Tου Παντελη Μπουκαλα – Καθημερινή 13/2/2011
(Μια Νεκρολογία για έναν ξεχωριστό άνθρωπο…)
«Ηρθε ο άρχοντας». Ετσι λέγαμε όταν, προχωρημένη πια η ώρα, έφτανε στο μοναστήρι της Παναγίας, λίγο έξω από το χωριό, ο Γιάννης Βασιλόπουλος για να ανέβει στην πρόχειρη σκηνή και με τους ρυθμούς του κλαρίνου του να οδηγήσει το πανηγύρι στον καλό του δρόμο. Στην τρίχα πάντοτε ντυμένος, με το άψογο κοστούμι του, τα αστραφτερά παπούτσια του, που φρόντιζε να μη λερωθούν από τη χωμάτινη πίστα των πανηγυριών, και με τα δαχτυλίδια του. Το ’λεγε και μόνος του: «Μ’ αρέσει το ωραίο ντύσιμο, το βρήκαμε από τη γενιά του πατέρα μας. Είναι παράδοση. Ο άνθρωπος δεν ζει για να γεμίζει την κοιλιά του αλλά για να μοσχοβολάει». Ετσι απλά. Κατέβαινε λοιπόν από τη μεγάλη κούρσα του με τον αέρα ενός ανθρώπου που ξέρει την αξία του, ξέρει ότι τον σέβονται και τον αγαπούν, αλλά ξέρει και κάτι παραπάνω, κρισιμότερο: ότι δεν χρειάζεται να επιδείξει την αξία του αυτή, μόνο να τιμήσει την τέχνη του χρειάζεται, ώστε και στον σεβασμό του ακροατηρίου του να ανταποκριθεί και την αγάπη των ανθρώπων να δικαιώσει. Και την τιμούσε την τέχνη του. Σε κάθε πανηγύρι. Δεν έτυχε να τον ακούσω ποτέ βαρύθυμο, να παίζει από υποχρέωση και μόνο, για την αμοιβή, όση κι αν ήταν· άλλωστε, στα χωριά που αγαπούσε ιδιαίτερα πήγαινε και ακερδώς, παραβλέποντας ακόμα και τα προβλήματα της υγείας του.
Ηταν ένας καιρός, δυο δεκαετίες πριν πάνω-κάτω, που τον Δεκαπενταύγουστο ή στα εννιάμερα της Παναγίας, με τα αδερφοξάδερφα κυνηγούσαμε τα πανηγύρια δεξιά και αριστερά του Αχελώου, και βαθύτερα στο Ξηρόμερο, για να ακούσουμε τον Γιάννη Βασιλόπουλο να βαράει το κλαρίνο του· ο Βασίλης Σαλέας, ο παλιός, ο πρώτος, δεν υπήρχε πια, και μόνο ο μπαρμπα-Γιάννης είχε τότε τη χάρη και τη δύναμη να ξαναδίνει ομορφιά σε αυτό που πήγαινε να χαθεί, ή έστω να φθαρεί, σ’ αυτό που είχε καρφωθεί στο μυαλό μας από τα χρόνια που ο ηλεκτρισμός και η τεχνολογία δεν είχαν σύρει τη δημοτική μουσική σε νέες, ταχύτερες διαδρομές. Και πέφταμε πού και πού και σε ψευτοκαβγάδες, ποιο όργανο είναι το αυθεντικότερο, ο ζουρνάς, αρχαιότατος άλλωστε, ή το κλαρίνο, που μετράει – δεν μετράει δύο αιώνες στην Ελλάδα, αν δεχτούμε την υπόθεση ότι ο ήχος του ευρωπαϊκού οργάνου πρωτοακούστηκε στα σαράγια του Αλή πασά. Ακούγαμε Ασημάκη Μπέκο και ψηφίζαμε τον ζουρνά, ακούγαμε έπειτα Βασιλόπουλο ή Σαλέα (ή, αργότερα, τους Χαλκιάδες και τους Σουκαίους, μαζί με τους Ηπειρώτες της παρέας) και ψηφίζαμε κλαρίνο. Ενώ δεν υπήρχε κανένας λόγος να ψηφίσουμε, να ιεραρχήσουμε, να αποδώσουμε πρωτεία γνησιότητας. Απλό είναι. Πανηγύρι του Αϊ- Συμιού, στο Μεσολόγγι, χωρίς ζουρνά, και νταούλι βέβαια, δεν γίνεται. Και, είναι – δεν είναι μουσικό σύνορο ο Αχελώος, ξηρομερίτικο πανηγύρι χωρίς κλαρίνο, πάλι δεν γίνεται. Τα χαίρεσαι λοιπόν και τα δύο, πατώντας και στη μια και στην άλλη όχθη του ποταμού (αυτό ούτε ο Ηράκλειτος δεν θα το απαγόρευε), και βγαίνεις διπλά κερδισμένος. Και τόσο περισσότερο κερδισμένος όσο περισσότερα λεφτά έχουν φύγει από την τσέπη σου, προσάναμμα του γλεντιού, όπως με καμάρι μάλλον παρά με στενοχώρια συνειδητοποιείς μια-δυο μέρες αργότερα.
Οι πιο τυχεροί, λοιπόν, πετύχαιναν την κομπανία του Βασιλόπουλου με τραγουδιστή τον Ξηρομερίτη Τάκη Καρναβά που, λόγος ήταν και λεγόταν, έπινε και το νερό του ουζωμένο, όπως άλλοι το ούζο τους νερωμένο· κι έρχονταν λέει στιγμές, χαράματα πια, που για να μην πάψει να τραγουδάει, τον έδεναν στην καρέκλα του, ώστε να κρατιέται στο ύψος του μικροφώνου, αν υπήρχε. Μια ολόκληρη ιστορία άκουγες πίσω από κάθε κομμάτι που έπαιζε ο Βασιλόπουλος, είτε κλέφτικο ήταν είτε τραγούδι της αγάπης ή της ξενιτιάς, τσάμικο ή συρτό, δημοτικό ή λαϊκό, ρουμελιώτικο, πελοποννησιακό ή ηπειρώτικο. Η γκάμα του δεν είχε όρια, ούτε και η υπομονή του όταν έβλεπε πως ο πρώτος του χορού είχε το μεράκι του μεγαλύτερο από τη χορευτική του αξιοσύνη· τον καθοδηγούσε τότε με τους ρυθμούς του, γινόταν συνεργός του πάθους του, για να τον βοηθήσει να βγάλει από μέσα του την πίκρα και τον σεβντά του. Στα βαριά τσάμικα ιδιαίτερα, που όλο και λιγότεροι ξέρουν να τα παίζουν ή να τα τραγουδούν και όλο και λιγότεροι να τα χορεύουν δίχως τις φιγούρες εγωλατρίας που διδάσκουν κάποιες σχολές, δεν υπήρχε λόγος να του ζητήσει ο ίδιος ο χορευτής να πάει «αργά» με το κλαρίνο του, κι ύστερα «πιο αργά», και στο τέλος «πεθαμένα». Το ’νιωθε μόνος του, κι από μιας αρχής, και συντονιζόταν· άλλωστε δεν ανήκε στους κλαριτζήδες εκείνους που τους κουράζουν τα αργά παιξίματα και τα αποφεύγουν, προτιμώντας τα ταχύρρυθμα, που υποτίθεται ότι κάνουν καλύτερο κέφι.
Με τον Γιώργο Κόρο
Αυτοδίδακτος ήταν ο Γιάννης Βασιλόπουλος, που πέθανε λίγες ημέρες πριν. Νότες δεν ήξερε να διαβάζει. Ηξερε όμως ν’ ακούει και, χάρη στην απίστευτη μουσική μνήμη του, μπορούσε, το έλεγε κι ο ίδιος καμαρώνοντας, να παίξει ολόκληρο κοντσέρτο κι ας το είχε ακούσει μόνο μία φορά. Γεννημένος στο Αγρίνιο το 1939, με γιαγιά τσιγγάνα από το Μεσολόγγι, είχε δασκάλους τον πατέρα του και τους μπαρμπάδες του – «όλα τ’ αδέρφια μου, οι μπαρμπάδες μου, κλαρίνο, λαούτο, σαντούρι, κιθάρα», έλεγε ο ίδιος στο περιοδικό «Ντέφι» το 1983. Από τα δεκαπέντε του κιόλας βιοποριζόταν παίζοντας κλαρίνο.
Με τη βοήθεια του τραγουδιστή και μουσικού Γιώργου Παπασιδέρη, και πριν κλείσει τα είκοσί του, ανέβηκε στην Αθήνα, όπου και δούλεψε σε πολλά μαγαζιά, ώσπου άνοιξε το δικό του, το «Χρυσό κλαρίνο». Η γνωριμία του με τον Στέλιο Καζαντζίδη, που τον άκουσε να παίζει και πείστηκε από τη μαστοριά του, του άνοιξε το δρόμο προς το λαϊκό τραγούδι. Η δεξιοτεχνία του αποτυπώθηκε σε αμέτρητους δίσκους, δημοτικούς και λαϊκούς, προσωπικούς και συλλογικούς, αφού συνεργάστηκε με σπουδαίους συνθέτες και τραγουδιστές: Τσιτσάνης, Ζαμπέτας, Χάλαρης, Ξαρχάκος, Παπασιδέρης, Κώστας Ρούκουνας, Σοφία Κολλητήρη, Καζαντζίδης, Πόλυ Πάνου, Γιώτα Λύδια, Μανώλης Αγγελόπουλος.
Και δημοτικά έπαιζε ο Γιάννης Βασιλόπουλος και λαϊκά, χωρίς να συγχέει τα είδη και τα όρια. Και την ώρα του γάμου (την περίσταση του οποίου τη θεωρούσε μέγα σχολείο για τον οργανοπαίκτη) ή του πανηγυριού, συνόδευε και τα δημοτικοφανή ή τα λαϊκοφανή, που χρόνο με το χρόνο διεύρυναν την επικράτειά τους, και κατόρθωνε ώς κι αυτά να τα εξυψώνει, να τα ευγενίζει. Και τον «Ηλιο» του τον θυμάμαι, και θα τον θυμάμαι, κι όταν έπαιρνε τον δρόμο του «Ραστ» τον θυμάμαι, κι όταν έπαιζε τα καζαντζιδικά, σόλο. Σειόταν ολόκληρος, όρθιος, ένα ολόσωμο μουσικό όργανο, ζώντας τον ρυθμό πριν τον μεταδώσει στις παρέες. Μα τώρα τον φέρνω στο νου μου στο πανηγύρι του χωριού, κόντευε πια να φέξει, να παύει τα γλεντζέδικα, να επιβάλλεται και βασισμένος στα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής να υφαίνει συγκινητικότατες αυτοσχεδιαστικές μουσικές, που αποθησαυρίστηκαν και στο δίσκο του «Τα δάκρυα της Μαγδαληνής». Κλάμα σε πανηγύρι, έστω βουβό, δεν συνηθίζεται. Αλλά ήταν τόσο λυτρωτικό. Τόσο όμορφο.