Ο Αν­τρέ­ι Ταρ­κόφ­σκι, η πί­στη κι η πα­ρά­δο­σή μας

Στα Άρθρα by Ιερός ναός Ταξιαρχών Μοσχάτου

από τον Τheo
(πηγή: Αντίφωνο)
         Φέ­τος συμ­πλη­ρώ­νον­ται 80
χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση του Αν­τρέ­ι Ταρ­κόφ­σκι (1932‐1986), ε­νός αν­θρώ­που βα­σα­νι­σμέ­νου αλ­λά και πο­λύ
προι­κι­σμέ­νου. Σ ̓ ό­λη τη ζω­ή του α­να­ζη­τού­σε την α­λή­θεια, ή­ταν προ­ση­λω­μέ­νος
στον στό­χο του και δεν έ­κα­νε συμ­βι­βα­σμούς. Ο­πως γρά­φει, «κά­θε ε­πο­χή τη
ση­μα­δεύ­ει η α­να­ζή­τη­ση της α­λή­θειας. Ο­σο φο­βε­ρή κι αν εί­ναι η α­λή­θεια,
συμ­βάλ­λει στην η­θι­κή υ­γεί­α ε­νός έ­θνους. Η α­να­γνώ­ρι­σή της α­πο­τε­λεί
έν­δει­ξη υ­γιούς ε­πο­χής και πο­τέ δεν έρ­χε­ται σε αν­τί­θε­ση με την η­θι­κή»[1] και: «Δεν εί­μαι καλ­λι­τέ­χνης του σα­λο­νιού, κι η ευ­τυ­χί­α του κοι­νού δεν
ε­ξαρ­τά­ται α­πό μέ­να. Αν­τί­θε­τα, πρέ­πει να λέ­ω στον κό­σμο την α­λή­θεια
για την κοι­νή μας ζω­ή, ό­πως τη βλέ­πω μέ­σα α­πό την εμ­πει­ρί­α και τις δυ­να­τό­τη­τές
μου.»[2]

Εν­σάρ­κω­νε τον πράγ­μα­τι
πνευ­μα­τι­κό άν­θρω­πο. Ο­πως λέ­ει ο Νι­κο­λά­ι Μπουρ­λά­εβ, έ­νας η­θο­ποι­ός
με τον ο­ποί­ο συ­νερ­γά­στη­κε, «ή­ταν έ­νας βα­θιά θρη­σκευ­ό­με­νος άν­θρω­πος
που έ­ψα­χνε τον Θε­ό και βά­δι­ζε προς τον Θε­ό. Αυ­τό γι­νό­ταν αν­τι­λη­πτό σε
κά­θε ται­νί­α του». Και μια άλ­λη η­θο­ποι­ός του, η Να­τα­λί­α Μπον­ταρ­τσούκ
δή­λω­σε: «Ο­λες οι ται­νί­ες του Αν­τρέ­ι, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό το ποι­α ε­πο­χή
α­φο­ρά το πε­ρι­ε­χό­με­νό τους, εί­ναι προ­σα­να­το­λι­σμέ­νες στο μέλ­λον,
στην αι­ω­νι­ό­τη­τα, στο Θε­ό.»[3]

Ο­ταν τον ρω­τούν «Τι εί­ναι
για σας το πνευ­μα­τι­κό; Ποι­α εί­ναι ή πί­στη σας;», α­παν­τά:
«Πι­στεύ­ω πως ο άν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γή­θη­κε α­πό Κά­ποι­ον που εί­ναι α­νώ­τε­ρος,
που εί­ναι ά­πει­ρος και πως ό­λη ή ζω­ή ο­φεί­λει να υ­πη­ρε­τεί αυ­τόν τον Κά­ποι­ον.»
Κι ο δι­ά­λο­γος συ­νε­χί­ζε­ται: «‒ Αυ­τό το α­νώ­τε­ρο Ον εί­ναι ό Θε­ός της χρι­στι­α­νι­κής
πα­ρα­δό­σε­ως;
‒ Α­ναμ­φί­βο­λα.

‒ Θα λέ­γα­τε πως εί­στε Ορ­θό­δο­ξος;
‒ Ναι.»[4]

Ο Ταρ­κόφ­σκι έ­βλε­πε τη δου­λειά
του, την τέ­χνη ως έ­να λει­τούρ­γη­μα, μια δι­α­κο­νί­α, μια προ­σευ­χή: «Πο­τέ
δεν πί­στε­ψα στην τέ­χνη. Η τέ­χνη εί­ναι ή αν­τα­νά­κλα­ση μέ­σα στον κα­θρέ­φτη
αυ­τού που εί­μα­στε, μιας α­νώ­τε­ρης ι­κα­νό­τη­τας να δη­μι­ουρ­γείς. Δεν κά­νου­με
τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά να μι­μού­με­θα τον Δη­μι­ουρ­γό. Εί­μα­στε πλα­σμέ­νοι κατ
̓ ει­κό­να Θε­ού, και η πρά­ξη της δη­μι­ουρ­γί­ας εί­ναι μια α­πό τις κι­νή­σεις
ο­πού γι­νό­μα­στε ό­μοι­οί Του.
‒ Με λί­γα λό­για ε­πι­κα­λεί­στε μια θρη­σκευ­τι­κή αν­τί­λη­ψη της τέ­χνης.

‒ Πραγ­μα­τι­κά. Η τέ­χνη εί­ναι
μια προ­σευ­χή. Εί­ναι η προ­σευ­χή μου. Κι αν η προ­σευ­χή μου εν­δι­α­φέ­ρει κά­ποι­ον,
τό­τε ή τέ­χνη μου εί­ναι χρή­σι­μη. Το χρέ­ος του αν­θρώ­που εί­ναι να υ­πη­ρε­τεί.
Ο κό­σμος φτι­ά­χτη­κε πά­νω σ’ έ­να μο­να­δι­κό τύ­πο σχέ­σε­ως, χά­ρις στον Θε­ό,
τη δι­α­κο­νί­α. […]

‒ Αν­τί να πού­με δι­α­κο­νούν,
θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ν’ α­γα­πούν; ‒ Α­σφα­λώς.

‒ Και με ποι­ο
τρό­πο ή τέ­χνη μπο­ρεί νά ̓ναι έ­τσι δι­α­κο­νί­α και α­γά­πη;
‒ Α… Αυ­τό, κα­τά τη γνώ­μη μου, εί­ναι έ­να μυ­στή­ριο. Εί­ναι το μυ­στή­ριο
της δη­μι­ουρ­γί­ας.
Θα μπο­ρού­σα­με να ζή­σου­με εί­κο­σι, τριά­ντα αι­ώ­νες, πο­τέ δεν θα μα­θαί­να­με
πώς δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ο κό­σμος, ό­πως δεν θ’ α­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σου­με πο­τέ
το μυ­στή­ριο της δη­μι­ουρ­γί­ας. Ο­ταν γο­να­τί­ζου­με μπρο­στά σε μια ει­κό­να
και προ­σευ­χό­μα­στε στον Θε­ό βρί­σκου­με τα α­λη­θι­νά, τα σω­στά λό­για. Με
τον ί­διο τρό­πο, ό­ταν α­πευ­θύ­νεις την τέ­χνη σου στον Θε­ό σαν μια προ­σευ­χή,
βρί­σκεις τα σω­στά πρό­σω­πα που θα βά­λεις στο έρ­γο σου.»[5]

Αλ­λού γρά­φει:
«Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με πως η τέ­χνη εί­ναι θρη­σκευ­τι­κή, α­πό την ά­πο­ψη
ό­τι την εμ­πνέ­ει η προ­σή­λω­ση σ ̓ έ­ναν α­νώ­τε­ρο σκο­πό.»[6]

Γιος του ποι­η­τή
Αρ­σέ­νι Ταρ­κόφ­σκι, ο Αν­τρέ­ι εί­ναι έ­νας ποι­η­τής του κι­νη­μα­το­γρά­φου.
Γρά­φον­τας για την τε­λευ­ταί­α ται­νί­α του, α­να­φέ­ρε­ται και στον «ποι­η­τι­κό
χα­ρα­κτή­ρα που δι­έ­κρι­νε ώς τό­τε τη δου­λειά» του.[7]

Κι ε­πει­δή
εί­ναι πραγ­μα­τι­κός ποι­η­τής, δεν θέ­λει να κά­νει τον δά­σκα­λο αλ­λά θέ­λει
να προ­βλη­μα­τί­σει τον θε­α­τή, ώ­στε μό­νος του κι ε­λεύ­θε­ρα να ο­δη­γη­θεί
προς την α­λή­θεια, προ­βάλ­λον­τας «ε­πει­σό­δια […] παρ­μέ­να κα­τευ­θεί­αν
α­πό τη ζω­ή».[8] «Το πρώ­το που πρέ­πει να πε­ρι­γρά­ψεις εί­ναι το γε­γο­νός και
ό­χι η στά­ση σου α­πέ­ναν­τί του. Η στά­ση σου πρέ­πει να γί­νε­ται φα­νε­ρή σ
̓ ο­λό­κλη­ρη την ται­νί­α, να εί­ναι μέ­ρος της συ­νο­λι­κής εν­τύ­πω­σης»[9],
γρά­φει αλ­λού.

Παρ ̓ ό­λο
που τα­λαι­πω­ρή­θη­κε πά­ρα πο­λύ α­πό τους ι­θύ­νον­τες της σο­βι­ε­τι­κής κι­νη­μα­το­γρα­φι­κής
βι­ο­μη­χα­νί­ας, τό­σο που να ο­νο­μά­σει «Μαρ­τυ­ρο­λό­γιο» το προ­σω­πι­κό του
η­με­ρο­λό­γιο, ο Ταρ­κόφ­σκι κα­τά­φε­ρε να πε­ρά­σει την πί­στη και την α­λή­θεια
του σε κά­ποι­ες α­πό τις ται­νί­ες του. Σχε­τι­κά με αυ­τό γρά­φει: «Πρέ­πει να
λέ­ω στον κό­σμο την α­λή­θεια για την κοι­νή μας ζω­ή, ό­πως τη βλέ­πω μέ­σα α­πό
την εμ­πει­ρί­α και τις δυ­να­τό­τη­τές μου. Κι αυ­τή η α­λή­θεια δεν υ­πό­σχε­ται
κα­θό­λου πως θα εί­ναι εύ­κο­λη ή ευ­χά­ρι­στη».[10]

Νο­μί­ζω πως
η πί­στη του στον Θε­ό κι ο σε­βα­σμός του στην Ορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση φαί­νον­ται
πιο ξε­κά­θα­ρα στον «Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλιόφ», τη δεύ­τε­ρη ται­νί­α που γύ­ρι­σε στη
Σο­βι­ε­τι­κή Ε­νω­ση, και στη «Θυ­σί­α» που γυ­ρί­στη­κε στη Σου­η­δί­α.

Όλο το κείμενο (και οι παραπομπές) εδώ, 
στο ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ: