Απομαγνητοφωνημένο κήρυγμα του π. Χριστοδούλου
Ακούσαμε στη σημερινή Αποστολική περικοπή τον απόστολο Παύλο να λέει, ότι δόθηκε στον καθένα η Χάρις, δηλαδή τα χαρίσματα, ανάλογα με το μέτρο εκείνο που ο Θεός κρίνει. Κάθε άνθρωπος που έρχεται σ’ αυτό τον κόσμο έχει κάποιο χάρισμα. Και αυτό το χάρισμα καλείται να το ανακαλύψει, να το καλλιεργήσει και να μπορέσει να το προσφέρει στον εαυτό του πρώτα, στον Θεό βεβαίως και δια μέσου του Θεού στους άλλους ανθρώπους. Ο καθένας από εμάς όταν καταλάβει, όταν εννοήσει ότι έγινε χριστιανός, όχι απλώς για να έχει μια θρησκεία ως αποκούμπι, αλλά για να έχει ένα νόημα ζωής, το οποίο πρέπει να κοινωνεί και με τους άλλους ανθρώπους, καλείται να ανακαλύψει τα χαρίσματά του, να τα καλλιεργήσει και να τα διαθέσει στην εκκλησία και στον πλησίον.
Εικόνα:Χριστίνα Δουληγέρη – Παπαθέου
Λέμε πως ένας άνθρωπος μπορεί να προσφέρει στην εκκλησία όταν η ΚΛΙΣΗ που έχει, συναντήσει την ΚΛΗΣΗ του Θεού. Δηλαδή, η πρόσκληση του Θεού να συνδυαστεί με την ελεύθερη προαίρεση του ανθρώπου, που εκείνος θα έχει καλλιεργήσει. Έτσι, λέει ο απόστολος Παύλος (στην προς Εφεσίους επιστολή που ακούσαμε σήμερα και στην προς Κορινθίους), ότι ο Θεός έδωσε προφήτες, διδασκάλους, αποστόλους κ.λπ. Και στη Θεία Λειτουργία όλα τα χαρίσματα μνημονεύονται. Εγκρατευτές, ασκητές, πατέρες κλπ. Που σημαίνει ότι δεν είμαστε όλοι για όλα. Που σημαίνει ότι άλλοι άνθρωποι έχουν ένα χάρισμα, άλλοι περισσότερα και το ζήτημα είναι πως θα τα βρούμε, να τα καλλιεργήσουμε και να τα διαθέσουμε στους άλλους.
Κάποιος για παράδειγμα, ο οποίος έχει ταλέντο στον λόγο, καλείται να το καλλιεργήσει (διότι δεν του το έδωσε ο Θεός τυχαία) και να μπορέσει αυτό το χάρισμα να το προσφέρει στους άλλους και το χαρισμά του αντί να ακπίπτει σε αργολογία ή σε κουτσομπολιό ή σε κατάκριση, να το έχει για να οικοδομεί. Ένας άλλος άνθρωπος, ο οποίος έχει ένα τάλαντο στο να προσφέρει εθελοντικά, καλό είναι αυτό να μην το κρατήσει για την οικογένειά του, αλλά να μπορέσει να το προσφέρει στους άλλους ανθρώπους. Όταν μιλάμε για την εκκλησία είναι ευνόητο. Τόσα πολλά υπάρχουν που μπορεί κανείς να προσφέρει. Κι όταν μιλάμε για τον κόσμο, επίσης τόσα πολλά υπάρχουν που μπορεί να προσφέρει ένας άνθρωπος, όταν έχει διάθεση αντί να κλείνεται στον εαυτό του και να κάνει τα δικά του, να τα δίνει στους άλλους και να είναι έτσι αρεστός στον Θεό και να νιώθει ότι έχει ένα νόημα να υπάρχει σε αυτό τον κόσμο.
Υπάρχουν πάρα πολλά χαρίσματα, τα οποία ένας άνθρωπος όταν τα ανακαλύψει μπορεί να νιώσει ότι ο λόγος για τον οποίο βρέθηκε σε τούτο δω τον κόσμο δεν είναι για να τρώει, να καταναλώνει και να ξεκουράζεται, αλλά κάτι πέρα απ’ όλα αυτά. Έτσι, μ’ αυτό τον τρόπο υπάρχουν χαρίσματα μέσα στην εκκλησία. Κάποιο γινόμαστε ιερείς, κάποιοι μοναχοί. Όμως πολλοί από εμάς δεν έχουμε βρει ακριβώς τα χαρίσματά μας και πολλές φορές, όπως συμβαίνει ακριβώς και στην περίπτωση που αναλύει ο απόστολος Παύλος στους Εφεσίους, μπορεί να νομίζουμε ότι μπορούμε να τα κάνουμε όλα ή να ζηλεύουμε και να κατακρίνουμε κάποιον άλλο που έχει περισσότερα χαρίσματα από τα δικά μας ή ακόμη χειρότερο, παρότι είμαστε ιερείς ή μοναχοί, να μην έχουμε βρει ποια είναι πραγματικά η κλίση μας και έτσι να μοιάζουμε στα μάτια των ανθρώπων αστείοι.
Θα πρέπει να διερευνήσουμε το τι είναι η κλίση, το τάλαντο που έχει ο κάθε άνθρωπος, αυτός που ίσως να μην είναι προορισμένος να κάνει κάτι εμφανές μέσα στην εκκλησία, να αναρωτηθούμε για την ευθύνη που έχει ο καθένας σ’ αυτό τον κόσμο. Για να ακριβολογήσουμε: δεν υπάρχει κανείς μα κανείς άνθρωπος που να μην έχει ένα τάλαντο, ένα χάρισμα. Όπως λέει η αντίστοιχη παραβολή, υπάρχει μόνο εκείνος που το έχει κρύψει. Είτε γιατί δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να το μάθει, γιατί έβαλε άλλες προτεραιότητες στη ζωή του, που μπορεί να είναι το χρήμα, μπορεί να είναι η δόξα. Είτε γιατί στην ζωή του δεν έμαθε να αγωνίζεται κι έτσι αφέθηκε, εγκαταλείφθηκε, έπεσε σε ακηδία και τα χαρίσματα που του ‘δωσε ο Θεός τα υποτιμάει και ζηλεύει ή ζηλοφθονεί για τα χαρίσματα των άλλων.
Για παράδειγμα, μια γυναίκα που μπορεί να έχει ένα χάρισμα στο να μεγαλώσει σωστά τα παιδιά της ζηλεύει κάποια άλλη η οποία είναι καλλιτέχνις και τραγουδάει ωραία ή κάποια που σπούδασε και αισθάνεται έτσι να μηδενίζεται η ίδια, αυτοοικτίρεται, αυτοκαταδικάζεται. Ενώ ο Θεός μπορεί να της έχει δώσει ένα πολύ μεγάλο χάρισμα. Να προσφέρει αγάπη στα παιδιά της, στην οικογένειά της. Και καθώς περνάν τα χρόνια και το μαθαίνει αυτό να ανακαλύψει ότι αυτό το χάρισμα μπορεί να το κάνει και κάτι παραπάνω. Να το προσφέρει στους ανθρώπους. Είναι τόσα πολλά, και δυστυχώς έτσι όπως είναι η κατάσταση θα είναι ακόμα περισσότερα τα προβλήματα στον κόσμο και στην χώρα μας, που θα πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβουμε ότι δεν μπορεί να πληρώνονται όλα, αλλά ότι η προσφορά είναι ένα πολύ σπουδαίο πράγμα.
Στη χώρα μας δυστυχώς ο εθελοντισμός είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Δύσκολα οι άνθρωποι θα ξεκουνηθούν από την ιδιωτικότητά τους, από την ατομική αντίληψη που έχουν για την ζωή τους για να πάνε να προσφέρουν δωρεάν κάτι. Πρέπει να γίνει κάτι πολύ σημαντικό, πολύ άσχημο για να το κάνουν.
Αυτό είναι κι ένας δείκτης για το ότι δυστυχώς έχουμε ξεχάσει ότι τα χαρίσματα δεν τα δίνει ο Θεός για να πουλιούνται, αλλά τα δίνει για να προσφέρονται. Και αν ένας άνθρωπος μέσα από αυτό μπορεί να κάνει κι ένα επάγγελμα αντίστοιχο να δοξάζει τον Θεό, να Τον ευχαριστεί γι’ αυτά που του έδωσε, για την ικανότητά του για την μάθηση, για την καλλιτεχνία, για την επιστήμη, για ό,τιδήποτε είναι αυτό και να μην επαίρεται ότι αυτός το έκανε μόνος του. Γιατί συνήθως έτσι κάνουμε. Και συνήθως ακόμα βλέπουμε υποτιμητικά τους άλλους που δεν έχουν, τους δημιουργούμε προβλήματα κ.ο.κ.
Έδωσε, λοιπόν, ο Θεός χαρίσματα στον καθένα από εμάς. Και το κάθε χάρισμα όσο μικρό κι αν φαίνεται μπορεί να είναι πολύ σπουδαίο όταν βγει απ’ τα στενά πλαίσια του σπιτιού μας και γίνει διακονία στο πρόσωπο του πλησίον. Ένας άνθρωπος μπορεί να μην έχει σπουδάσει τίποτα για παράδειγμα, αλλά να πηγαίνει στα σπίτια αρρώστων, γερόντων, και να τους στηρίζει, να τους κρατάει συντροφιά και να μην κάθεται να γκρινιάζει όλη την ώρα για το τι κάνει το κράτος, αλλά εκείνος να έχει βγει από τα στενά πλαίσια της ζωής του και να έχει γίνει κάποιος που αισθάνεται ότι έχει νόημα να ζει.
Κάποιος άλλος που του ‘δωσε ο Θεός το νου να μπορέσει να ακολουθήσει τα γράμματα και έχει ένα επάγγελμα με το οποίο μπορεί να προσφέρει, να μην μένει στο ότι έχει την ταρίφα του για τα πάντα, αλλά να νοιάζεται (δόξα τω Θεώ υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι άνθρωποι) να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε ανθρώπους που είναι ανήμποροι. Ένας γιατρός, ένας δικηγόρος, ένας καθηγητής κι ένα σωρό άλλα επαγγέλματα. Τι ωραίο θα ήτανε να μπορεί να δίνει στους φτωχούς δωρεάν τις υπηρεσίες του. Και πόσοι, όσοι το έκαναν, δεν ένιωσαν μια μεγάλη χαρά καθώς προχωρούσε η ζωή τους…
Πήγα πρόσφατα στην κηδεία ενός γιατρού, ο οποίος είχε την ευλογία να πεθάνει σε πολύ μεγάλη ηλικία κι ήταν εκεί πολύς κόσμος. Τι ήταν όλοι αυτοί; Δεν τους ξέραμε. Δεν ήταν συγγενείς. Ήταν όλοι αυτοί που είχαν ευεργετηθεί μέσα στα χρόνια από αυτόν και ένιωσαν την ανάγκη να πάνε στην κηδεία του, να τον τιμήσουν. Γιατί εκείνος ξεπερνούσε τα στενά όρια «τόσο σπούδασα, τόσο θα πληρωθώ». Κι είχε κάνει το χάρισμά του διακονία στον άνθρωπο.
Έδωσε, λοιπόν, τα χαρίσματά του ο Θεός κατά το μέτρο που Εκείνος κρίνει. Δεν μπορούμε να το ξέρουμε γιατί ένας άνθρωπος γεννιέται με αυτά κι ένας άλλος με άλλα χαρίσματα ή κάποιος άλλος με λιγότερα. Κατά το μέτρο που Εκείνος κρίνει, αλλά που το μέτρο αυτό γίνεται κοινό σε όλους μας όταν γίνει διακονία. Κι έδωσε το μέτρο αυτό των χαρισμάτων για να πορευτούμε όλοι προς μια πνευματική ενηλικίωση. Για να φτάσουμε, όπως λέει στο τέλος της περικοπής, στο μέτρο του πληρώματος της ηλικίας του Χριστού. Που σημαίνει δηλαδή να προχωρήσουμε προς την αγιότητα. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο να καθηλώνει τον άνθρωπο στην ζωή του, από το να κλείνεται στον εαυτό του και είτε (όπως είπαμε) να θεωρεί ότι όλα πουλιούνται, είτε να γκρινιάζει ασταμάτητα για το τι δεν κάνουν οι άλλοι, ενώ ο ίδιος μένει άπραγος και περνάει η ζωή έτσι και χάνεται και σιγά-σιγά και ο ίδιος χάνει οποιαδήποτε εκτίμηση στον εαυτό του.
Το μέτρο της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού έρχεται στον άνθρωπο καθώς μαθαίνει να προσφέρει. Να θυμηθούμε την παραβολή της μελλούσης κρίσεως που μιλάει για εκείνους που πήγαν στις φυλακές και νοιάστηκαν για αρρώστους κ.λπ. Να θυμηθούμε ότι η ερμηνεία εκείνης της παραβολής δεν εννοεί τις φυλακές και τους αρρώστους μόνο. Εννοεί έναν ολόκληρο τρόπο ζωής, που καθώς ο άνθρωπος, τον ζει, τον βιώνει, καθώς βγαίνει απ’ τα στενά πλαίσια της προσωπικής του ζωής, αρχίζει να καταλαβαίνει περισσότερο και την έννοια του Θεού και την έννοια του πλησίον και την έννοια του συνανθρώπου, μαλακώνει η ψυχή του. Κι ό,τι κάνει, σιγά-σιγά (γρήγορα δεν γίνεται) τον οδηγεί στο να μάθει τι θα πει αγαπώ, νοιάζομαι και άρα υπάρχω.
Να δίνει ο Θεός να αφυπνιζόμαστε, να καταλαβαίνουμε και να μην θάβουμε το τάλαντό μας, γιατί μόνο αυτός που το θάβει στα μάτια του Θεού φαίνεται στην πραγματικότητα άχρηστος. Όλοι οι άλλοι είμαστε προορισμένοι να επιτελέσουμε ένα σκοπό πάνω σε τούτη τη γη. Να δώσει ο Θεός να το κάνουμε, ειδικά στα χρόνια που έρχονται. Αμήν.