Βουλιάζει η μέρα μέσα στο φθινοπωριάτικο σούρουπο κι η βροχή ξεπλένει τους σκονισμένους δρόμους. Οι άνθρωποι κλείνονται στα σπίτια τους κουρασμένοι απ’ τον κάματο και το άγχος, φοβισμένοι από τον ορυμαγδό των κακών ειδήσεων που οι κινούμενες κεφαλές σκορπίζουν από τις διαρκώς ανοιχτές τηλεοράσεις κι ύστερα πάλι πασχίζουν να ξεχαστούν, ηδονοβλεψίες σε γελοία reality. Στους δρόμους κίνηση, νεύρα, διαδηλώσεις, άνεργοι που μοιράζουν βιογραφικά αναζητώντας τα χαμένα τους όνειρα. Στα στενά του κέντρου παραμονεύουν πεινασμένοι φτωχοδιάβολοι που για λίγα ευρώ μπορούν και να σκοτώσουν, άλλοι παραδομένοι στις χημικές εξαρτήσεις, κι άλλοι εξαθλιωμένοι ήδη, εκεί στους μακρινούς τόπους καταγωγής, όπου τους έκλεψαν την ζωή. Μιλιούνια πια οι μετανάστες στα γκέτο της παλιάς “καλής” Αθήνας, ονειρεύτηκαν την γη της επαγγελίας και προσγειώθηκαν στην πόλη της απαισιοδοξίας.
Κι εμείς οι άλλοι, οι καθωσπρέπει, εμείς που ψάξαμε να βρούμε χαρά κι ευτυχία στ’ αποκτήματά μας, που καμαρώσαμε για τα δήθεν επιτεύγματά μας, μάς παρασέρνει η έπαρση, κι άλλοτε η απελπισία. Κυλούν οι μέρες δίχως να κοιτάζουν την δικιά μας μελαγχολία κι η καθημερινότητα όλο διαψεύσεις, γκρεμιζει όνειρα, σχέδια, προσδοκίες. Η ζωή περνά και χάνεται και το μόνο που μας απομένει λίγες στιγμές αγάπης, που ο καθένας μας έζησε, δυό χαμόγελα ζεστά που μας χαρίστηκαν, όχι γιατί τ ‘αξίζαμε, μα γιατί ο Θεός το θέλησε να ζήσουμε. Σε Αυτόν προσδοκούμε, στο έλεός Του, στην χάρη Του…
συνεχίζεται…