Ο ΑΡΧΙΣΥΝΑΓΩΓΟΣ, Η ΑΙΜΟΡΡΟΟΥΣΑ ΚΙ ΕΜΕΙΣ…

Στα Άρθρα by Ιερός ναός Ταξιαρχών Μοσχάτου

               

(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Χριστοδούλου)

Στη ση­με­ρι­νή πε­ρι­κο­πή του ευ­αγ­γε­λί­ου α­κού­σα­με δύ­ο δι­η­γή­σεις, οι ο­ποί­ες σχε­τί­ζον­ται με­τα­ξύ τους τό­σο χρο­νι­κά, (συ­νέ­βη­σαν πε­ρί­που το ί­διο δι­ά­στη­μα) ό­σο και α­πό πλευ­ράς νο­ή­μα­τος. Έ­χουν να κά­νουν με τον θά­να­το, την αρ­ρώ­στια και την φθο­ρά.
Στο πρώ­το πε­ρι­στα­τι­κό, έ­νας δι­α­πρε­πής Ι­ου­δαί­ος, έ­νας ε­πι­κε­φα­λής της συ­να­γω­γής, προ­φα­νώς νο­μο­δι­δά­σκα­λος, τα­πει­νω­μέ­νος και συν­τε­τριμ­μέ­νος α­π’ την θα­νά­σι­μη αρ­ρώ­στια τού παι­διού του, α­φή­νει στην ά­κρη τα προ­σχή­μα­τα, τις γνώ­σεις του πά­νω στον νό­μο, την «ορ­θο­δο­ξί­α» του αν θέ­λε­τε και πη­γαί­νει να πα­ρα­κα­λέ­σει αυ­τόν τον δι­α­φο­ρε­τι­κό δι­δά­σκα­λο, πα­ρό­τι ή­δη, ό­πως γνω­ρί­ζου­με, για τους πε­ρισ­σό­τε­ρους νο­μο­μα­θείς ο Χρι­στός ή­ταν έ­νας αι­ρε­τι­κός. Πέ­φτει στα πό­δια του και Τον πα­ρα­κα­λεί. Μπρο­στά στον βέ­βαι­ο κίν­δυ­νο να πε­θά­νει το παι­δί του δεν δι­στά­ζει για τί­πο­τα. Κά­τι μέ­σα στην ψυ­χή του, βα­θιά, μυ­στι­κά, φαί­νε­ται να τον πλη­ρο­φο­ρεί ό­τι ό­λα ό­σα κύ­ρητ­τε ο Χρι­στός εί­χαν να κά­νουν με την ου­σί­α κι ό­χι με τον τύ­πο που  ο ί­διος κή­ρυτ­τε και ά­κου­γε μέ­σα στην συ­να­γω­γή του. Κά­τι βα­θιά μέ­σα στην ύ­παρ­ξή του κα­θώς τα­πει­νώ­θη­κε α­κού­σια τον ο­δη­γεί σε μια ε­κού­σια τα­πεί­νω­ση, ού­τως ώ­στε να α­να­γνω­ρί­σει στον λό­γο της α­γά­πης του Κυ­ρί­ου την α­λή­θεια. 
 
Ο άν­θρω­πος αυ­τός λε­γό­ταν Ι­ά­ει­ρος. Κι ό­πως λέ­νε οι ερ­μη­νευ­τές πρό­κει­ται «Ο Θε­ός φω­τί­ζει» ή «ο Θε­ός α­νι­στά». Και γι’ αυ­τό οι ερ­μη­νευ­τές ει­κά­ζουν ό­τι το ό­νο­μα αυ­τό του δό­θη­κε αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν έ­γι­νε χρι­στια­νός. Για­τί με­τά α­πό μί­α τέ­τοι­α ο­μο­λο­γί­α, με­τά α­πό έ­να τό­σο με­γά­λο θαύ­μα (α­π’ τα λι­γο­στά θαύ­μα­τα ό­που έ­χου­με α­νά­στα­ση νε­κρού) σί­γου­ρα η ζω­ή του άλ­λα­ξε.
Στο δεύ­τε­ρο πε­ρι­στα­τι­κό, έ­χου­με μί­α α­πό­κλη­ρο της κοι­νω­νί­ας, μί­α γυ­ναί­κα που ζει σε μια βα­θύ­τα­τη μο­να­ξιά. Κι αυ­τό για­τί μια χρό­νια αρ­ρώ­στια (δώ­δε­κα χρό­νια ή­ταν αι­μορ­ρο­ού­σα), που ό­πως λεν οι ερ­μη­νευ­τές και κά­ποι­οι για­τροί, ή­ταν έ­να σο­βα­ρό­τα­το γυ­ναι­κο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα ή έ­νας καρ­κί­νος της μή­τρας, την εί­χε κά­νει ταυ­τό­χρο­να να αι­σθά­νε­ται στο πε­ρι­θώ­ριο της κοι­νω­νί­ας. Δεν εί­ναι η ώ­ρα να α­να­λύ­σου­με το για­τί και το πώς της Πα­λαι­άς Δι­α­θή­κης, να πού­με α­πλώς πως ό­τι δεν μπο­ρού­σε να ε­ξη­γή­σει ο αρ­χαί­ος άν­θρω­πος το δαι­μο­νο­ποι­ού­σε ή το ι­ε­ρο­ποι­ού­σε αν­τί­στοι­χα. Έ­τσι ε­θε­ω­ρεί­το α­κά­θαρ­τη μια γυ­ναί­κα η ο­ποί­α εί­χε ρύ­ση αί­μα­τος-πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δε ό­ταν αι­μορ­ρο­ού­σε τό­σα πολ­λά χρό­νια-για­τί σύμ­φω­να με τήν δι­ά­τα­ξη του Λευ­ι­τι­κού βρι­σκό­ταν στο πε­ρι­θώ­ριο της κοι­νω­νί­ας ως α­κά­θαρ­τη.
Συν­τε­τριμ­μέ­νη α­πό την α­σθέ­νεια αυ­τή που τό­σα χρό­νια την τα­λαι­πω­ρού­σε, μπαί­νει μέ­σα στο πλή­θος που α­κο­λου­θεί τον Χρι­στό. Ντρέ­πε­ται. Ού­τως ή άλ­λως, η θέ­ση της γυ­ναί­κας στην κοι­νω­νί­α ε­κεί­νη την ε­πο­χή ή­ταν πο­λύ υ­πο­δε­έ­στε­ρη των αν­δρών και ε­ξαι­τί­ας και της αν­τι­με­τώ­πι­σης του νό­μου δεν τολ­μού­σε να δει κα­τά πρό­σω­πο τον Χρι­στό. Πη­γαί­νει, λοι­πόν, να Του αγ­γί­ξει την ά­κρη των ρού­χων Του. Εί­ναι τό­σο συν­τε­τριμ­μέ­νη και αυ­τή. Μέ­σα στην α­πελ­πι­σί­α της δεν σκέ­φτε­ται τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά να Τον αγ­γί­ξει. Φαί­νε­ται ό­τι ό­πως και στον Αρ­χι­συ­νά­γω­γο και σ’ αυ­τήν κά­τι λει­τουρ­γεί μυ­στι­κά. Κά­τι την πλη­ρο­φο­ρεί. Σί­γου­ρα μέ­σα στον μι­κρό χώ­ρο της Ι­ε­ρου­σα­λήμ έ­χει α­κού­σει τον Κύ­ριο να δι­δά­σκει, να κη­ρύτ­τει. Κι ο λό­γος αυ­τός, ο δι­α­φο­ρε­τι­κός, που βά­ζει την α­γά­πη πά­νω α­πό τον τύ­πο, τον άν­θρω­πο πά­νω α­πό τον νό­μο, την ου­σί­α πά­νω α­πό τα προ­σχή­μα­τα την κά­νει να Τον πλη­σιά­σει.
Κα­νείς δεν παίρ­νει εί­δη­ση ό­τι α­κουμ­πά­ει το ρού­χο του Χρι­στού, ού­τε οι μα­θη­τές. Ο Κύ­ριος γυρ­νά­ει ό­μως. Θέ­λει να α­να­δεί­ξει το γε­γο­νός, θέ­λει να το δουν ό­λοι. Θέ­λει να α­να­δεί­ξει και την πί­στη της γυ­ναί­κας. Θέ­λει να μι­λή­σει για την πί­στη που σώ­ζει. Θέ­λει να δεί­ξει ό­τι εί­ναι ο Κύ­ριος του θα­νά­του και της ζω­ής. Ποι­ος με α­κούμ­πη­σε; λέ­ει. Οι μα­θη­τές δεν έ­χουν πά­ρει εί­δη­ση. Κα­νείς, λέ­νε. Κι ό­μως γυρ­νά­ει προς την γυ­ναί­κα αυ­τή. Της α­πευ­θύ­νει τον λό­γο, σ’ αυ­τήν την πε­ρι­θω­ρια­κή. Κι ε­κεί­νη, που δεν χρει­ά­ζε­ται να πει πολ­λά για­τί ο Κύ­ριος τα κα­τα­λα­βαί­νει ό­λα, ε­κεί­νη πέ­φτον­τας στα πό­δια Του σώ­ζε­ται. Έ­χει ή­δη θε­ρα­πευ­τεί. Κι ο Χρι­στός της λέ­ει μί­α φρά­ση, αρ­κεί μό­νο αυ­τή. “Η πί­στη σου σε έ­σω­σε, να έ­χεις θάρ­ρος. Πή­γαι­νε στο κα­λό”.
            Η πί­στη σώ­ζει δυ­ο αν­θρώ­πους, που κι οι δυ­ο εί­χαν λό­γους πά­ρα πολ­λούς για να έ­χουν δι­α­λυ­θεί α­πό την θλί­ψη, να έ­χουν βυ­θι­στεί στην α­πελ­πι­σί­α, στην κα­τά­θλι­ψη. Η πί­στη τους σώ­ζει, αλ­λά πώς; Ε­νερ­γά, χει­ρο­πια­στά, ό­χι θε­ω­ρη­τι­κά. Η πί­στη μάς σώ­ζει, για­τί ό­ταν α­πο­φα­σί­σου­με να βά­λου­με στην ά­κρη το ε­γώ μας, να νι­ώ­σου­με συν­τρι­βή και να τα­πει­νω­θού­με ε­κου­σί­ως με­τά την ό­ποι­α α­κού­σια τα­πεί­νω­ση, α­νοί­γει η ψυ­χή μας, α­νοί­γει το μυα­λό μας και βλέ­που­με τα πράγ­μα­τα κα­θα­ρά. Ας το προ­σέ­ξου­με και πά­λι. Ο έ­νας εί­χε κά­θε λό­γο να εί­ναι ε­χθρός τού Χρι­στού, πο­λέ­μιός Του. Και η άλ­λη να μι­σεί κά­θε θρη­σκευ­τι­κό άν­θρω­πο. Την εί­χαν κά­νει πέ­ρα. Κι ό­μως πι­στεύ­ουν και σώ­ζον­ται.
            Και, να, που στε­κό­μα­στε ε­μείς ε­δώ, δυ­ο χι­λιά­δες χρό­νια με­τά, α­πέ­ναν­τι στον θά­να­το, στην φθο­ρά. Ό,τι και να κά­νου­με, ό­σο κι αν φω­νά­ζου­με, ό­σο κι αν πα­ρα­πο­νι­ό­μα­στε και φο­βό­μα­στε για τα οι­κο­νο­μι­κά και για ο,τι­δή­πο­τε άλ­λο, στο βά­θος ο φό­βος εί­ναι έ­νας. Φο­βό­μα­στε την αρ­ρώ­στια και τον θά­να­το. Υ­πάρ­χει γύ­ρω μας σε τε­ρά­στιο βαθ­μό. Κά­θε τό­σο κά­ποι­ος δι­κός μας άν­θρω­πος αρ­ρω­σταί­νει. Αρ­ρω­σταί­νει θα­νά­σι­μα, αρ­ρω­σταί­νει α­πό μα­κρο­χρό­νι­ες α­σθέ­νει­ες. Κά­θε τό­σο κά­ποι­ος άν­θρω­πος δι­κός μας πε­θαί­νει και μά­λι­στα σε νε­α­ρή η­λι­κί­α. Πό­λε­μοι γί­νον­ται παν­τού κι έ­νας φό­βος υ­πάρ­χει μην γί­νει ξα­νά και στον δι­κό μας τό­πο που ‘­ναι πο­τι­σμέ­νος α­πό αί­μα­τα. Έ­νας φό­βος που στρέ­φει πολ­λούς α­πό ε­μάς στο κε­νό, στο τί­πο­τα. Μας έ­στρε­ψε χρό­νια τώ­ρα να κυ­νη­γά­με τα υ­λι­κά. Άλ­λους μας στρέ­φει στην θρη­σκεί­α αλ­λά δυ­στυ­χώς γε­μί­ζου­με με ψευ­δο­βε­βαι­ό­τη­τες και δεν α­νοί­γου­με την καρ­διά μας. Πα­ρι­στά­νου­με ό­τι έ­χου­με νι­κή­σει τον θά­να­το και μι­λά­με με στόμ­φο για την α­νά­στα­ση, πολ­λές φο­ρές κι ε­μείς οι ι­ε­ρείς. Αλ­λά κά­θε βρά­δυ που πά­με να κοι­μη­θού­με η ψυ­χή μας σφίγ­γε­ται α­π’ τον φό­βο του θα­νά­του, μή­πως αύ­ριο έρ­θει η δι­κή μας σει­ρά.
Πώς νι­κι­έ­ται ο θά­να­τος ά­ρα­γε; Ό­χι σί­γου­ρα με βε­βαι­ό­τη­τες. Ού­τως ή άλ­λως η χρι­στι­α­νι­κή μας πί­στη δεν μι­λά­ει για βε­βαι­ό­τη­τες. Στο σύμ­βο­λο της πί­στε­ως λέ­με “προσ­δο­κώ α­νά­στα­ση νε­κρών”. Πώς την προσ­δο­κώ; Ό­ταν προ­σα­να­το­λί­ζω ό­λη μου την ζω­ή προς την α­λή­θεια. Ό­ταν θυ­μά­μαι ό­τι υ­πάρ­χει θά­να­τος και δεν τον α­πω­θώ. Δεν τον ξε­χνώ. Δεν κά­νω πως δεν υ­πάρ­χει. Ό­ταν θυ­μά­μαι κά­θε μέ­ρα ό­τι γύ­ρω μου υ­πάρ­χει τό­σο πο­λύ α­δι­κί­α, τό­σο πο­λύ πό­νος, τό­σο πο­λύ μο­να­ξιά σαν την μο­να­ξιά της αι­μορ­ρο­ού­σας. Τό­σοι άν­θρω­ποι στο πε­ρι­θώ­ριο της ζω­ής που συ­νή­θως εύ­κο­λα τους κα­τη­γο­ρώ. Αύ­ριο μπο­ρεί να εί­μαι στην θέ­ση τους, ά­νερ­γος, χω­ρίς χρή­μα­τα, χω­ρίς βο­ή­θεια. Αύ­ριο μπο­ρεί να ‘­χω κά­νει έ­να τε­ρά­στιο λά­θος και η κοι­νω­νί­α να με βά­λει στο πε­ρι­θώ­ριο. Αύ­ριο μπο­ρεί να σα­πί­ζει το κορ­μί μου κι ε­μέ­να α­πό μια αρ­ρώ­στια. Ποι­α εί­ναι η λύ­ση α­πέ­ναν­τι στον θά­να­το; Ό­χι σί­γου­ρα τα με­γά­λα λό­για.
Προσ­δο­κού­με α­νά­στα­ση νε­κρών, αλ­λά πάν­τα υ­πάρ­χει έ­νας τρό­πος. Έ­νας και μο­να­δι­κός γι’ αυ­τή την α­νά­στα­ση των νε­κρών. Πρώ­τ’ α­π’ ό­λα να θυ­μό­μα­στε ό­τι θα πε­θά­νου­με και να μην πα­ρι­στά­νου­με τους αι­ώ­νιους. Να έ­χου­με την ε­πί­γνω­ση ό­τι κά­θε μέ­ρα μας εί­ναι ση­μαν­τι­κή και α­νε­πα­νά­λη­πτη και δεν θα ‘ρ­θει άλ­λη. Να την ζού­με αυ­τή την μέ­ρα με ευ­χα­ρι­στί­α. Να μην ξε­χνι­ό­μα­στε σαν τον ά­φρο­να πλού­σιο σκε­πτό­με­νοι ό­λη την ώ­ρα τις δι­κές μας α­πο­θή­κες, έ­στω κι αν εί­ναι μι­κρού­λες. Δεν μας σώ­ζει αυ­τό, εί­τε μι­κρές ή με­γά­λες οι α­πο­θή­κες, ό­ταν ξε­χνι­ό­μα­στε και πέ­φτει ο νους κι η ψυ­χή σε μια τεμ­πε­λιά, σε μια α­κη­δί­α πε­ρί­ερ­γη και χά­νε­ται ο χρό­νος και χα­νό­μα­στε κι ε­μείς μα­ζί. Αυ­τό δεν εί­ναι ζω­ή.
Ού­τε να μοι­ά­ζου­με σαν ε­κεί­νο τον άλ­λο πλού­σιο της πα­ρα­βο­λής, που οι Λά­ζα­ροι ή­ταν έ­ξω α­πό την πόρ­τα του, πει­νού­σαν, υ­πέ­φε­ραν, κι ε­κεί­νος κα­θό­ταν ι­κα­νο­ποι­η­μέ­νος μέ­σα με τα κα­λά του ρού­χα. Πολ­λές φο­ρές μοι­ά­ζου­με κι ε­μείς μ’ αυ­τόν τον πλού­σιο. Και κά­ποι­οι ι­ε­ρείς με τα πο­λυ­τε­λή μας άμ­φια. Κι οι υ­πό­λοι­ποι με τα πο­λυ­τε­λή μας ρού­χα και σπί­τια και αυ­το­κί­νη­τα, που τώ­ρα φο­βό­μα­στε τό­σο πο­λύ ό­τι θα τα χά­σου­με. Κι ό­μως δεν σκε­φτό­μα­στε ό­τι υ­πάρ­χουν Λά­ζα­ροι, που κα­θώς ε­μείς θα χά­νου­με πα­ρα­πά­νω την βο­λή μας ε­κεί­νοι δεν θα ‘­χουν ού­τε έ­να πιά­το φα­ΐ να φά­νε.
Και πά­νω α­π’ ό­λα μας φο­βί­ζει ο θά­να­τος. Ο θά­να­τος ο ο­ποί­ος βα­σα­νί­ζει την ψυ­χή και το μυα­λό κά­θε αν­θρώ­που. Λέ­νε οι ει­δι­κοί κι εί­ναι με­γά­λη γνώ­ση και της εκ­κλη­σί­ας αυ­τό, ό­τι δεν υ­πάρ­χει άν­θρω­πος στον κό­σμο α­πό την στιγ­μή που θα κα­τα­λά­βει τον ε­αυ­τό του μέ­χρι να φτά­σει στο τέ­λος της ζω­ής του που να μην φο­βά­ται τον θά­να­το έ­στω και α­συ­νεί­δη­τα. Έ­να σω­ρό πρά­ξεις, αν­τι­δρά­σεις προ­κύ­πτουν α­κρι­βώς α­πό έ­ναν φό­βο θα­νά­του που υ­πάρ­χει μέ­σα μας. Το άγ­χος που μας βα­σα­νί­ζει στην ου­σί­α εί­ναι βα­θύ­τε­ρα έ­να άγ­χος μην πά­θου­με κά­τι. Και σί­γου­ρα το άγ­χος για τον α­φα­νι­σμό μας. Ο φό­βος για το σκο­τά­δι που έ­χουν πολ­λοί α­πό ε­μάς κι έ­να σω­ρό φο­βί­ες, μι­κρό­τε­ρες ή με­γα­λύ­τε­ρες που πολ­λές τις κρύ­βου­με. Φό­βος θα­νά­του και α­νυ­παρ­ξί­ας εί­ναι.
            Και να που στε­κό­μα­στε ε­μείς σή­με­ρα ε­δώ και κά­θε φο­ρά και κά­θε μέ­ρα, στε­κό­μα­στε και α­να­ρω­τι­ό­μα­στε. Τι θα κά­νου­με; Θα πε­ρά­σει η ζω­ή μας με το να φω­νά­ζου­με για έ­να σω­ρό άλ­λα πράγ­μα­τα και ν’ α­φή­νου­με το έ­να και ου­σι­α­στι­κό; Για να το θυ­μό­μα­στε και να πα­νι­κο­βαλ­λό­μα­στε ό­ταν φύ­γει κα΄ποι­ο κον­τι­νό μας πρό­σω­πο και να πλαν­τά­ζει η ψυ­χή μας στον πό­νο; Τι θα κά­νου­με για να νι­κή­σου­με αυ­τό τον θά­να­το που δεν νι­κι­έ­ται με τί­πο­τα; Για­τί ως έ­σχα­τος ε­χθρός, μας πε­ρι­μέ­νει να μας κερ­δί­σει ο θά­να­τος, αλ­λά δια της Α­να­στά­σε­ως του Ι­η­σού Χρι­στού ό­πως λέ­ει ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος, θα κα­ταρ­γη­θεί και θα νι­κη­θεί. Ο πι­στεύ­ων σω­θή­σε­ται.
Οι αρ­χι­συ­νά­γω­γος και η αι­μορ­ρού­σα προ­σεγ­γί­ζουν τον Χρι­στό συν­τε­τριμ­μέ­νοι, τα­πει­νω­μέ­νοι. Ο έ­νας χά­νει το παι­δί του, η άλ­λη έ­χει χά­σει στην ου­σί­α την ζω­ή της. Και οι δυ­ο βρί­σκον­ται σε μί­α κα­τά­στα­ση ό­που ο άν­θρω­πος μπο­ρεί να τρελ­λα­θεί, να αλ­λο­φρο­νή­σει, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να μπο­ρεί και να σω­θεί.
Η εμ­πει­ρί­α της εκ­κλη­σί­ας μας εί­ναι σα­φής. Εμ­πει­ρί­α μέ­σα α­π’ τις ζω­ές αν­θρώ­πων κι ό­χι α­πό λό­για. Μέ­σα στη κα­τά­στα­ση της τα­πεί­νω­σης (μα­κά­ρι να ‘­ναι και ε­κού­σια, συ­νή­θως α­κού­σια εί­ναι) ε­λευ­θε­ρώ­νε­ται ο άν­θρω­πος α­π’ ό­λες την φί­λαυ­τία του. Α­π’ ό­λα αυ­τά που τον κά­νου­νε να πα­ρι­στά­νει τά­χα ό­τι εί­ναι σπου­δαι­ό­τε­ρος α­πό τους άλ­λους, κα­λύ­τε­ρος, δι­α­φο­ρε­τι­κός. Α­πε­λευ­θε­ρώ­νε­ται α­πό τον φό­βο που μπο­ρεί να έ­χει για τους άλ­λους. Πό­σες φο­ρές δεν νι­ώ­σα­με σ’ έ­να νο­σο­κο­μεί­ο κον­τά στους άλ­λους αν­θρπώ­πους, ε­νώ με­ρι­κές μέ­ρες πριν, προ­τού εκ­δη­λω­θεί η α­σθέ­νεια η δι­κή μας ή κά­ποι­ου δι­κού μας, τους φο­βό­μα­σταν κι­ό­λας, ή τους κοι­τού­σα­με κα­χύ­πο­πτα. Πό­σες φο­ρές μπρο­στά σ’ έ­να νε­κρο­τα­φεί­ο δεν κοι­τά­ξα­με τους άλ­λους στα δι­πλα­νά μνή­μα­τα και νι­ώ­σα­με τό­σο πο­λύ αλ­λη­λέγ­γυ­οι μα­ζί τους, ε­νώ με­ρι­κές μέ­ρες πριν κλεί­να­με βι­α­στι­κά την πόρ­τα του α­σαν­σέρ ή του δι­α­με­ρί­σμα­τος ξέ­νοι κι α­δι­ά­φο­ροι;
Η ελ­πί­δα του αν­θρώ­που βρί­σκε­ται στην ε­λευ­θε­ρί­α του α­π’ τον ε­γω­ι­σμό του. Η ελ­πί­δα του αν­θρώ­που βρί­σκε­ται στην α­νάγ­κη του να α­πε­λευ­θε­ρώ­σει μέ­σα του την πεί­να και την δί­ψα για το ε­πέ­κει­να, την υ­παρ­ξια­κή α­γω­νί­α και να μην την θά­βει μπρο­στά στα με­γά­λα ε­ρω­τή­μα­τα “ποι­ος εί­μαι, α­πό πού προ­έρ­χο­μαι, που θα πά­ω;”
Η ελ­πί­δα μας εί­ναι να θυ­μό­μα­στε κά­θε μέ­ρα τον θά­να­το για να ζού­με κά­θε μέ­ρα την ζω­ή. “Πάν­το­τε χαί­ρε­τε, εν παν­τί ευ­χα­ρι­στεί­τε” λέ­ει ο α­πό­στο­λος Παύ­λος προ­σα­να­το­λί­ζον­τας την ζω­ή σ’ έ­ναν άλ­λο τρό­πο ύ­παρ­ξης. Θα πει κά­ποι­ος: “τι θα πει να ευ­χα­ρι­στώ, τι θα πει να χαί­ρο­μαι;” Το λέ­με συ­νε­χώς, θα το λέ­με α­στα­μά­τη­τα και στα χρό­νια τα δύ­σκο­λα που έρ­χον­ται σε κά­θε Θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Θα πει να α­να­γνω­ρί­σω πως το με­γά­λο δώ­ρο που μου έ­δω­σε ο Θε­ός, την ζω­ή, πρέ­πει με έ­ναν τρό­πο να Του την αν­τι­προ­σφέ­ρω, να Του την γυ­ρί­σω πί­σω ως ευ­χα­ρι­στί­α. Πώς; Με το να χαί­ρο­μαι και να α­γα­πώ τον Κύ­ριο και τόν πλη­σί­ον κά­θε στιγ­μή.
Κά­θε στιγ­μή, κά­θε λε­πτό, κά­θε ώ­ρα, κά­θε μέ­ρα εί­ναι έ­να δώ­ρο του Θε­ού πο­λύ­τι­μο, που μας το έ­δω­σε ό­χι για να ο­νει­ρευ­ό­μα­στε πλού­τη, τα­ξί­δια, με­γα­λεί­α. Να το χαι­ρό­μα­στε με τους αν­θρώ­πους που α­γα­πά­με, με τον ε­αυ­τό μας. Και να κά­νου­με ό­λη αυ­τή την χα­ρά, προ­σφο­ρά και στους άλ­λους, ό­σο μπο­ρεί ο κα­θέ­νας. Πολ­λές φο­ρές α­πο­γο­η­τευ­ό­μα­στε και λέ­με «ή ό­λα ή τί­πο­τα». Δεν εί­ναι έ­τσι. Α­νοί­γο­μαι λί­γο, έρ­χε­ται η χά­ρις του Θε­ού και α­να­πλη­ρώ­νει. Δεν α­νοί­γο­μαι κα­θό­λου, κλεί­νο­μαι στον ε­αυ­τό μου, με τρώ­ει η κα­τά­θλι­ψη. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό ε­μάς εί­μα­στε κλει­σμέ­νοι στην κυ­ρι­ο­λε­ξί­α στα σπί­τια μας. Οι νε­ό­τε­ροι μ’ έ­να μη­χά­νη­μα μπρο­στά τους, οι με­γα­λύ­τε­ροι με μια τη­λε­ό­ρα­ση μπρο­στά τους. Κι ο και­ρός περ­νά­ει και χά­νε­ται.
            Ο Χρι­στός λέ­ει στην αι­μορ­ρο­ού­σα “να έ­χεις θάρ­ρος, η πί­στη σου σε έ­σω­σε”. Σ’ ε­μάς λέ­ει, “η πί­στη σας θα σας σώ­σει. Πη­γαί­νε­τε στο κα­λό. Πο­ρευ­τεί­τε την ζω­ή σας δι­α­φο­ρε­τι­κά. Ό­σοι κα­τα­λά­βα­τε, ό­σοι εί­δα­τε την μα­ται­ό­τη­τα του δι­κού σας βί­ου αλ­λά αν­τι­λαμ­βά­νε­στε και την μα­ται­ό­τη­τα του βί­ου γύ­ρω, αλ­λοι­ω­θεί­τε, πο­ρευ­θεί­τε προς το α­γα­θό.” Αυ­τή εί­ναι η δι­δα­σκα­λί­α της εκ­κλη­σί­ας μας. Δεν σώ­ζε­ται κα­νείς με α­φη­ρη­μέ­νες προ­σευ­χές. Δεν σώ­ζε­ται κα­νείς με ψευ­δαι­σθή­σεις. Ο Κύ­ριος μας κα­λεί σ’ έ­να τρό­πο σκέ­ψης, σ’ έ­να τρό­πο αν­τί­λη­ψης, σ’ έ­να τρό­πο να ζού­με την κά­θε μέ­ρα. Ήρ­θε για να κά­νει την ζω­ή Του, ζω­ή μας. Ας μην την σπα­τα­λά­με. Εί­ναι τό­σο ση­μαν­τι­κή, εί­ναι τό­σο σπου­δαί­α, που κά­θε φο­ρά που το ‘­χου­με νι­ώ­σει Τον ευ­χα­ρι­στού­με πραγ­μα­τι­κά.
Να δί­νει ο Θε­ός να πο­ρευ­ό­μα­στε έ­τσι και τον υ­πό­λοι­πο βί­ο μας. Να δί­νει να α­πο­κτού­με αυ­τιά και μά­τια για να κα­τα­λα­βαί­νου­με τα λό­για της Γρα­φής. Για­τί ξέ­ρε­τε, πολ­λά μπο­ρεί να δι­α­ψεύ­στη­καν στα χρό­νια που πέ­ρα­σαν. Το κή­ρυγ­μα του Χρι­στού πα­ρα­μέ­νει πάν­τα μπρο­στά. Μας ε­λέγ­χει. Α­κό­μα κι ε­μάς τους αν­θρώ­πους της εκ­κλη­σί­ας. Και μας κα­λεί στην χα­ρά της βα­σι­λεί­ας Του. Ο έ­χων ώ­τα α­κού­ειν α­κου­έ­τω.