Του τυφλού…

Στα Άρθρα by Ιερός ναός Ταξιαρχών Μοσχάτου

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία
  του π. Χριστοδούλου Μπίθα
Σε ό­λα τα πολ­λά και ση­μαν­τι­κά που θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ερ­μη­νεύ­ον­τας την ση­με­ρι­νή πε­ρι­κο­πή, ας στα­θού­με λι­γά­κι σε κά­τι που φαί­νε­ται σε αρ­κε­τό κό­σμο πο­λύ δύ­σκο­λο να το κα­τα­λά­βει. Α­να­φέ­ρο­μαι σ’ αυ­τό τον δι­ά­λο­γο που γί­νε­ται στην αρ­χή α­νά­με­σα στους μα­θη­τές και στον Χρι­στό, ό­ταν βλέ­πουν τον τυ­φλό εκ γε­νε­τής  και του υ­πο­βάλ­λουν έ­να ε­ρώ­τη­μα, το ο­ποί­ο ό­χι μό­νο ε­κεί­νη την ε­πο­χή, αλ­λά δυ­στυ­χώς και σή­με­ρα πολ­λοί α­πό ε­μάς θα ρω­τού­σα­με, μην γνω­ρί­ζον­τας τι λέ­ει η πί­στη μας. Ρω­τούν, λοι­πόν, οι μα­θη­τές: «Για­τί του συμ­βαί­νει αυ­τή η εκ γε­νε­τής τύ­φλω­ση; Ποι­ος έ­χει α­μαρ­τή­σει; Αυ­τός ή οι γο­νείς του;» 
Στο ε­ρώ­τη­μα αυ­τό, οι μα­θη­τές εκ­φρά­ζουν μια α­πο­ρί­α. Τι λέ­ει αυ­τή; Κα­τ’ αρ­χάς βλέ­που­με μια αν­τί­λη­ψη που υ­πήρ­χε στη ρα­βι­νι­κή ερ­μη­νεί­α της ε­πο­χής, από παρερμηνεία της γραφής, ό­τι δηλλαδή βα­ραί­νει η α­μαρ­τί­α των γο­νι­ών τα παι­διά. Δη­λα­δή, μί­α πρά­ξη α­μαρ­τω­λή που κά­νει έ­νας γο­νιός να έ­χει ε­πί­πτω­ση στο παι­δί του. Αὐτό τό στήριζαν σε διάφορα χωρία, όπως στόν 50ο ψαλμό, πού λέει: Εν αμαρτίαις εγεννήθην καί εν αμαρτίαις εκίσσησσέ με η μήτηρ μου»
Ταυ­τό­χρο­να, δημιουργείται στους μαθητές άλλο ένα ε­ρώ­τη­μα: «Πώς εί­ναι δυ­να­τόν να α­μαρ­τή­σει κά­ποι­ος πριν γεν­νη­θεί;». Αυτό οφείλεται σε μία αντίληψη προερχόμενη από τις θεωρίες περί μετεμψυχώσεως που είχαν παρεισφρύσει στους Ιουδαίου, μάλλον από τήν Ελλάδα, όπου οι θιασώτες της έ­λε­γαν ότι ο Χρι­στός υ­πο­νο­εί ό­τι υ­πήρ­χε ζω­ή πριν α­πό την ζω­ή. Και αυ­τό βέ­βαι­α εί­ναι λά­θος. Και δεν υπάρχει πουθενά άλλο΄΄υ στην Καινή Διαθήκη κάτι που να το υποστηρίζει αυτό.
Οι μαθητές λοιπόν εκ­φρά­ζουν μια α­πο­ρί­α. Δη­λα­δή, τι α­κρι­βώς συμ­βαί­νει; Για­τί έ­νας άν­θρω­πος να γεν­νι­έ­ται με ε­λατ­τώ­μα­τα, με α­να­πη­ρί­ες; Δεν το χω­ρά­ει το μυα­λό του αν­θρώ­που αυ­τό. Κα­θό­λου δεν το χω­ρά­ει. Γεν­νι­έ­ται έ­να παι­δί υ­γι­έ­στα­το και το χαι­ρό­μα­στε και παί­ζου­με μα­ζί του και λί­γο πιο ’­κει γεν­νι­έ­ται έ­να παι­δί που κου­βα­λά­ει μια με­γά­λη α­να­πη­ρί­α που θα το χα­ρα­κτη­ρί­σει σε ό­λη του την ζω­ή. Και οι άν­θρω­ποι που δεν εί­ναι κον­τά στην εκ­κλη­σί­α, ί­σως και κά­ποι­οι α­πό ε­μάς που δεν έχουμε ισχυρή πίστη, λέ­με «είναι ά­δι­κος ο Θε­ός». Και α­παν­τά­ ο Κύ­ριος: «ού­τε για το έ­να ού­τε για το άλ­λο, δη­λα­δή, ού­τε για­τί έ­φται­γαν οι γο­νείς του ού­τε ε­πει­δή βέ­βαι­α θα μπο­ρού­σε να εί­χε α­μαρ­τή­σει πριν την γέν­νη­σή του. Αλ­λά για να δο­ξα­στεί ο Θε­ός». Και πά­λι θα πει κά­ποι­ος: «μα τι Θε­ός κα­κός εί­ναι Αυ­τός, που για να δο­ξα­στεί Ε­κεί­νος πρέ­πει έ­νας άν­θρω­πος να κου­βα­λή­σει τέ­τοι­ο βά­σα­νο στη ζω­ή του, τέ­τοι­α πί­κρα, τέ­τοι­α α­γω­νί­α, που μπο­ρεί να τον γο­να­τί­σει και να μην συ­νέλ­θει πο­τέ;».
Πρώ­τα α­π’ ό­λα να πού­με ό­τι σε μια πρώ­τη ερ­μη­νεί­α, σ’ έ­να πρώ­το ε­πί­πε­δο, κα­τα­λα­βαί­νου­με το εξής. Υ­πάρ­χει έ­νας τυ­φλός και το θαύ­μα που θα κά­νει ο Κύ­ριος και θα του δη­μι­ουρ­γή­σει ό­ρα­ση, στην ου­σί­α μά­τια του δη­μι­ουρ­γεί, βά­ζον­τας τον πη­λό πά­νω του και στην συ­νέ­χεια θα του ζη­τή­σει να συμ­με­τέ­χει σε αυ­τό το σχέ­διο της σω­τη­ρί­ας του, δη­λα­δή να πά­ει να πλυ­θεί στην κο­λυβ­ή­θρα του Σι­λω­άμ. Ό­λο αυ­τό θα κά­νει τον Χρι­στό να δοξαστεί. Μην ξε­χνά­με ό­τι αυ­τό το θαύ­μα, α­πό τα με­γα­λύ­τε­ρα θαύ­μα­τα, ί­σως το με­γα­λύ­τε­ρο α­φού δη­μι­ουρ­γεί ο Κύριος μά­τια, γί­νε­ται κα­τά την ε­ορ­τή της Σκη­νο­πη­γί­ας που εί­ναι μα­ζε­μέ­νοι ό­λοι στην Ι­ε­ρου­σα­λήμ, έ­χουν βγά­λει σκη­νές έ­ξω εις α­νά­μνη­ση της πο­ρεί­ας τους στην έ­ρη­μο. Εί­ναι ό­λοι μα­ζε­μέ­νοι ε­κεί και δεν εί­ναι τυ­χαί­ο που το κά­νει ο Κύ­ριος ε­κεί αυ­τό το θαύ­μα. Δο­ξά­ζε­ται ο Χρι­στός, γί­νε­ται γνω­στό το ό­νο­μά Του, και στην συ­νέ­χεια μέ­σα α­πό την θαρ­ρα­λέ­α μαρ­τυ­ρί­α του θε­ρα­πευ­μέ­νου τυ­φλού, πά­λι θα γί­νει πιο πο­λύ γνω­στό το ό­νο­μά Του.
 Το ε­ρώ­τη­μα πα­ρα­μέ­νει στα χεί­λη μας. Ε, λοι­πόν; Δι­ά­λε­ξε ο Χρι­στός έ­ναν τυ­φλό και πα­ρα­πέ­ρα υ­πήρ­χαν ε­κα­τον­τά­δες. Σα­κά­τη­δες, α­νά­πη­ροι, τυ­φλοί. Και τι έ­γι­νε; Το ’­κα­νε σε έ­ναν. Για να δο­ξα­στεί Αυ­τός; Πά­λι φαί­νε­ται έ­νας Θε­ός κα­κός. Κά­νει αυ­τό που Τον συμ­φέ­ρει.
Μή­πως ό­μως δεν εί­ναι έ­τσι; Και μή­πως η ση­με­ρι­νή πε­ρι­κο­πή μας α­φο­ρά πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό ό­τι κα­τα­λα­βαί­νου­με σε έ­να πρώ­το ε­πί­πε­δο α­νά­γνω­σης; Κά­θε άν­θρω­πος που έρ­χε­ται σ’ αυ­τό τον κό­σμο έ­χει κά­ποι­α χα­ρί­σμα­τα, έ­χει κά­ποι­α ε­λατ­τώ­μα­τα. Κά­θε έ­νας α­πό ε­μάς που εί­μα­στε αυ­τή την στιγ­μή μέ­σα στον να­ό, γεν­νη­θή­κα­με και κου­βα­λή­σα­με το βά­ρος αυ­τό. Το να μην ξέ­ρου­με τι χά­ρι­σμα έ­χου­με, το να μην ξέ­ρου­με τι κα­λό μπο­ρεί να κά­νου­με. Ζη­λεύ­ου­με άλ­λους αν­θρώ­πους που έ­χουν εμ­φα­νέ­στα­τα χα­ρί­σμα­τα. Άλ­λοι εί­ναι πιο ό­μορ­φοι, άλ­λοι εί­ναι πιο έ­ξυ­πνοι, άλ­λοι πιο ι­κα­νοί. Κι εί­μα­στε πολ­λοί α­πό ε­μάς που λέ­με «ε­γώ δεν έ­χω κα­νέ­να χά­ρι­σμα». Και βα­σα­νι­ζό­μα­στε σε ό­λη μας την ζω­ή. Συ­χνά νι­ώ­θου­με και α­πόρ­ρι­ψη α­πό τους γο­νείς μας: «δεν εί­σαι κα­λός μα­θη­τής, δεν εί­σαι κα­λό παι­δί, δεν τα πας κα­λά». Νι­ώ­θου­με να πλη­γω­νό­μα­στε α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. Νι­ώ­θου­με α­πόρ­ρι­ψη και αυ­τό μας τρε­λαί­νει για­τί το κου­βα­λά­με σ’ ό­λή μας την ζω­ή. Άλ­λοι α­πό ε­μάς έ­χου­με εμ­φα­νέ­στα­τα χα­ρί­σμα­τα. Ει­σπράτ­του­με συ­νε­χώς ε­παί­νους. «Εί­σαι σπου­δαί­ος, το κα­λύ­τε­ρο παι­δί του κό­σμου, τι έ­ξυ­πνος που εί­σαι, πρώ­τος στα μα­θή­μα­τα, α­ρι­στού­χος, σπου­δαί­ος ε­πι­στή­μο­νας, τι κα­λός πα­πάς». Και δεν κα­τα­λα­βαί­νου­με ό­τι και αυ­τό το κου­βα­λά­με σαν έ­να με­γά­λο βά­ρος που μπο­ρεί να μας δη­μι­ουρ­γεί συ­νε­χώς έ­παρ­ση, κε­νο­δο­ξί­α, πε­ρι­φρό­νη­ση στον δι­πλα­νό. Κι ε­μάς να μας βυ­θί­ζει σ’ έ­να σκο­τά­δι με­γά­λο, ε­ω­σφο­ρι­κής έ­παρ­σης. 
 Πώς δο­ξά­ζε­ται ο Θε­ός; Μα ό­ταν ο κά­θε άν­θρω­πος βρει ποι­ο εί­ναι το δι­κό του το χά­ρι­σμα και κα­τα­λά­βει ό­τι εί­ναι δώ­ρο του Θε­ού κι ό­χι δι­κό του έρ­γο. Και μπο­ρέ­σει αυ­τό το χά­ρι­σμα με­τά, α­φού το ζή­σει με χα­ρά, να το αυ­ξά­νει συ­νε­χώς. Να ευχαριστεί τον  Θεό και να το αυ­ξά­νει συ­νε­χώς και  κά­ποι­α στιγ­μή να το κοι­νω­νή­σει με τους άλ­λους αν­θρώ­πους.
Σκε­φτεί­τε. Έ­χου­με α­να­κη­ρύ­ξει α­γί­ες τις μη­τέ­ρες του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Θε­ο­λό­γου, του α­γί­ου Ι­ω­άν­νη του Χρυ­σο­στό­μου, του Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου, κι ή­ταν α­πλώς μα­μά­δες, νοι­κο­κυ­ρές. Και τις α­να­κη­ρύ­ξα­με α­γί­ες για­τί βρί­σκον­τας αυ­τό το χά­ρι­σμα της μη­τέ­ρας, της γυ­ναί­κας που ’­ναι στο σπί­τι, και αυ­ξά­νον­τάς το, δη­μι­ούρ­γη­σαν τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις για να γί­νουν τα παι­διά τους ά­γιοι. Δεν τις α­να­κη­ρύ­ξα­με α­γί­ες ε­πει­δή κά­να­νε παι­διά, αλ­λά για­τί όν­τως α­γιά­ζει κα­νείς ό­σο αυ­ξά­νει τα χα­ρί­σμα­τά του.
Θα πει κά­ποι­ος: Ω­ραί­α εί­ναι ό­λα αυ­τά. Ε­γώ που γεν­νή­θη­κα με έ­να μά­τι; Ε­γώ που γεν­νή­θη­κα με με­γά­λη μυ­ω­πί­α; Ε­γώ γεν­νή­θη­κα μ’ έ­να φυ­σι­κό ε­λάτ­τω­μα; Κ.ο.κ. Ω­ραί­α τα λες για κά­ποι­ον που έ­χει πολ­λά χα­ρί­σμα­τα. Ω­ραί­α τα λες για κά­ποι­ον που α­πλώς έ­χει κά­ποι­α ε­λατ­τώ­μα­τα. Τι γί­νον­ται ό­λοι οι άλ­λοι; Και πά­λι δί­και­ο θα έ­χε­τε. Για­τί αν δεν μπο­ρέ­σου­με ό­λα αυ­τά να τα δού­με μέ­σα α­πό την πί­στη μας, αν δεν μπο­ρέ­σου­με να συγ­κλο­νι­στού­με α­π’ το γε­γο­νός ό­τι η ζω­ή δεν στα­μα­τά­ει ε­δώ αλ­λά συ­νε­χί­ζε­ται, αν δεν προ­γευ­τού­με αυ­τή την αί­σθη­ση της αι­ω­νι­ό­τη­τας, αν δεν κα­τα­λά­βου­με ό­τι ό­λα, ό­λα συ­νε­χί­ζον­ται, τό­τε πραγ­μα­τι­κά αυτά μοιά­ζουν μά­ται­α. Ό­λα μοιά­ζουν μά­ται­α. Ας φά­με, ας πι­ού­με, αύ­ριο πε­θαί­νου­με κι ο ι­σχυ­ρό­τε­ρος ας δι­α­λύ­σει τον άλ­λο για να μπο­ρέ­σει να ε­πι­βι­ώ­σει. Χω­ρίς Χρι­στό ό­λα εί­ναι ε­πι­τρε­πτά. Ας μην η­θι­κο­λο­γού­με. Φτά­νει πια. Αρ­κε­τούς δι­α­λύ­σα­με με τα με­γά­λα μας λό­για. Χω­ρίς πί­στη δεν μπο­ρεί να στη­ρί­ξεις κα­νέ­ναν. Και χω­ρίς πί­στη δεν μπο­ρεί να στη­ρι­χθεί κα­νείς.
Πώς δο­ξά­ζε­ται ο Θε­ός; Μα δο­ξά­ζε­ται ό­ταν γί­νε­ται το θέ­λη­μά Του. Δη­λα­δή ο κα­θέ­νας μας να γί­νει αυ­τό που του πρέ­πει να γί­νει. Πέ­θα­νε έ­νας γέ­ρος α­σκη­τής, τον θε­ω­ρού­σαν ό­λοι ά­γιο. Τον πλη­σί­α­σαν οι μα­θη­τές και του εί­παν «μα για­τί έ­χεις τό­ση α­γω­νί­α;». Και εί­πε «Έ­χω α­γω­νί­α για­τί φο­βά­μαι τι θα συμ­βεί ε­κεί που θα πά­ω». Και του εί­πα­νε «Ε­σύ φο­βά­σαι;». «Ναι. Για­τί αν συ­ναν­τή­σω τον Θε­ό και μου πει για­τί δεν έ­γι­νες σαν τον Μω­ϋ­σή, θα Του πω, Κύ­ρι­ε να με συγ­χω­ρείς αλ­λά δεν μου ’­δω­σες τα χα­ρί­σμα­τα του Μω­ϋ­σή. Αν μου πει, για­τί δεν έ­γι­νες σαν τον Παύ­λο, θα Του πω, να με συγ­χω­ρείς αλ­λά δεν μου ’­δω­σες τα χα­ρί­σμα­τα του Παύ­λου. Θα ’­χω παρ­ρη­σί­α γι’ αυ­τό. Αν ό­μως μου πει, για­τί δεν έ­γι­νες αυ­τό που θα μπο­ρού­σες να γί­νεις, δεν μπο­ρώ να του α­παν­τή­σω τί­πο­τα».
Ο Θε­ός δο­ξά­ζε­ται ό­ταν ε­μείς γι­νό­μα­στε αυ­τό που μπο­ρού­με να γί­νου­με. Αυ­τό που μας α­ξί­ζει να εί­μα­στε. Ό­ταν δη­λα­δή, να το πού­με πιο θε­ο­λο­γι­κά, το κα­τ’ ει­κό­να με το οποίο μας έπλασε ο Θεός, την δυ­να­τό­τη­τα να α­γα­πά­με, να ’­μα­στε ε­λεύ­θε­ροι, το ο­ποί­ο εί­ναι α­μαυ­ρω­μέ­νο α­πό την α­μαρ­τί­α μας μπο­ρού­με να το κα­θα­ρί­σου­με. Και να πο­ρευ­θού­με προς τα Ε­κεί­νον, προς το κα­θ’ ο­μοί­ω­σιν, να γί­νου­με κα­τά χά­ριν Θε­οί. Ό­ταν το κά­νου­με αυ­τό γι­νό­μα­στε αυ­τό που μας α­ξί­ζει να γί­νου­με.
Δυ­στυ­χώς ο κα­θέ­νας α­πό ε­μάς ζη­λεύ­ει τον δι­πλα­νό. Κι ε­πει­δή ζού­με σε μια ε­πο­χή με αυ­τή την εμ­πο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση της ει­κό­νας που μας προ­βάλ­λει α­στα­μά­τη­τα ει­κό­νες, των λαμ­πε­ρών, των ό­μορ­φων, των πα­νέ­ξυ­πνων, των δι­ά­ση­μων, των πλού­σι­ων, συγ­κρι­νό­μα­στε και λέ­με «Για­τί να γεν­νη­θώ; Τι Θε­ός εί­ναι Αυ­τός ά­δι­κος; Για­τί να γεν­νη­θώ ε­γώ ά­σχη­μος, έ­τσι, το έ­να το άλ­λο;» Και δεν κα­τα­λα­βαί­νου­με ό­τι η πραγ­μα­τι­κή ο­μορ­φιά του αν­θρώ­που α­να­δύ­ε­ται μόνο αν αυ­ξά­νει το χά­ρι­σμα που του έ­δω­σε ο Θε­ός. Δεν εί­ναι εύ­κο­λο, εί­ναι ο α­γώ­νας της ζω­ής μας.
Μα για κοι­τάξ­τε στην ι­στο­ρί­α της αν­θρω­πό­τη­τας. Οι πραγ­μα­τι­κά ξε­χω­ρι­στοί άν­θρω­ποι δεν ή­ταν ού­τε οι ό­μορ­φοι, ού­τε οι πα­νέ­ξυ­πνοι. Ή­ταν ε­κεί­νοι που έ­γι­ναν αυ­τό που μπο­ρού­σαν να γί­νουν. Και τους α­γά­πη­σαν οι άν­θρω­ποι γι’ αυ­τό. Κι έ­τσι πε­θαί­νει μια α­πλή για­γιά στο χω­ριό (το ’­χω ζή­σει αυ­τό που σας λέ­ω) και λέ­νε ό­λοι «αυ­τή ή­ταν α­γί­α γυ­ναί­κα». Και λες ε­σύ μέ­σα στην α­να­ζή­τη­ση της νι­ό­της σου «Μα για­τί; Γιατί ή­ταν α­γί­α γυ­ναί­κα; Α­γράμ­μα­τη ή­ταν». Και σου λέ­νε «α­γα­πού­σε ό­λους, έ­τρε­χε για ό­λο τον κό­σμο, εί­χε έ­να κα­λό χα­μό­γε­λο, πο­τέ δεν γκρί­νια­ξε μέ­σα στην φτώ­χεια της». Και πας στην κη­δεί­α της και λεν ό­λοι «μα ή­ταν α­γί­α γυ­ναί­κα». Και γυρ­νάς στα δι­κά σου και γκρι­νιά­ζεις. Για­τί δεν εί­μαι έ­τσι, για­τί δεν εί­μαι αλ­λι­ώς, για­τί δεν μου δό­θη­κε ε­κεί­νο, για­τί δεν πή­ρα ε­κεί­νο.
Δο­ξά­ζε­ται ο Θε­ός ό­ταν ο κα­θέ­νας μας γί­νε­ται αυ­τό που μπο­ρεί να γί­νει. Δο­ξά­ζε­ται ο Θε­ός ό­ταν κα­τα­λά­βου­με ό­τι αυ­τός ο Θε­ός εί­ναι έ­νας Θε­ός που μας α­γα­πά­ει πά­ρα πο­λύ. Που δεν έ­χει τί­πο­τα α­πό αυ­τά που του προσ­δί­δου­με ε­μείς, στην ου­σί­α προ­σβάλ­λον­τάς Τον: Τι­μω­ρός, κα­κός, δί­και­ος, σκλη­ρός. Δεν εί­ναι δί­και­ος ο Θε­ός. Αν ή­τα­νε δί­και­ος θα εί­χα­με α­φα­νι­στεί ό­λοι. Μην Του ζη­τά­με την δι­και­ο­σύ­νη την αν­θρώ­πι­νη. Μην Τον ζηβλέπουμε σαν μια προ­σω­πι­κό­τη­τα που μοιά­ζει μ’ ε­μάς. Δεν κά­νου­με τί­πο­τα δι­α­φο­ρε­τι­κό α­πό αυ­τό που κά­ναν οι αρ­χαί­οι Έλ­λη­νες. Θέ­λου­με έ­ναν Θε­ό ο ο­ποί­ος να ο­δη­γεί τον στρα­τό της δι­κής μας πα­τρί­δας ε­νάν­τια στους άλ­λους για να σκο­τώ­νου­με. Θέ­λου­με έ­ναν Θε­ό που να μας κά­νει χά­ρες, να μας βρίσκει δουλειά, να περ­νά­ει το δι­κό μας παι­δί στο πα­νε­πι­στή­μιο κι ό­χι του αλ­λου­νού. Θέ­λου­με έ­ναν Θε­ό που να τι­μω­ρεί ό­ποι­ον ε­μείς δεν θέ­λου­με. Και προ­σέξ­τε. Θέ­λου­με κι έ­ναν Θε­ό ο ο­ποί­ος να καλ­λι­ερ­γεί τις ε­νο­χές μας για να συ­νε­χί­ζου­με να ’­μα­στε βυ­θι­σμέ­νοι σ’ αυ­τό το σκο­τά­δι, δη­λα­δή στην τύ­φλω­ση.
Ό­μως ο Θε­ός εί­ναι ο Θε­ός της α­γά­πης. Θα μπο­ρού­σα­με να Τον πα­ρο­μοι­ά­σου­με με την μά­να ή τον πα­τέ­ρα που ό­ταν κά­νει τα πρώ­τα βή­μα­τα το παι­δί και πέ­φτει κά­τω δεν θυ­μώ­νει. Γε­λά­ει, για­τί ξέ­ρει την συ­νέ­χεια. Α­γα­πά­ει ο γο­νιός. Πε­ρι­μέ­νει το παι­δί ό­σες φο­ρές και να πέ­σει. Κι ά­μα πέ­σει και χτυ­πή­σει δυ­να­τά και κλαί­ει, λυ­πά­ται. Βέ­βαι­α ο Θε­ός δεν λυ­πά­ται, εί­ναι πέ­ρα α­πό αυ­τή την έν­νοι­α. Ο Θε­ός μό­νο α­γα­πά­ει, εί­ναι μό­νο Α­γά­πη. Κι η ε­νέρ­γειά Του στον κό­σμο εί­ναι μό­νο α­γά­πη. Ό­ταν το κα­τα­λά­βου­με αυ­τό, ό­ταν κα­τα­λά­βου­με ό­τι αυ­τή εί­ναι η πο­ρεί­α μας, να α­γα­πή­σου­με κι ε­μείς τον ε­αυ­τό μας, να α­γα­πή­σου­με τον συ­νάν­θρω­πό μας, κι έ­τσι να νι­ώ­σου­με την α­γά­πη του Θε­ού, να την κοι­νω­νή­σου­με δη­λα­δή μα­ζί Του.
Αν μας δι­δά­σκει κά­τι το ση­με­ρι­νό Ευ­αγ­γέ­λιο, πέ­ρα α­πό την ι­στο­ρι­κή ερ­μη­νεί­α για το τι έ­γι­νε ε­κεί­νη τη συγ­κε­κρι­μέ­νη χρο­νι­κή στιγ­μή, εί­ναι να κα­τα­λά­βου­με πως ο κα­θέ­νας α­πό ε­μάς δο­ξά­ζει τον Θε­ό ό­σο αυ­ξά­νει τα χα­ρί­σμα­τά του τα φυ­σι­κά κι ό­σο σι­γά-σι­γά αυ­ξά­νον­τας τα φυ­σι­κά χα­ρί­σμα­τά του τα προ­σφέ­ρει στους άλ­λους κι ό­ταν ταυ­τό­χρο­να μ’ έ­ναν τρό­πο θαυ­μα­στό, α­να­κα­λύ­πτει ό­τι έ­χει κι άλ­λα χα­ρί­σμα­τα, που εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα της χά­ρι­τος του Θε­ού στην ζω­ή του. Αυ­τή εί­ναι η πα­ρά­δο­ση της εκ­κλη­σί­ας μας. Αλ­λι­ώς πά­με χα­μέ­νοι.
Να πω και το τε­λευ­ταί­ο για μια α­κό­μη φο­ρά. Θα ση­κω­θεί μια μά­να ε­δώ μέ­σα και θα πει «Μα ε­μέ­να το παι­δί μου γεν­νή­θη­κε α­νά­πη­ρο, ω­ραί­α εί­ναι αυ­τά που λέ­τε, αλ­λά ε­γώ για­τί να τα­λαι­πω­ρού­μαι; Ε­μέ­να δεν θα ’ρ­θει κα­νείς να μου θε­ρα­πεύ­σει το παι­δί και να πει, να δο­ξά­στη­κε ο Θε­ός. Μή­πως εί­στε σκλη­ροί;» Και θα πω πά­λι έ­χει δί­κι­ο. Για­τί ο μο­να­δι­κός τρό­πος για να υ­περ­βού­με ό­λο αυ­τόν τον πό­νο που υ­πάρ­χει στη ζω­ή, και δεν εί­ναι μό­νο αυ­τό, πό­νος μπο­ρεί να έρ­θει ο­ποι­α­δή­πο­τε στιγ­μή, έ­να τρο­χαί­ο α­τύ­χη­μα, μια καρ­δια­κή προ­σβο­λή, μια εγ­κλη­μα­τι­κή ε­νέρ­γεια και πλημ­μυ­ρί­ζει η ζω­ή μας πό­νο. Μο­να­δι­κή μας ελ­πί­δα εί­ναι πως ό,τι λέ­ει το Ευ­αγ­γέ­λιο εί­ναι πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ό­τι ζει ο Θε­ός. Ό­τι η ζω­ή συ­νε­χί­ζε­ται με­τά α­πό ε­δώ. Κι ό­τι ε­μείς μπο­ρού­με να γί­νου­με κοι­νω­νοί αυ­τής της σχέ­σης με τον Θε­ό. Να γί­νου­με μέ­το­χοι της χά­ρι­τος.
Οι άν­θρω­ποι που δεν εί­ναι κον­τά στην εκ­κλη­σί­α πο­νούν πο­λύ, πά­ρα πο­λύ. Κι αν­τί να η­θι­κο­λο­γού­με και να τους λέ­με με­γά­λα λό­για «αρ­ρώ­στη­σες, ευ­λο­γί­α α­π’ τον Θε­ό έ­χεις» και να τους δι­α­λύ­ου­με, μό­νο ν’ α­γα­πά­με. Μό­νο ν’ α­γα­πά­με. Μό­νο να ση­κώ­νου­με το βά­ρος του δι­πλα­νού. Μό­νο να λέ­με έ­ναν κα­λό λό­γο. Μό­νο αυ­τό. Και κα­τά τα άλ­λα να προ­σπα­θού­με να αυ­ξά­νου­με τα χα­ρί­σμα­τά μας. Για­τί έ­τσι δο­ξά­ζε­ται ο Θε­ός.
Μή­πως κι ό­ταν κοι­μη­θού­με, ό­ποι­α στιγ­μή συμ­βεί αυ­τό, μπο­ρεί και αύ­ριο το πρω­ί, να πουν οι άλ­λοι «τι κα­λός άν­θρω­πος που ή­τα­νε, έ­να κα­λό λό­γο κι έ­να χα­μό­γε­λο, μια στιγ­μή δεν τον ά­κου­σα να γκρι­νιά­ζει». Για να πει κά­ποι­ος που ή­ξε­ρε πε­ρισ­σό­τε­ρα «αυ­τός ό­σο μπο­ρού­σε εκ­πλή­ρω­σε τον σκο­πό για τον ο­ποί­ο γεν­νή­θη­κε». Έ­τσι δο­ξά­ζε­ται ο Θε­ός. Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με πά­ρα πά­ρα πολ­λά γι’ αυ­τή την πε­ρι­κο­πή. Ε­λά­χι­στα εί­πα. Μια υ­πό­νοι­α μιας συ­ζή­τη­σης έ­δω­σα που μπο­ρού­με να την κά­νου­με και αύ­ριο. Ο Κύριος να δώσει να θεραπευτεί η τυφλότητά μας για να δούμε το φως της δόξας Του. Αμήν.