Ομιλία του π. Χριστοδούλου Μπίθα στον όρθρο της Μ. Παρασκευής
Ο Χριστός βρίσκεται στον σταυρό. Κι εμείς ζούμε μέσα σε αγωνία για την ζωή μας, άλλοι στην αρχή, άλλοι στη μέση, άλλοι στη δύση της ζωής, φοβισμένοι απ’ τον θάνατο, τις αρρώστιες, πνιγμένοι στα συναισθηματικά μας, στα επαγγελματικά μας. Άλλοι άρρωστοι στα νοσοκομεία, ετοιμοθάνατοι, βασανισμένοι από ανίατες ασθένειες, άλλοι πνιγμένοι σε υπαρξιακές κρίσεις, στενοχώριες, καταθλίψεις. Γάμοι διαλυμένοι, οικογενειακές σχέσεις δύσκολες, συγγενείς που μισούν ο ένας τον άλλο, παιδιά που δεν θέλουν να δουν τους γονείς τους, μανάδες απογοητευμένες από τα παιδιά τους, πόλεμος, εγκληματικότητα, η ατμόσφαιρα μολυσμένη γύρω απ’ τον πλανήτη. Κινδυνεύουμε από καταστροφή κάθε ώρα και κάθε στιγμή, πυρηνικά εργοστάσια, βόμβες. Κάθε λεπτό βιάζονται γυναίκες, πεθαίνουν παιδιά από πείνα, σκοτώνονται άνθρωποι από πολέμους και εγκλήματα. Κάθε λεπτό που περνάει. Και μπορεί εμείς εκείνη τη στιγμή να βαριόμαστε, να γκρινιάζουμε, να περιμένουμε να περάσει η ώρα, να ξημερώσει η επόμενη μέρα. Ξεχνάμε ότι ο θάνατος παραμονεύει, έσχατος εχθρός του ανθρώπου.
Κι ο Χριστός είναι στον σταυρό. Φοβισμένοι για το αύριο, τρομαγμένοι, για το τι θα μπορούσε να συμβεί. Πονεμένοι απ’ το χθες, με πολλά τραύματα και στεναχώριες. Κι ο Χριστός είναι στον σταυρό. Και δεν μπορεί ο άνθρωπος ν’ αντέξει όλη αυτή την κατήφεια και την στεναχώρια. Και την μοναξιά που υπάρχει στην μεγαλούπολη, αλλά δυστυχώς τώρα πια και στην επαρχία.
Κι ο Χριστός είναι στον σταυρό. Και πολλοί από εμάς προσπερνάμε και τον αφήνουμε εκεί στον σταυρό. Γιατί συνηθίσαμε μια θρησκεία τυπική, δεισιδαιμονική ή θρησκεία των φανατισμένων και των μισαλλόδοξων. Κι ο Χριστός είναι στον σταυρό και μας περιμένει. Και ξεχάσαμε το ευαγγέλιό Του, το αφήσαμε στην άκρη, πέσαμε με τα μούτρα σε άλλα πράγματα. Πιστέψαμε ότι αυτά είναι για λίγους ή ότι είναι ψέματα ή ότι είναι βλακείες. Και ψάχνουμε σε φιλοσοφίες άλλες από χώρες μακρινές.
Κι ο Χριστός είναι στον σταυρό και περιμένει. Ο Χριστός που ήρθε για να σώσει τον κόσμο και όχι να τον κρίνει. Ο Χριστός που αγάπησε πολύ. Ο Χριστός που αγάπησε τους μαθητές Του τόσο πολύ, που τους έλεγε φίλους Του. Ο Χριστός που είπε λόγια που ποτέ δεν ξεπεράστηκαν. Κι αν εμείς οι άνθρωποι της εκκλησίας τον ξεφτιλίσαμε τον λόγο του Χριστού και γίναμε περίγελος των ανθρώπων, το ευαγγέλιο είναι αξεπέραστο. Ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν μπόρεσε να παράγει λόγο σπουδαιότερο από αυτόν. Τον λόγο της αγάπης. Καθόμαστε και λέμε για αρχαίους φιλοσόφους κι είναι καλοί και άγιοι και καλά πράγματα είπαν, αλλά ο λόγος του Χριστού στοχεύει στην καρδιά του ανθρώπου. Απλά πράγματα. Αν μπορούσαμε να τα κάνουμε πράξη θα ήμασταν πραγματικά ευτυχισμένοι.
Έρχεται η νέα χρονιά, τα γενέθλια, οι γιορτές μας και λέμε ανόητες ευχές. «Σου εύχομαι κάθε ευτυχία». Ναι, την εύχομαι. Αλλά πώς να έρθει, όταν αυτός ο απλός λόγος της αγάπης δεν μπορεί να ενεργήσει πάνω μας, είτε γιατί τον ξεχάσαμε, είτε γιατί δεν τον έχουμε υπόψη μας.
Κι ο Χριστός παραμένει στον σταυρό και μας περιμένει. Το ευαγγέλιο δεν έχει ξεπεραστεί ούτε σε μία γραμμή. Εμείς το παρερμηνεύσαμε και νομίσαμε ότι είναι κάτι ξεπερασμένο. Ας βγει ένας να πει: Ναι, ξεπεράστηκε το θέμα της αγάπης, τώρα πια οι άνθρωποι αγαπήθηκαν. Τι να μας πει κι ο Χριστός. Ναι, ξεπεράστηκε το θέμα της συγγνώμης. Τώρα όλοι συγχωρούν τους άλλους. Τι να μας πει κι ο Χριστός.
Εμείς οι χριστιανοί, κάποιοι από εμάς, ευτυχώς όχι όλοι, μετατρέψαμε το ευαγγέλιο πάλι σε ένα εβραϊκό ή αρχαιοελληνικό – ή ό,τι θέλετε κείμενο. Δηλαδή το κάναμε πάλι νόμο και το κάναμε σκοτεινό. Και καταντήσαμε σαν κι αυτούς που κατηγορεί ο Χριστός: Φαρισαίοι και γραμματείς υποκριταί. Όμως το ευαγγέλιο παραμένει φωτεινό και προσκαλεί τους ανθρώπους. Γιατί είναι τα καλά νέα. Γιατί είναι ο λόγος του πραγματικού Θεού που ήταν στον σταυρό και αναστήθηκε.
Ο Χριστιανός πρέπει να ζει σε τούτο δω τον κόσμο και να είναι λαμπρός, φωτεινός. Να ζει μέσα στο σκοτάδι και να λάμπει για τους άλλους ανθρώπους. Να ζει μέσα στην κατήφεια και να σκορπίζει την αισιοδοξία. Να ζει μέσα στον φόβο και να διδάσκει την ανδρεία. Να ζει μέσα στην δειλία και να διδάσκει την λεβεντιά. Γιατί ο Χριστιανός πρέπει να ’ναι λεβέντης κι όχι κακομοίρης. Κι ό,τι κάνει κι ό,τι λέει πρέπει να είναι λουσμένο στο φως. Γιατί ήρθε το φως στον κόσμο κι ήταν ο Χριστός. Και τον κάναμε εμείς ιεροεξεταστή και εξουσιαστή και αρχηγό των όπλων.
Κι ο Χριστός για τους περισσότερους από μας παραμένει στον σταυρό. Όσοι όμως Τον ακολούθησαν και Τον ακολουθούν, αδελφοί μου, λούζονται στο φως. Χιλιάδες οι μαρτυρίες των ανθρώπων μέσα απ’ τους βίους των αγίων, των πατέρων, αλλά δόξα τω Θεώ και μέσα απ’ τους βίους ανθρώπων που ζουν ανάμεσά μας. Που το φως την ύπαρξή τους την αλλοίωσε, την άλλαξε. Που υπερέβησαν τον εαυτό τους. Που έγιναν για τους άλλους λαμπρό παράδειγμα. Ο Χριστός κατέβηκε από τον σταυρό, αναστήθηκε. Και αυτή η παράδοση από στόμα σε στόμα, θέριεψε την χριστιανική κοινότητα επί τρεις αιώνες. Μια κοινότητα νθρώπων που δεν πιάναν στα χέρια τους μαχαίρια και όπλα. Που μαρτυρούσαν την αγάπη του Χριστού, που δεν πολέμησαν ποτέ. Τους πολεμήσανε, μα στα χείλη τους είχαν πάντα την παρηγοριά και την χαρά. Και γι’ αυτό τους μίσησαν.
…κενό απομαγνητοφώνησης
Σκοπός είναι ν’ αγαπηθούμε ξανά. Να αγαπήσουμε λιγάκι τον εαυτό μας πρώτα, γιατί τον εαυτό μας μισούμε και τον έχουμε σε τέτοια χάλια. Να γίνουμε το φως του κόσμου. Να γίνουμε το ζυμάρι να μπορέσει να πλαστεί ο κόσμος. Όχι για να γίνει ένας κόσμος τέλειος. Δεν θα υπάρξει ποτέ. Αλλά για να γίνουμε παράδειγμα στους γύρω μας, στο περιβάλλον μας, για να ζήσουμε πραγματικά ευτυχισμένα. Να συσταυρωθούμε με τον Χριστό και να αναστηθούμε μαζί Του. Η μεγάλη ελπίδα που φέρνει η εκκλησία στον κόσμο είναι η μετάνοια. Που τόσο πολύ αυτή η λέξη κατασυκοφαντήθηκε και δημιούργησε αυτή την καρικατούρα χριστιανού που βλέπουμε και στις τηλεοράσεις. Τον κακομοίρη ο οποίος κατακρίνει τους άλλους. Δεν είναι αυτό χριστιανός. Αυτό είναι ένας θρησκευτικός άνθρωπος και μπορεί να τον βρει κανείς και στους ταλιμπάν και στους βουδιστές και στους ακραίους αμερικάνους χριστιανούς που θέλουν να πολεμήσουν τους πάντες και σε κάθε θρησκεία και κάθε ιδεολογία, σε κάθε -ισμό. Το παράδειγμα του Χριστού είναι εδώ μπροστά μας. Σταυρώνω τον εγωισμό μου και σταυρώνομαι για τους άλλους. Μόνο έτσι έχει νόημα να προσκυνάμε τον σταυρό. Αλλιώς ας μην τον προσκυνάμε. Είναι πιο τίμιο. Να πούμε: «Δεν με ενδιαφέρει. Εγώ θέλω μόνο να δυναστεύω, να εξουσιάζω, η ζωή μου ό,τι φάω κι ό,τι πιω».
Ας προσκυνήσουμε τον σταυρό με την ελπίδα ότι τις επόμενες δυο μέρες, ό,τι αποκομίσαμε την Μ. Τεσσαρακοστή, όσοι νηστέψαμε κι όσοι δεν νηστέψαμε, όσοι στοχαστήκαμε κι όσοι δεν στοχαστήκαμε, όσοι κλάψαμε για τα χάλια μας κι όσοι δεν κλάψαμε, αυτές τις δυο μέρες που οδηγούν στην Ανάσταση να αφήσουμε μια μεγάλη κραυγή να βγει μέσα από την ψυχή μας. Θεέ μου, έλα στην ζωή μου, εγώ δύσκολα πορεύομαι. Είτε είμαι 14 χρονών και πονάω στη ζωή μου γιατί μου συμβαίνουν διάφορα είτε υπαρξιακά, οικογενειακά είτε ό,τιδήποτε, είτε είμαι 84 και νιώθω τον φόβο του θανάτου, έλα Χριστέ στη ζωή μου να πορευτούμε μαζί. Έλα να μ’ αγαπήσεις, εγώ σ’ αγαπάω. Και μαζί ν’ αγαπήσουμε τον κόσμο. Αυτό τον κόσμο που σκοτείνιασε τόσο πολύ γύρω μας.
Ο Θεός να μας δίνει δύναμη, ευλογία, φώτιση, χαρά κι ο ένας ν’ αγαπάει τον άλλο. Να σταματήσουμε αυτή την φριχτή κατάκριση που καταδυναστεύει τους ανθρώπους. Και κάθε μέρα να γινόμαστε λιγάκι καλύτεροι. Είναι μακρύς ο δρόμος προς την χαρά. Λιγάκι καλύτεροι. Να λέμε ένα «δόξα τω Θεώ» που υπάρχουμε. Δόξα τω Θεώ που ’χουμε να φάμε, έστω κι ένα ψωμί. Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ! Έχουμε μια ζωή να ζήσουμε μόνο αδελφοί μου. Μία. Και κάνουμε λες κι έχουμε εκατό και περνά η μέρα και βουλιάζουμε στην ρουτίνα. Βουλιάζουμε, χανόμαστε. Έλα Χριστέ στη ζωή μας. Δόξα τω Θεώ!