Στα Άρθρα by taxiarhes-moschato

ΜΝΗΜΗ ΔΙΚΑΙΟΥ…

29 Μαρτίου 1870 – 13 Οκτωβρίου 1904
Τον Ζέζα τον γνωρίσατε, τον είδατε τον Μίκη που σήμερα λαχτάρησε βουνό κι αρματολίκι;
Κοντά σε κάποια εκκλησιά χωριού προσκυνητάρι, που παλικάρια θάψανε πανώριο παλικάρι,
χλωρή δαφνούλα φύτρωσε να στεφανώσει τώρα,μια σκλάβα μαυροφόρα. Γ. Σουρής

Τι το ηρωικό κι επίκαιρο άραγε έχει η μορφή του Παύλου Μελά που πριν εκατόν πέντε χρόνια τέτοιες μέρες πέθαινε προδομένος; Αυτός ο ευγενής αστός, ο ανθυπολοχαγός πυροβολικού της Σχολής Ευελπίδων, το παληκάρι που έγινε αντάρτης, νέος «αρματολός», τι έχει να μας πει σήμερα;

Ο Παύλος, μεγαλώνει με τα έξι αδέλφια του στην Αθήνα. Τα καλοκαίρια τους τα περνούν πότε στην Οδησσό και πότε στο Φάληρο, αλλά πιο συχνά στην Κηφισιά όπου ο πατέρας του κτίζει το εξοχικό τους σπίτι. Η μητέρα του, μεριμνά για όλους και για όλα, φροντίζει για τους φτωχούς και πολλές φορές, με ένα “λαντώ” παίρνει τα παιδιά της να παίξουν στις “εξοχές” της Κηφισιάς, του Φαλήρου, του Ελαιώνα ή του Βασιλικού Κήπου… Το περιβάλλον του σπιτιού του, η εθνική δράση του πατέρα του, οι ιδέες που ακούγονται στο σπίτι του, ασκούν τεράστια επίδραση στην ψυχή του.
Ο ευαίσθητος νεαρός που στις χοροεσπερίδες επέλεγε να χορεύει με τα άσχημα κορίτσια για να μην στενοχωριούνται επειδή κανείς άλλος δεν τους έδινε σημασία, ονειροπολούσε από μικρός να καταταγεί στον στρατό και το έκανε. Πληγωμένος από τον ατυχή πόλεμο του 1897, αντέδρασε μέσα στο κλίμα της απογοήτευσης που τότε κυριαρχούσε.

Από το 1898 δρουν στη Μακεδονία ένοπλα βουλγαρικά τρομοκρατικά σώματα, οι κομιτατζήδες, με στόχο τον εξαναγκασμό των κατοίκων να υπαχθούν εκκλησιαστικά στη βουλγαρική εξαρχία και τελικά σε μια μελλοντική ελεύθερη Βουλγαρία.
«Οι Τούρκοι αδιαφορούσαν για το αλληλοφάγωμα των Χριστιανών» αναφέρει η Π. Σ. Δέλτα, Στα μυστικά του Βάλτου. Τους εξυπηρετούσε, άλλωστε. Η επίσημη ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε να κάνει πολλά.
Ο γιος του Μιχαήλ Μελά, βουλευτή και κατόπιν δημάρχου Αθηνών, Παύλος Μελάς, ανθυπολοχαγός, γαμπρός του πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη, είχε ήδη πραγματοποιήσει δύο αναγνωριστικές αποστολές στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, όταν τον Αύγουστο του 1904 αποφασίζει να δημιουργήσει εκεί αντάρτικο σώμα έχοντας 35 άνδρες, Μακεδόνες, Κρητικούς, Μανιάτες. Αφήνει πίσω του μια όμορφη οικογένεια, μια καριέρα λαμπρή, μια ζωή εύπορη. Με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, που του θύμιζε τα παιδιά του στην Αθήνα, τον Μίκη (Μιχαήλ) και τη Ζωή, ξεκινά την πορεία προς το όρος καθήκον.

Ρομαντικός και τίμιος, γράφει στην πολυαγαπημένη του Ναταλία:
“…Είμεθα ήδη μίαν εβδομάδα εν πορεία καί ακόμη τριγυρίζομεν περί τήν Σαμαρίναν, ενώ κάθε ημέρα που περνά και πολύτιμος καιρός χαμένος είναι και εις περισσότερον κίνδυνο προδοσίας ή καταδόσεως μας θέτει…. Οι άνδρες μου ειναι μελαγχολικοί, εγώ δε ενδομύχως πλέον ή λυπημένος. Βλέπω μέχρι ώρας μόνον δυσκολίας… Οι Τούρκοι είναι ειδοποιημένοι, οδηγόν δέν έχομεν, τό έδαφος δέν τόν γνωρίζομεν! Θα φθάσωμεν ποτέ εκει ή μήπως οι Τούρκοι θα μας αρχίσουν το κυνηγητό καί έτσι θά ναυαγήσουν όλοι οι πόθοι να βοηθήσωμεν τούς εκει αδελφούς; Θεέ μου, θεέ μου. Καί ενω ευρίσκομαι εις τόσην απόγνωσιν ενδομύχως, προσπαθω νά ενθουσιάζω καί νά ενθαρρύνω τούς άνδρας μου… Βρέχει δυνατά καί ακατάπαυστα… από χθές το πρωί, εκτός μιας παλιοπροβαίνας, τήν οποίαν εμοιράσαμεν 27 άνδρες χωρίς ψωμί, είμεθα εντελώς νηστικοί. Πεινώμεν φοβερά…. Είμεθα όλοι υγροί ως τα κόκκαλα, οι πλειστοι έχουν πυρετόν…. Ομίχλη φοβερά διαδεχθείσα μετ΄ ολίγον τήν βροχήν επιβραδύνει ουκ ολίγον τήν πορείαν μας… Η απότομος καί ολισθηρά κλίσις του βουνου, τά πυκνότατα καί δύσκαμπτα δενδρύλλια, τα οποια ειναι κάθυγρα από τήν βροχήν, μας παιδεύουν φοβερά. Ημεις, τά όπλα μας, οι κάπες μας βαρειές από τήν βροχήν, πέφτομεν, σκοντάφτομεν, γλυστρώμεν διαρκώς…”.

Όταν επιτέλους φθάνουν έξω από την Καστοριά, συνεργάζεται στενά με το θαρραλέο μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη, ψυχή της περιφέρειας όλης και κατόπιν του Ποντιακού Ελληνισμού. Αγνή ψυχή, καρδιά γενναία, ο καπετάν-Μίκης, όταν ήρθε η ώρα να τιμωρήσει έναν Έλληνα προδότη, συνεργάτη των κομιτατζήδων, εκμυστηρεύεται στην αγαπημένη του: “Αναρωτιέμαι αν ειχα το δικαίωμα εγώ να συλλάβω οιονδήποτε άνθρωπον, οσονδήποτε κακουργος καί άν ειναι, νά τόν τραβήξω από τήν οικογένειάν του και να τον φονεύσω!… Εγώ όμως ουδέν άλλο στήριγμα πλήν της πρός τήν πατρίδα καί τό γένος μου αγάπης έχω. Μά τήν αλήθειαν πολύ θά τ΄αγαπω καί τά δύο διότι, καίτοι υποφέρω, καίτοι κλαίω, θ΄αφήσω νά γίνη εκείνο πού απεφασίσθη…”
Ενώ βαδίζει για να συναντηθεί με άλλο σώμα ελλήνων ανταρτών, σταματά στο χωριό Στάτιστα, για να ξεκουράσει τους άνδρες του, παρά τις αντιρρήσεις του φίλου και υπαρχηγού του Νίκου Πύρζα και τις αντενδείξεις. “Ειναι αμαρτία, τα παιδιά κουρασμένα, βρεγμένα ας μείνωμεν εις το χωριό νά στεγνώσουν ολίγον”. Οι Τούρκοι ειδοποιημένοι από κομιτατζή επιτίθενται και, κατά τη συμπλοκή, ο Παύλος τραυματίζεται σοβαρά. Απευθύνεται στο Νίκο Πύρζα “Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι του Μίκη και να τους πης ότι τό καθήκον μου έκαμα”.

Ήταν Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 1904 κι εκείνος μόλις 34 χρονών. Η θυσία του, η μορφή του ενέπνευσε εκατοντάδες ανθρώπους στην ελεύθερη Ελλάδα και στήριξε τους Μακεδονίτες. Ο μακεδονικός αγώνας θέριεψε. Κι αν ατόνησε άμα τη εμφανίσει των Νεότουρκων το 1908, αναζωπυρώθηκε στα 1912-1913.
Ειρήνη Κ.