν τον ρω­τού­σες «πώς τα πας;», «ά­στα, μην
τα ρω­τάς», α­παν­τού­σε. Πο­τέ δεν έ­λε­γε «δό­ξα Σοι ο Θε­ός», ό­λο γκρί­νια ή­ταν.
Ό­λα τα εί­χε, αλ­λά προ­κο­πή δεν έ­κα­νε.


 Για αυ­τό λέ­ω, η δο­ξο­λο­γί­α εί­ναι με­γά­λη υ­πό­θε­ση.
Α­πό μας ε­ξαρ­τά­ται, αν γευ­θού­με ή ό­χι τις ευ­λο­γί­ες που μας δί­νει
ο Θε­ός. Πώς ό­μως να τις γευ­θού­με, α­φού ο Θε­ός μας δί­νει λ.χ. μπα­νά­να και
ε­μείς σκε­φτό­μα­στε τι κα­λύ­τε­ρο τρώ­ει ο τά­δε ε­φο­πλι­στής; Πό­σοι άν­θρω­ποι
τρώ­νε μό­νον ξε­ρό πα­ξι­μά­δι, αλ­λά μέ­ρα-νύ­χτα δο­ξο­λο­γούν τον Θε­ό και τρέ­φον­ται
με ου­ρά­νια γλυ­κύ­τη­τα! Αυ­τοί οι άν­θρω­ποι α­πο­κτούν μια πνευ­μα­τι­κή ευ­αι­σθη­σί­α
και γνω­ρί­ζουν τα χά­δια του Θε­ού. Ε­μείς δεν τα κα­τα­λα­βαί­νου­με, για­τί η
καρ­διά μας έ­χει πιά­σει γλί­τσα και δεν ι­κα­νο­ποι­ού­μα­στε με τί­πο­τε. Δεν
κα­τα­λα­βαί­νου­με ό­τι η ευ­τυ­χί­α εί­ναι στην αι­ω­νι­ό­τη­τα και ό­χι στην
μα­ται­ό­τη­τα.