(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Χριστοδούλου)
Στη σημερινή περικοπή του ευαγγελίου ακούσαμε δύο διηγήσεις, οι οποίες σχετίζονται μεταξύ τους τόσο χρονικά, (συνέβησαν περίπου το ίδιο διάστημα) όσο και από πλευράς νοήματος. Έχουν να κάνουν με τον θάνατο, την αρρώστια και την φθορά.
Στο πρώτο περιστατικό, ένας διαπρεπής Ιουδαίος, ένας επικεφαλής της συναγωγής, προφανώς νομοδιδάσκαλος, ταπεινωμένος και συντετριμμένος απ’ την θανάσιμη αρρώστια τού παιδιού του, αφήνει στην άκρη τα προσχήματα, τις γνώσεις του πάνω στον νόμο, την «ορθοδοξία» του αν θέλετε και πηγαίνει να παρακαλέσει αυτόν τον διαφορετικό διδάσκαλο, παρότι ήδη, όπως γνωρίζουμε, για τους περισσότερους νομομαθείς ο Χριστός ήταν ένας αιρετικός. Πέφτει στα πόδια του και Τον παρακαλεί. Μπροστά στον βέβαιο κίνδυνο να πεθάνει το παιδί του δεν διστάζει για τίποτα. Κάτι μέσα στην ψυχή του, βαθιά, μυστικά, φαίνεται να τον πληροφορεί ότι όλα όσα κύρηττε ο Χριστός είχαν να κάνουν με την ουσία κι όχι με τον τύπο που ο ίδιος κήρυττε και άκουγε μέσα στην συναγωγή του. Κάτι βαθιά μέσα στην ύπαρξή του καθώς ταπεινώθηκε ακούσια τον οδηγεί σε μια εκούσια ταπείνωση, ούτως ώστε να αναγνωρίσει στον λόγο της αγάπης του Κυρίου την αλήθεια.
Ο άνθρωπος αυτός λεγόταν Ιάειρος. Κι όπως λένε οι ερμηνευτές πρόκειται «Ο Θεός φωτίζει» ή «ο Θεός ανιστά». Και γι’ αυτό οι ερμηνευτές εικάζουν ότι το όνομα αυτό του δόθηκε αργότερα, όταν έγινε χριστιανός. Γιατί μετά από μία τέτοια ομολογία, μετά από ένα τόσο μεγάλο θαύμα (απ’ τα λιγοστά θαύματα όπου έχουμε ανάσταση νεκρού) σίγουρα η ζωή του άλλαξε.
Στο δεύτερο περιστατικό, έχουμε μία απόκληρο της κοινωνίας, μία γυναίκα που ζει σε μια βαθύτατη μοναξιά. Κι αυτό γιατί μια χρόνια αρρώστια (δώδεκα χρόνια ήταν αιμορροούσα), που όπως λεν οι ερμηνευτές και κάποιοι γιατροί, ήταν ένα σοβαρότατο γυναικολογικό πρόβλημα ή ένας καρκίνος της μήτρας, την είχε κάνει ταυτόχρονα να αισθάνεται στο περιθώριο της κοινωνίας. Δεν είναι η ώρα να αναλύσουμε το γιατί και το πώς της Παλαιάς Διαθήκης, να πούμε απλώς πως ότι δεν μπορούσε να εξηγήσει ο αρχαίος άνθρωπος το δαιμονοποιούσε ή το ιεροποιούσε αντίστοιχα. Έτσι εθεωρείτο ακάθαρτη μια γυναίκα η οποία είχε ρύση αίματος-πολύ περισσότερο δε όταν αιμορροούσε τόσα πολλά χρόνια-γιατί σύμφωνα με τήν διάταξη του Λευιτικού βρισκόταν στο περιθώριο της κοινωνίας ως ακάθαρτη.
Συντετριμμένη από την ασθένεια αυτή που τόσα χρόνια την ταλαιπωρούσε, μπαίνει μέσα στο πλήθος που ακολουθεί τον Χριστό. Ντρέπεται. Ούτως ή άλλως, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία εκείνη την εποχή ήταν πολύ υποδεέστερη των ανδρών και εξαιτίας και της αντιμετώπισης του νόμου δεν τολμούσε να δει κατά πρόσωπο τον Χριστό. Πηγαίνει, λοιπόν, να Του αγγίξει την άκρη των ρούχων Του. Είναι τόσο συντετριμμένη και αυτή. Μέσα στην απελπισία της δεν σκέφτεται τίποτε άλλο παρά να Τον αγγίξει. Φαίνεται ότι όπως και στον Αρχισυνάγωγο και σ’ αυτήν κάτι λειτουργεί μυστικά. Κάτι την πληροφορεί. Σίγουρα μέσα στον μικρό χώρο της Ιερουσαλήμ έχει ακούσει τον Κύριο να διδάσκει, να κηρύττει. Κι ο λόγος αυτός, ο διαφορετικός, που βάζει την αγάπη πάνω από τον τύπο, τον άνθρωπο πάνω από τον νόμο, την ουσία πάνω από τα προσχήματα την κάνει να Τον πλησιάσει.
Κανείς δεν παίρνει είδηση ότι ακουμπάει το ρούχο του Χριστού, ούτε οι μαθητές. Ο Κύριος γυρνάει όμως. Θέλει να αναδείξει το γεγονός, θέλει να το δουν όλοι. Θέλει να αναδείξει και την πίστη της γυναίκας. Θέλει να μιλήσει για την πίστη που σώζει. Θέλει να δείξει ότι είναι ο Κύριος του θανάτου και της ζωής. Ποιος με ακούμπησε; λέει. Οι μαθητές δεν έχουν πάρει είδηση. Κανείς, λένε. Κι όμως γυρνάει προς την γυναίκα αυτή. Της απευθύνει τον λόγο, σ’ αυτήν την περιθωριακή. Κι εκείνη, που δεν χρειάζεται να πει πολλά γιατί ο Κύριος τα καταλαβαίνει όλα, εκείνη πέφτοντας στα πόδια Του σώζεται. Έχει ήδη θεραπευτεί. Κι ο Χριστός της λέει μία φράση, αρκεί μόνο αυτή. “Η πίστη σου σε έσωσε, να έχεις θάρρος. Πήγαινε στο καλό”.
Η πίστη σώζει δυο ανθρώπους, που κι οι δυο είχαν λόγους πάρα πολλούς για να έχουν διαλυθεί από την θλίψη, να έχουν βυθιστεί στην απελπισία, στην κατάθλιψη. Η πίστη τους σώζει, αλλά πώς; Ενεργά, χειροπιαστά, όχι θεωρητικά. Η πίστη μάς σώζει, γιατί όταν αποφασίσουμε να βάλουμε στην άκρη το εγώ μας, να νιώσουμε συντριβή και να ταπεινωθούμε εκουσίως μετά την όποια ακούσια ταπείνωση, ανοίγει η ψυχή μας, ανοίγει το μυαλό μας και βλέπουμε τα πράγματα καθαρά. Ας το προσέξουμε και πάλι. Ο ένας είχε κάθε λόγο να είναι εχθρός τού Χριστού, πολέμιός Του. Και η άλλη να μισεί κάθε θρησκευτικό άνθρωπο. Την είχαν κάνει πέρα. Κι όμως πιστεύουν και σώζονται.
Και, να, που στεκόμαστε εμείς εδώ, δυο χιλιάδες χρόνια μετά, απέναντι στον θάνατο, στην φθορά. Ό,τι και να κάνουμε, όσο κι αν φωνάζουμε, όσο κι αν παραπονιόμαστε και φοβόμαστε για τα οικονομικά και για ο,τιδήποτε άλλο, στο βάθος ο φόβος είναι ένας. Φοβόμαστε την αρρώστια και τον θάνατο. Υπάρχει γύρω μας σε τεράστιο βαθμό. Κάθε τόσο κάποιος δικός μας άνθρωπος αρρωσταίνει. Αρρωσταίνει θανάσιμα, αρρωσταίνει από μακροχρόνιες ασθένειες. Κάθε τόσο κάποιος άνθρωπος δικός μας πεθαίνει και μάλιστα σε νεαρή ηλικία. Πόλεμοι γίνονται παντού κι ένας φόβος υπάρχει μην γίνει ξανά και στον δικό μας τόπο που ‘ναι ποτισμένος από αίματα. Ένας φόβος που στρέφει πολλούς από εμάς στο κενό, στο τίποτα. Μας έστρεψε χρόνια τώρα να κυνηγάμε τα υλικά. Άλλους μας στρέφει στην θρησκεία αλλά δυστυχώς γεμίζουμε με ψευδοβεβαιότητες και δεν ανοίγουμε την καρδιά μας. Παριστάνουμε ότι έχουμε νικήσει τον θάνατο και μιλάμε με στόμφο για την ανάσταση, πολλές φορές κι εμείς οι ιερείς. Αλλά κάθε βράδυ που πάμε να κοιμηθούμε η ψυχή μας σφίγγεται απ’ τον φόβο του θανάτου, μήπως αύριο έρθει η δική μας σειρά.
Πώς νικιέται ο θάνατος άραγε; Όχι σίγουρα με βεβαιότητες. Ούτως ή άλλως η χριστιανική μας πίστη δεν μιλάει για βεβαιότητες. Στο σύμβολο της πίστεως λέμε “προσδοκώ ανάσταση νεκρών”. Πώς την προσδοκώ; Όταν προσανατολίζω όλη μου την ζωή προς την αλήθεια. Όταν θυμάμαι ότι υπάρχει θάνατος και δεν τον απωθώ. Δεν τον ξεχνώ. Δεν κάνω πως δεν υπάρχει. Όταν θυμάμαι κάθε μέρα ότι γύρω μου υπάρχει τόσο πολύ αδικία, τόσο πολύ πόνος, τόσο πολύ μοναξιά σαν την μοναξιά της αιμορροούσας. Τόσοι άνθρωποι στο περιθώριο της ζωής που συνήθως εύκολα τους κατηγορώ. Αύριο μπορεί να είμαι στην θέση τους, άνεργος, χωρίς χρήματα, χωρίς βοήθεια. Αύριο μπορεί να ‘χω κάνει ένα τεράστιο λάθος και η κοινωνία να με βάλει στο περιθώριο. Αύριο μπορεί να σαπίζει το κορμί μου κι εμένα από μια αρρώστια. Ποια είναι η λύση απέναντι στον θάνατο; Όχι σίγουρα τα μεγάλα λόγια.
Προσδοκούμε ανάσταση νεκρών, αλλά πάντα υπάρχει ένας τρόπος. Ένας και μοναδικός γι’ αυτή την ανάσταση των νεκρών. Πρώτ’ απ’ όλα να θυμόμαστε ότι θα πεθάνουμε και να μην παριστάνουμε τους αιώνιους. Να έχουμε την επίγνωση ότι κάθε μέρα μας είναι σημαντική και ανεπανάληπτη και δεν θα ‘ρθει άλλη. Να την ζούμε αυτή την μέρα με ευχαριστία. Να μην ξεχνιόμαστε σαν τον άφρονα πλούσιο σκεπτόμενοι όλη την ώρα τις δικές μας αποθήκες, έστω κι αν είναι μικρούλες. Δεν μας σώζει αυτό, είτε μικρές ή μεγάλες οι αποθήκες, όταν ξεχνιόμαστε και πέφτει ο νους κι η ψυχή σε μια τεμπελιά, σε μια ακηδία περίεργη και χάνεται ο χρόνος και χανόμαστε κι εμείς μαζί. Αυτό δεν είναι ζωή.
Ούτε να μοιάζουμε σαν εκείνο τον άλλο πλούσιο της παραβολής, που οι Λάζαροι ήταν έξω από την πόρτα του, πεινούσαν, υπέφεραν, κι εκείνος καθόταν ικανοποιημένος μέσα με τα καλά του ρούχα. Πολλές φορές μοιάζουμε κι εμείς μ’ αυτόν τον πλούσιο. Και κάποιοι ιερείς με τα πολυτελή μας άμφια. Κι οι υπόλοιποι με τα πολυτελή μας ρούχα και σπίτια και αυτοκίνητα, που τώρα φοβόμαστε τόσο πολύ ότι θα τα χάσουμε. Κι όμως δεν σκεφτόμαστε ότι υπάρχουν Λάζαροι, που καθώς εμείς θα χάνουμε παραπάνω την βολή μας εκείνοι δεν θα ‘χουν ούτε ένα πιάτο φαΐ να φάνε.
Και πάνω απ’ όλα μας φοβίζει ο θάνατος. Ο θάνατος ο οποίος βασανίζει την ψυχή και το μυαλό κάθε ανθρώπου. Λένε οι ειδικοί κι είναι μεγάλη γνώση και της εκκλησίας αυτό, ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο από την στιγμή που θα καταλάβει τον εαυτό του μέχρι να φτάσει στο τέλος της ζωής του που να μην φοβάται τον θάνατο έστω και ασυνείδητα. Ένα σωρό πράξεις, αντιδράσεις προκύπτουν ακριβώς από έναν φόβο θανάτου που υπάρχει μέσα μας. Το άγχος που μας βασανίζει στην ουσία είναι βαθύτερα ένα άγχος μην πάθουμε κάτι. Και σίγουρα το άγχος για τον αφανισμό μας. Ο φόβος για το σκοτάδι που έχουν πολλοί από εμάς κι ένα σωρό φοβίες, μικρότερες ή μεγαλύτερες που πολλές τις κρύβουμε. Φόβος θανάτου και ανυπαρξίας είναι.
Και να που στεκόμαστε εμείς σήμερα εδώ και κάθε φορά και κάθε μέρα, στεκόμαστε και αναρωτιόμαστε. Τι θα κάνουμε; Θα περάσει η ζωή μας με το να φωνάζουμε για ένα σωρό άλλα πράγματα και ν’ αφήνουμε το ένα και ουσιαστικό; Για να το θυμόμαστε και να πανικοβαλλόμαστε όταν φύγει κα΄ποιο κοντινό μας πρόσωπο και να πλαντάζει η ψυχή μας στον πόνο; Τι θα κάνουμε για να νικήσουμε αυτό τον θάνατο που δεν νικιέται με τίποτα; Γιατί ως έσχατος εχθρός, μας περιμένει να μας κερδίσει ο θάνατος, αλλά δια της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, θα καταργηθεί και θα νικηθεί. Ο πιστεύων σωθήσεται.
Οι αρχισυνάγωγος και η αιμορρούσα προσεγγίζουν τον Χριστό συντετριμμένοι, ταπεινωμένοι. Ο ένας χάνει το παιδί του, η άλλη έχει χάσει στην ουσία την ζωή της. Και οι δυο βρίσκονται σε μία κατάσταση όπου ο άνθρωπος μπορεί να τρελλαθεί, να αλλοφρονήσει, αλλά ταυτόχρονα μπορεί και να σωθεί.
Η εμπειρία της εκκλησίας μας είναι σαφής. Εμπειρία μέσα απ’ τις ζωές ανθρώπων κι όχι από λόγια. Μέσα στη κατάσταση της ταπείνωσης (μακάρι να ‘ναι και εκούσια, συνήθως ακούσια είναι) ελευθερώνεται ο άνθρωπος απ’ όλες την φίλαυτία του. Απ’ όλα αυτά που τον κάνουνε να παριστάνει τάχα ότι είναι σπουδαιότερος από τους άλλους, καλύτερος, διαφορετικός. Απελευθερώνεται από τον φόβο που μπορεί να έχει για τους άλλους. Πόσες φορές δεν νιώσαμε σ’ ένα νοσοκομείο κοντά στους άλλους ανθρπώπους, ενώ μερικές μέρες πριν, προτού εκδηλωθεί η ασθένεια η δική μας ή κάποιου δικού μας, τους φοβόμασταν κιόλας, ή τους κοιτούσαμε καχύποπτα. Πόσες φορές μπροστά σ’ ένα νεκροταφείο δεν κοιτάξαμε τους άλλους στα διπλανά μνήματα και νιώσαμε τόσο πολύ αλληλέγγυοι μαζί τους, ενώ μερικές μέρες πριν κλείναμε βιαστικά την πόρτα του ασανσέρ ή του διαμερίσματος ξένοι κι αδιάφοροι;
Η ελπίδα του ανθρώπου βρίσκεται στην ελευθερία του απ’ τον εγωισμό του. Η ελπίδα του ανθρώπου βρίσκεται στην ανάγκη του να απελευθερώσει μέσα του την πείνα και την δίψα για το επέκεινα, την υπαρξιακή αγωνία και να μην την θάβει μπροστά στα μεγάλα ερωτήματα “ποιος είμαι, από πού προέρχομαι, που θα πάω;”
Η ελπίδα μας είναι να θυμόμαστε κάθε μέρα τον θάνατο για να ζούμε κάθε μέρα την ζωή. “Πάντοτε χαίρετε, εν παντί ευχαριστείτε” λέει ο απόστολος Παύλος προσανατολίζοντας την ζωή σ’ έναν άλλο τρόπο ύπαρξης. Θα πει κάποιος: “τι θα πει να ευχαριστώ, τι θα πει να χαίρομαι;” Το λέμε συνεχώς, θα το λέμε ασταμάτητα και στα χρόνια τα δύσκολα που έρχονται σε κάθε Θεία Λειτουργία. Θα πει να αναγνωρίσω πως το μεγάλο δώρο που μου έδωσε ο Θεός, την ζωή, πρέπει με έναν τρόπο να Του την αντιπροσφέρω, να Του την γυρίσω πίσω ως ευχαριστία. Πώς; Με το να χαίρομαι και να αγαπώ τον Κύριο και τόν πλησίον κάθε στιγμή.
Κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, κάθε ώρα, κάθε μέρα είναι ένα δώρο του Θεού πολύτιμο, που μας το έδωσε όχι για να ονειρευόμαστε πλούτη, ταξίδια, μεγαλεία. Να το χαιρόμαστε με τους ανθρώπους που αγαπάμε, με τον εαυτό μας. Και να κάνουμε όλη αυτή την χαρά, προσφορά και στους άλλους, όσο μπορεί ο καθένας. Πολλές φορές απογοητευόμαστε και λέμε «ή όλα ή τίποτα». Δεν είναι έτσι. Ανοίγομαι λίγο, έρχεται η χάρις του Θεού και αναπληρώνει. Δεν ανοίγομαι καθόλου, κλείνομαι στον εαυτό μου, με τρώει η κατάθλιψη. Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε κλεισμένοι στην κυριολεξία στα σπίτια μας. Οι νεότεροι μ’ ένα μηχάνημα μπροστά τους, οι μεγαλύτεροι με μια τηλεόραση μπροστά τους. Κι ο καιρός περνάει και χάνεται.
Ο Χριστός λέει στην αιμορροούσα “να έχεις θάρρος, η πίστη σου σε έσωσε”. Σ’ εμάς λέει, “η πίστη σας θα σας σώσει. Πηγαίνετε στο καλό. Πορευτείτε την ζωή σας διαφορετικά. Όσοι καταλάβατε, όσοι είδατε την ματαιότητα του δικού σας βίου αλλά αντιλαμβάνεστε και την ματαιότητα του βίου γύρω, αλλοιωθείτε, πορευθείτε προς το αγαθό.” Αυτή είναι η διδασκαλία της εκκλησίας μας. Δεν σώζεται κανείς με αφηρημένες προσευχές. Δεν σώζεται κανείς με ψευδαισθήσεις. Ο Κύριος μας καλεί σ’ ένα τρόπο σκέψης, σ’ ένα τρόπο αντίληψης, σ’ ένα τρόπο να ζούμε την κάθε μέρα. Ήρθε για να κάνει την ζωή Του, ζωή μας. Ας μην την σπαταλάμε. Είναι τόσο σημαντική, είναι τόσο σπουδαία, που κάθε φορά που το ‘χουμε νιώσει Τον ευχαριστούμε πραγματικά.
Να δίνει ο Θεός να πορευόμαστε έτσι και τον υπόλοιπο βίο μας. Να δίνει να αποκτούμε αυτιά και μάτια για να καταλαβαίνουμε τα λόγια της Γραφής. Γιατί ξέρετε, πολλά μπορεί να διαψεύστηκαν στα χρόνια που πέρασαν. Το κήρυγμα του Χριστού παραμένει πάντα μπροστά. Μας ελέγχει. Ακόμα κι εμάς τους ανθρώπους της εκκλησίας. Και μας καλεί στην χαρά της βασιλείας Του. Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.