Για σένα ήταν η αυγή,
το πρώτο πρώτο της άνοιξης ανθάκι.
Με μάτια φωτεινά κοίταζες μπροστά
(τα
είδα τα μάτια σου στα εκτενή ρεπορτάζ)
είδα τα μάτια σου στα εκτενή ρεπορτάζ)
κι η σπίθα του μυαλού σου να πυρπολείται από τη γνώση.
Σήμερα θα ήσουν στο σχολειό σου,
άπληστα θα μάζευες απ’ το φως του.
(εκεί τουλάχιστον δραπέτευες απ’ το
κομμένο ηλεκτρικό).
Άκουσα πως τ’ αγαπούσες τα γράμματα,
σ’ έθρεφαν, σε ζέσταιναν, σε ταξίδευαν.
Με αξία κι αξιοπρέπεια τυλιγόσουν και τυλιγόσουν…
Σήμερα εγώ στο σχολείο∙
Ο βοριάς τώρα δείχνει την παγωμένη του ανάσα
Σε λίγο μπαίνω να διδάξω
μα κουβαλώ τη θύμησή σου.
Το μάτι της ψυχής μου
πρέπει ν’ ασκηθεί:
Ποια ψυχούλα αθόρυβα κραυγάζει;
Ποια απελπισία που χρονίζει
φθόγγο δε θα βρει
«είμαι εδώ» να ξομολογηθεί;
Ανάγκη ο λόγος μου να θρέψει,
το
βλέμμα μου να σκεπάσει,
βλέμμα μου να σκεπάσει,
όλη να δώσω αντίδωρο
Δε φτάνω εγώ.
Σαν
τη δασκάλα
στα «δεκατέσσερα παιδιά»
γυρεύω να σκεπάσουμε
Χριστός (κι ανάξια εγώ)
σπουργίτια του
χειμώνα.
Ειρήνη,
Δεκέμβρης 2013