ἀσχολία τῶν λεγομένων (δηλαδή αὐταπατωμένων) ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ κοπτική ραπτική!
Ἄνδρες καί γυναῖκες ἐπιδίδονται μετά μανίας (συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα) στό νά κόψουν καί νά ράψουν ἕναν Θεό στά
μέτρα τους. Σέ ἀντίθεση μέ τό «τόν νυμφῶνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον, καί ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ»,
ὅπου ὁμολογοῦμε τήν ἐσωτερική μας
γύμνια καί ἐκλιπαροῦμε τή θεία χάρη νά ντύσει τήν ψυχή μας, προτιμᾶμε
(τό α´ πληθυντικό πρόσωπο γιά λόγους αὐτογνωσίας)
νά φορέσουμε τό κουστούμι τοῦ ἐγωισμοῦ,
τῆς ἄγνοιας ἤ τῆς ἡμιμάθειας καί τῆς ἀλαζονείας.
Ἡ Ἁγία Γραφή, τά ἱερά κείμενα τῶν Πατέρων καί Διδασκάλων
τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ πνευματική καθοδήγηση ἀπό τόν ἱερέα, τά φωτισμένα κηρύγματα ἐκμηδενίζονται
ἀπό τήν ἀτομική ἑρμηνεία τοῦ περί Θεοῦ λόγου, ἡ ὁποία οὐδεμία σχέση ἔχει μέ τήν ὀρθόδοξη
διδασκαλία. Ἡ μελέτη τοῦ
Εὐαγγελίου γίνεται (ἄν γίνεται)
ἀποσπασματικά ἐνῶ πολλά δέν διαβάζονται
κἄν ὡς γνωστά ἀπό τά χρόνια τοῦ σχολείου (!) ἤ γνωστά ἐξ ἀκοῆς σέ ἐπιφανειακές συζητήσεις
καί ὄχι ἐξ ἰδίοις ὄμμασι μέ νοῦ καθαρό, καρδιά φλεγόμενη καί δέος ἀληθινό γιά τά ἀποκεκαλυμμένα.
Ἡ ἐκκλησιαστική μας παράδοση νοθευμένη
ἀπό παγανιστικές συνήθειες, αἱρετικές ἀντιλήψεις, ἀφελεῖς ἐκλαϊκεύσεις ἔχει καταντήσει
ἕνα μπερδεμένο κουβάρι δίχως νόημα καί σκοπό.
συνεχή ἀναζήτηση καί συνέπεια στήν
τήρηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ἀντιμετωπίζονται ὡς εἰσηγητές
νεωτερισμῶν στή λατρεία, ἀκριβῶς γιατί τόσο πολύ ἔχουν ξεχαστεῖ τά λόγια
καί τά ἔργα τοῦ Κυρίου μας, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων. Βέβαια, γιά τή λήθη αὐτή εὐθύνη ἔχει καί μερίδα
ἱερέων, οἱ ὁποῖοι δέν γνωρίζουν (καί δέν θέλησαν νά μάθουν) τή σημασία τοῦ πῶς καί τοῦ γιατί τῆς λατρευτικῆς
μας ζωῆς, μέ ἀποτέλεσμα νά προκαλοῦν σύγχυση
στούς πιστούς. Οἱ τελευταῖοι
ἀσφαλῶς δέν εἶναι ἄμοιροι εὐθυνῶν, ἀφοῦ βολεύονται σέ ὅ,τι πιό ἁπλό (ἄς εἶναι καί λανθασμένο) καί ἄκοπο στόν πνευματικό τους ἀγῶνα.
Νοιώθουν τόν Θεό τυπικό ἐπισκέπτη στή
ζωή τους ἤ Τόν ὑποβιβάζουν στά ἀνθρώπινα μέτρα προσδίδοντάς Του τίς
ἀδυναμίες, τά λάθη καί
τά πάθη τους
Κατάληξη ὅλων αὐτῶν
εἶναι ἕνας Θεός μεταποιημένος. Ἕνας Θεός πού τά μέτρα Του αὐξομειώνονται˙
εἶναι πανύψηλος ὅταν δυστυχοῦμε γιατί
τότε μόνο πιστεύουμε ὅτι Αὐτός ἔχει τή δύναμη νά μᾶς βοηθήσει, ἐνῶ γίνεται νάνος ὅταν ὑψώνουμε ἐγωϊστικά
τό θέλημά μας. Φτάνουμε στό σημεῖο νά λέμε θυμοσοφικά ὅτι «τό πολύ τό Κύριε ἐλέησον τό βαριέται
κι ὁ Θεός» (εἶναι δυνατόν
ἡ καρδιακή προσευχή νά ἔχει ποτέ τελειωμό;) ἤ νά προβάλλουμε ἕναν Θεό τιμωρό ὅταν
ζητᾶμε ἐκδίκηση, ἕναν Θεό πού
περιορίζεται στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί στήν ὑπόλοιπη ζωή μας τόν ἀγνοοῦμε
παντελῶς, ἕναν Θεό πού κάνει διακρίσεις ἀνάμεσα
σέ ἄνδρες καί γυναῖκες (κατάλοιπο τῶν
ἀνδροκρατούμενων κοινωνιῶν), ἕναν Θεό πού ζητεῖ τάματα καί ὑλικές ἀποδείξεις
τῆς πίστης μας, ἕναν Θεό πού ἐκτιμᾷ τά φροῦ – φροῦ κι ἀρώματα ὅταν μυστηριακά
ἁγιάζει καθοριστικές ἀνθρώπινες στιγμές (βάπτιση, γάμος), ἕναν Θεό τελετάρχη πού εἶναι ἀναγκαῖος γιά
τίς κοινωνικές μας ἐκδηλώσεις. Προβάλλουμε ἕναν Θεό γαστρεντερολόγο πού
ἀναλύει τίς τροφές πού καταναλώσαμε σέ περίοδο νηστείας καί ὄχι τίς
φωνές πού ἐξαπολύσαμε χαιρέκακα, ὑβριστικά, κουτσομπολίστικα, ὀργισμένα στό συνάνθρωπό μας, ἕναν Θεό
πού συναντᾶμε τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως γιά 10 λεπτά ἔχοντας παραβλέψει τή σταυρική Του πορεία,
ἕναν Θεό πού λάθεψε ὅτι πλησίον εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος ἀνεξαρτήτου
ἐξωτερικῶν διαφορῶν, ἕναν Θεό πού
δίδαξε ἁπλᾶ μία ἀκόμα ἠθική καί ὄχι τήν ὁλοκληρωτική λύτρωσή μας.
Ἐν τέλει προβάλλουμε ἕναν Θεό ἐκποιημένο.
Τά ὅσα κακῶς ἔχουν παρεισφρήσει λόγῳ
ἐλλιποῦς κατηχήσεως εἴτε ἐξαιτίας ἀθρόας ἔνταξης πιστῶν (ἀπό τόν 4ο
κυρίως αἰῶνα λόγῳ ἀνεξιθρησκίας)
πού κουβαλοῦσαν τίς εἰδωλολατρικές
ἤ ἰουδαϊκές δοξασίες τους εἴτε σέ δύσκολους καιρούς (ὑποδουλώσεις καί σκλαβιά) εἶναι ἀναγκαῖο νά ἐξοβελιστοῦν ἀπό
τή θεολογία καί τή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πραγματικά ἀγωνιζόμενος χριστιανός
ὀφείλει νά ἀπαιτήσει τήν κάθαρση τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ἀπό
παρανοήσεις – ἠθελημένες
ἤ μή – νά ἐννοήσει πώς τίποτα στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι τυχαῖο καί νά ἀρνηθεῖ
ὁποιαδήποτε διαστρέβλωση – ὅσο βολική κι ἄν εἶναι – τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ. Ἀντί λοιπόν νά ψαλιδίζουμε τή θεία ἀλήθεια,
καλούμαστε νά μπαλώσουμε τό διάτρητο ἀπό τίς βολές τοῦ πονηροῦ σῶμα
μας καί νά ἐπιδιορθώσουμε τά κουρέλια τῆς δικῆς μας ψυχῆς καί τότε εἶναι
σίγουρο πώς δέν θά νοιώσουμε στήν καρδιά μας ποτέ παγωνιά γιατί ὅποιος
εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθη, Χριστόν ἐνεδύθη.