Εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς.
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος
Ἀκούσαμε,
ἀδελφοί μου, στό Εὐαγγέλιο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ μᾶς λέει: Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ
εἰς Ἱεριχὼ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν, καὶ πληγὰς
ἐπιθέντες κατέλιπον ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. Ἱερεὺς δὲ καὶ Λευΐτης
διερχόμενοι διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης, καὶ ἰδόντες αὐτὸν, ἀντιπαρῆλθον.
Σαμαρείτης δέ τις ἐλθὼν ἐπὶ τὸν τόπον, καὶ ἰδὼν αὐτὸν, ἐσπλαγχνίσθη
ἐπ’ αὐτὸν, καὶ σὺν ἐλαίῳ οἶνον βαλὼν καὶ ἀναμίξας ἐπέχεεν αὐτῷ,
καὶ κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ, καὶ ἀναλαβὼν αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος,
ἤγαγεν εἰς πανδοχεῖον, καὶ ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ δύο δηνάρια, εἰπών· Ἐπιμελήθητι
τοῦ ἀνθρώπου τούτου, καὶ εἴ τι προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί
με ἀποδώσω σοι.
δοῦμε λοιπὸν τὸ νόημα τῆς παραβολῆς καὶ μὲ γνωστικὴ ψυχὴ κατανοῶντας
το, ἄς γνωρίσουμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωπος
εἶναι ὁ Ἀδάμ, Ἱερουσαλήμ ἡ πολιτεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ σύνεση, Ἰεριχώ
ὁ κόσμος. Ὅσο λοιπόν ὁ Ἀδάμ, πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοή, εἶχε φρόνημα τῶν οὐρανῶν
καὶ ἀγγελικὴ ζωή, εἶχε ἀνεμπόδιστη εἴσοδο στὴν ἐπουράνια πόλη Ἱερουσαλήμ.
ζῶντας μέσα στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ τίποτα δὲν τὸν νικοῦσε οὔτε τὸν τραυμάτιζε.
Ὅταν ὅμως παράκουσε τὸν Θεὸ καὶ δὲν φύλαξε τὶς ἐντολὲς του, ἀλλὰ παρασύρθηκε
ἀπὸ τό φίδι, τότε κατέβηκε στὴν Ἱεριχὼ δηλαδή στὴν γῆ, κι’ ἀσχολήθηκε
μὲ τὰ ἔργα τῆς γῆς.
Γιατὶ Ἱερουσαλήμ σημαίνει
ἀνάβαση, ἐνῶ Ἱεριχὼ κατακλυσμός. Κατέβηκε λοιπόν ἀπό τὴν
Ἰερουσαλήμ στὴν Ἱεριχὼ, ἀπό τὴν ζωὴ δηλαδὴ τῶν οὐρανῶν στὴν ζωὴ
ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ ἀπάτη τοῦ διαβόλου. Ὅταν κάποιος τηρῆ τὶς ἐντολὲς
τοῦ Θεοῦ, τότε ζῆ στοὺς οὐρανοὺς, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος· Ἡ δική
μας πολιτεία εἶναι στὸν οὐρανό. Κατέβηκε ἀπὸ τήν δόξα στὴν
ἀδοξία, ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς ἀπολαύσεως στὴ γῆ μὲ τ’ ἀγκάθια, ἀπὸ
τὴν ζωή στό θάνατο. Ὅταν φᾶτε, λέει, ἀπὸ τὸ δένδρο, θὰ σᾶς κυριαρχήση
ὁ θάνατος, δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία. Γιατὶ ἡ ἁμαρτία, ἡ παρακοή στὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι θάνατος ψυχῆς.
ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Παραδείσου, ἀπὸ τὴν ἁγιωσύνη τοῦ οὐρανοῦ καὶ
ἦρθε στὴν Ἱεριχὼ δηλαδὴ στὸ βάραθρο τῆς παρακοῆς, στὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας.
Καὶ πέφτει στὰ χέρια τῶν ληστῶν, δηλαδή τοῦ διαβόλου
καὶ τῶν δυνάμεών του. Δρόμος, εἶναι ἡ ζωὴ αὐτὴ ὅπου βάδισε
ὁ Ἀδάμ κι’ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν καὶ τὸν ἀπογύμνωσαν. Καὶ ποιὰ
στολὴ τοῦ ἔβγαλαν; Τὴν στολὴ τῆς ὑπακοῆς, τὴν φιλία μὲ τοὺς ἀγγέλους,
τὴν ἀθάνατη δόξα, τὴν συναναστροφὴ μὲ τὸ Χριστὸ, τὴν παραδεισένια
χαρά, τὴν οὐράνια ζωή. Αὐτὴ τὴν στολὴ τοῦ ἔβγαλαν. Καὶ τοῦ προξένησαν
πληγές, δηλαδή ἁμαρτίες, πορνεῖες, μοιχεῖες, εἰδωλολατρεῖες,
φαρμακώματα, δολοφονίες, φιλονικίες, θυμὸ κι ὅλη τὴν ὑπόλοιπη
σειρὰ τῶν κακῶν.
τὰ ἔργα πληγώνουν τὸν ἄνθρωπο, αὐτὰ προξενοῦν τὴν δυσωδία καὶ τὴν φθορά.
Κι ὅτι εἶναι ἀκριβῶς αὐτό, κατανοῆστε το ἀπὸ τὸν Δαβίδ, πῶς ἀπεικονίζοντας
στὸν ἑαυτό του τὶς πληγὲς τοῦ Ἀδάμ τὶς ἀποκαλεῖ μώλωπες καὶ λέει ὀρθά·
“Ἐβρώμησαν καὶ σάπισαν τὰ χτυπήματά του ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας μου.
Κάθε ἁμαρτία προκαλεῖ μώλωπα καὶ τραῦμα. Λαβώθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὴν παρακοή,
χτυπήθηκε γιὰ τὶς ἀνομίες, ὅπως λέει ὁ προφήτης· Χτυπήθηκα σὰν τὸ χόρτο
καὶ ἡ καρδιά μου ξηράθηκε, γιατὶ λησμόνησα νὰ φάω τὸ ψωμί μου”(ψαλμ.37)· νὰ φυλάξω
δηλαδὴ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἄφησαν, λέει, μισοπεθαμένο, ὄχι
γιατὶ δέν ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν, ἀλλὰ δὲν ἄφησε ὁ Θεός. Δὲν θέλω, λέγει,
τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅσο τὴν μετάνοιά του.
ποῦ τὸν ἀφήνουν; Στὸ δρόμο, δηλαδὴ
στὴν ζωὴ αὐτή· δρόμος λέγεται τούτη ἡ ζωή, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι
περνοῦν ἀπ’ αὐτήν. Κι ὅταν ἔφτασε στὸν δρόμο ὁ ἱερεύς καὶ
τὸν εἶδε, τὸν προσπέρασε. Ἱερέα ὀνομάζει τόν μακάριο Μωϋσῆ καὶ Ἀαρών. Σ’ αὐτὸ μαρτυρεῖ κι ὁ Δαβὶδ
λέγοντας ὅτι ὁ Μωϋσῆς κι ὁ Ἀαρὼν εἶναι ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς του κι ὁ Σαμουήλ
ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἐπικαλοῦνται τ’ ὄνομά του. Εἶναι τοῦτος λοιπὸν ὁ
ἀξιοθαύμαστος Μωϋσῆς ποὺ δοξάστηκε, ποὺ μὲ τὴ δεκαπλῆ μάστιγά του
χτύπησε τοὺς Αἰγυπτίους· αὐτὸς ποὺ ἔσχισε καὶ ξήρανε τὴν Ἐρυθρὰ καὶ
πέρασε ἀπ’ αὐτήν τὸν λαό, αὐτὸς ποὺ γλύκανε τὸ νερὸ στὸ Μαρρᾶ καὶ πίσω
ἀπὸ τὸ σύννεφο μίλησε μὲ τὸν Θεό· αὐτὸς ποὺ ἔκαμε πολλὰ ἀξιοθαύμαστα·
αὐτὸς βαδίζοντας τὸν δρόμο τῆς ζωῆς καὶ ἀφοῦ εἶδε τὸν ἄνθρωπο πληγωμένο
στὴν γῆ, τὸν προσπέρασε, χωρὶς νὰ τὸν σηκώση.
Ὅμοια κι ὁ Λευΐτης,
ἡ τάξη τῶν προφητῶν. Γιατὶ αὐτοί, ποὺ ἦρθαν ὕστερα ἀπὸ
τὸν Μωϋσῆ, ἀφοῦ βάδισαν τὸν ἴδιο δρόμο καὶ συνάντησαν πληγωμένο τὸν
ἄνθρωπο, δὲν τὸν σήκωσαν. Οὔτε ὁ Μωϋσῆς μὲ
τὰ θαύματά του, οὔτε οἱ προφῆτες μὲ τὰ σημεῖα τους, κανένας δὲν τὸν λύτρωσε
ἀπὸ τὸν θάνατο, κανένας δὲν ἔκλεισε τὸ τραῦμα τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ οἱ ἴδιοι ἦσαν τῆς ἁμαρτίας δεσμῶτες. Μ’ ὅλο ποὺ μὲ τὴν σεμνὴ ζωή τους ἔγιναν φίλοι
τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἦσαν ὁμόσαρκοι μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ προέρχονταν ἀπὸ τὴν
νεκρὴ ρίζα, δὲν μποροῦσαν, κλαδιὰ αὐτοὶ, νὰ ἀποσπάσουν τὴν ρίζα τῆς ἁμαρτίας.
ὅμως Σαμαρείτης μὲ ἔργα ὄχι τυχαῖα, προαίρεση σπλαχνική, φίλος τῶν
ὁμοδούλων του, ὅταν ἤρθε στὸ μέρος αὐτὸ καὶ τὸν εἶδε πληγωμένο, τὸν λυπήθηκε,
τοῦ ἔβαλε λάδι καὶ κρασὶ καὶ ἔδεσε τὶς πληγὲς τους, τὶς ἁμαρτίες του. Τό πρόσωπο καὶ τὴν μορφὴ τοῦ Σαμαρείτη παίρνει
ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἀλλὰ θὰ πῆ κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀκροατές· Γιατί
ἀποκαλεῖς τὸν Κύριο Σαμαρείτη; Ναί, Σαμαρείτη τόν λέγω ὄχι γιὰ τὴν φύση
τῆς θεότητός του ἀλλὰ γιὰ τὸν σπλαχνικό τρόπο του. Ὁ Σαμαρείτης μὲ
τὴν φύση τοῦ σώματός τους, ἦταν ὅμοιος μὲ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴν σπλαχνικὴ
προαίρεσή του ὅμως δὲν ἦταν ὅμοιος· φάνηκε ἀνώτερός τους.
μὲ τὴν σωματική του μορφή, ὅμοιος μὲ τούς προφῆτες καὶ τοὺς πατριάρχες
κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴν Μαρία. Μὲ τὴν δύναμη τῆς θεότητός
του ὅμως στάθηκε ἀπ’ ὅλους ἀνώτερος. Ἴσος μ’ αὐτοὺς στὸ ἀνθρώπινο
σχῆμα, ὄχι ἴσος στὴν ὑπερκόσμια δόξα. Ἐκεῖνοι ἀπὸ ἀδιαφορία καὶ σκληρότητα
προσπέρασαν ἄσπλαχνα τὸν πληγωμένο. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως φάνηκε πιὸ σπλαχνικὸς
καὶ πιὸ εὐσεβὴς καὶ ἐλεητικός. Ὅμοια κι ὁ Χριστός.
ποὺ ξέπεσε μὲ τὴν παρακοή του. Ἐκεῖνος μόνο ἀποδείχθηκε σπλαχνικὸς
κι ἐλεητικός, κατὰ τὸ λόγο τοῦ προφήτη· Σπλαχνικὸς καὶ ἐλεητικὸς εἶναι ὁ Κύριος,
μακρόθυμος καὶ πολυέλαιος· καὶ πάλι· Γιατὶ σύ, Κύριε, εἶσαι σπλαχνικός.
Κι ὅπως ὁ Σαμαρείτης δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Ἰσραηλιτικὸ ἔθνος ἀλλὰ προερχόταν
ἀπὸ ἄλλη χώρα, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὴν γῆ ἀλλὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Ἦρθε στὴν γῆ· ἦταν Θεὸς κι ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας. Ἦταν Κύριος
καὶ ντύθηκε τὴν μορφὴ τοῦ δούλου. Ἔνιωσε συμπάθεια γιὰ μᾶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ
κατέβηκε στὴν γῆ, εἶδε τὸν ἄνθρωπο ριγμένο, ληστευμένο, λαβωμένο ἀπὸ
τὶς πορνεῖες, τὶς εἰδωλολατρεῖες, τὶς μοιχεῖες, τοὺς φόνους· εἶδε
καὶ σπλαχνίσθηκε τὸ πλάσμα του καὶ τοῦ ἔβαλε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ δηλαδὴ
ἀνάμειξε τὰ δύο ἔκαμε ἀλοιφὴ καὶ τὰ ἔβαλε στὸν ἄνθρωπο.
ἀνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι; Ἀφοῦ συνδύασε τὴν θεία φύση μὲ τὴν ἀνθρώπινη,
ἀφοῦ συνταίριασε τὴν εὐσπλαχνία μὲ τὴν σωτηρία ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο.
Ἀφοῦ ἀνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ ἕνωσε τὸ ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὸ αἷμα του,
ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο ζωή. Γιατὶ μόλις ἔσταξε τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ
τὴν πλευρὰ του ξεπλύθηκαν ἀπὸ τὸ χαρτὶ οἱ ἁμαρτίες μας. Τί σημαίνει
τώρα· Ἔδεσε τὶς πληγὲς του; Τοῦτο· ἔδεσε τὸ διάβολο κι ἐλευθέρωσε
τὸν ἄνθρωπο. Ἔδεσε τὸ σκάφος κι ἐζωοποίησε τούς ναυαγούς, ἐδέσμευσε
καὶ ὑπόταξε τὶς δυνάμεις τοῦ πονηροῦ. Κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο.
Ἄν θέλης νὰ τὸ σκεφτῆς καὶ διαφορετικά, ἄκου. Σὰν λάδι προσκομίζει τὸν
λόγο τῆς παρακλήσεως, καὶ προσθέτει σὰν στυπτικό κρασὶ τὴν διδασκαλία, ποὺ
μαζεύει τὴν σκορπισμένη σκέψη, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου· Ἔλεγξε,
ἐπιτήμησε, πρακάλεσε. Καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ ἴδιο
του τὸ ζῶο, πῆρε δηλαδὴ ὁ Χριστὸς τὴν σάρκα πάνω στοὺς ὤμους τῆς θεότητός
του καὶ τὴν ἀνέβασε ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό, οὔτε χρυσό, ἤ ἄργυρο,
ἤ πολύτιμους λίθους ἀνέβασε ἀλλά τόν κατ’ εἰκόνα ἄνθρωπο ἀνέβασε
ἀπό τους οὐρανούς, στὸ μεγάλο καὶ θαυμαστὸ καὶ ἁπλόχωρο πανδοχεῖο,
σ’ αὐτὴν τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία.
τῶν Χριστιανῶν, τὸ γνήσιο πανδοχέα, διδοντάς του δυὸ δηνάρια
καὶ διὰ μέσου τοῦ Παύλου σὲ κάθε μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦς ἀρχιερεῖς καὶ
τοὺς δασκάλους καὶ τοὺς λειτουργούς. Δυὸ δηνάρια, τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη,
λέγοντας· περιποιήσου τοῦτον τὸν ἄνθρωπο, κι ἄν ξοδέψης κάτι ἀκόμα,
ἐγὼ θά ἐπιστρέψω καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω. Ἐννοεῖ τοῦτο· Φρόντισε
γιὰ τὸν λαὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἔθνη καὶ τὸν ἐμπιστεύτηκα σὲ σένα
μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ἐπειδὴ εἶναι ἄρρωστοι οἱ ἄνθρωποι, τραυματισμένοι
ἀπὸ τίς ἁμαρτίες, θεράπευσέ τους, θέτοντας ἐπάνω σὰν σιναπισμὸ τοὺς
προφητικοὺς λόγους καὶ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα ἀποκαθιστώντας τὴν
ὑγεία τους μὲ τὶς νουθεσίες καὶ τὶς παρακλήσεις τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς
Διαθήκης καὶ πειθοντάς τους νὰ στέκονται μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ
νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τῆς ἁμαρτίας.
ὅμως κι ἔτσι μείνουν ἀδιόρθωτοι, λύγισέ τους μὲ τοὺς αὐστηροὺς λόγους
σου. Γίνε τὸ πρότυπο καὶ τὸ παράδειγμά τους, μὲ τοὺς λόγους,
μὲ τὰ ἔργα σου, τὴν συμπεριφορὰ, τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη, τὴν σεμνότητα, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη σου καὶ νὰ μιμηθοῦν τὴν
ἐνάρετη ζωή σου. Κι ἄν κάμης τοῦτο, ἄν ἀπὸ λόγου σου κάμης κάποια
προσθήκη λόγων ἤ ἔργων, ἄν δαπανήσης κάτι ἀκόμα, θὰ σοῦ τὸ δώσω
στὴν ἐπιστροφὴ δηλαδὴ στὴ δευτέρα παρουσία μου, τὴν ἀνταποδοτική·
θὰ σοῦ δώσω μισθὸ τῶν κόπων σου ἄξιο.
Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος μὲ τὸ θάρρος
τῶν ὑποσχέσων αὐτῶν λέει· Μὲ πολλὴ χαρὰ θὰ ξοδέψω γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ
καὶ θὰ ἀναλωθῶ γιὰ τὶς ψυχὲς σας, ἐννοῶντας τὴ διδασκαλία του πρὸς
τοὺς ἐθνικοὺς καὶ τὴν κηρυκτική του διακονία. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι
ποὺ οἰκοδομεῖ καὶ στηρίζει τὶς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὶς πνευματικὲς
ὑποδείξεις του θεραπεύει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μοιράζοντας τὸ ὠφέλιμο
στὸν καθένα, ὁδηγεῖ τὶς ψυχὲς στὴν αἰώνια ζωή.
πάντες ἔγινα, λέει, τὰ πάντα, γιὰ νὰ σώσω τοὺς πάντες. Αὐτὸς εἶναι
τῆς Ἐκκλησίας ὁ καλὸς πανδοχέας, ὅλους τοὺς δέχεται κι ὅλους τοὺς φροντίζει·
δὲν ἀπομακρύνει τὸν πόρνο, δὲν ἀπεχθάνεται τὸν εἰδωλολάτρη, κανένα
ἄλλον ἀσεβῆ κι ἀκάθαρτο δὲν ἀποδιώχνει, τοὺς δέχεται ὅλους. Σὰν γιατρὸς πλύνει τὶς πληγές, τὶς καθαρίζει καὶ τὶς σφογγίζει μὲ λουτρὸ
ξαναγεννημοῦ. Προσφέρει τούς στυφτικούς λόγους, ὅπως τὸ κρασί,
γιὰ νὰ μήν παρασυρώμαστε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῆς ἅγνοιάς μας ἤ τὶς κακίες
μας. Καὶ πάλι μᾶς θεραπεύει διά τῆς παρακλήσεως, σὰν μὲ λάδι ἀλείφοντας
τὶς ψυχές μας. Μᾶς λέει ὁ Παῦλος· Σᾶς παρακαλοῦμε, ἀδελφοί
μου, μὲ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ νὰ προσφέρετε τὰ σώματά σας θυσία
ζωντανή, ἁγία, ἀρεστή, ὅπως πρέπει νὰ εἶναι ἡ λογική σας λατρεία.
Ὅσοι
λοιπὸν τυχαίνει νὰ εἴμαστε μαθηταὶ τῶν λόγων τοῦ Παύλου, ἄς φυλάξουμε
τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴν ξεπέσουμε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ τῶν οὐρανῶν,
τὴν πόλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Καὶ μακάρι, μὲ θεραπευμένα τὰ τραύματα
τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, ὑγιεῖς καὶ τέλειοι στὴν πίστη νὰ παρουσιαστοῦμε
στὸ Χριστό, σῶοι καὶ θαρραλέοι, χωρὶς νὰ μειονεχτοῦμε σὲ κανένα καλὸ
ἔργο καὶ ν’ ἀπολαύσωμε τὴν ἀγαθὴ ὑπόσχεση στοὺς οὐρανοὺς μὲ τὴ χάρη
καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον,
στὸν Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ἄς εἶναι δόξα τώρα καὶ πάντοτε καὶ
στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.