Εμεις οι χριστιανοί, οι αποκαλούμενοι παλαιότερα Οδίτες…
Είμαστε οι αποσυνάγωγοι, οι ασεβείς του «νόμου του Θεού», οι παράνομοι των μεγάλων αυτοκρατοριών, οι αντιρρησίες των βασιλιάδων, οι επικηρυγμένοι εις θάνατον των σπουδαίων σοσιαλιστικών παραδείσων. Εμείς, που αγαπήσαμε το Φως, που ως κόλαση ορίσαμε την αχαριστία και την μιζέρια κι ύστερα μας φυλάκισαν στα κολαστήρια βαρυφορτωμένων με μεγάλα λόγια καθεστώτων, γιατί τάχα ενοχλούσαν οι “σκοταδιστικές” ιδέες μας. Οι πτωχοί τω πνεύματι, σ’ ένα κόσμο που νομίζει ότι τα ξέρει όλα. Κάποιοι από μας, κάποτε, αλώνισαν τον κόσμο με δυο σανδάλια και την ψυχή ξεχειλισμένη από Χριστό, κάποιοι από εμάς καταδικαστήκαν ως “άθεοι” κι επαναστάτες, γιατί δεν προσκυνούσαν, κάποιοι από εμάς πέθαναν απ’ τους λοιμούς περιμαζεύοντας άρρωστα παιδιά που τα πετούσαν στο δρόμο για το «κοινό καλό».
Έτσι μας έμαθαν οι παλιοί συνοδοιπόροι μας, να μένουμε στα παρασκήνια όταν ο κόσμος ζει την κάθε παρωδία του, για να του απλώνουμε τα χέρια μας, όταν η αυλαία καταρρέει. Εμείς, της κάθε εποχής οι Οδίτες, πεθάναμε συχνά για ότι πιστέψαμε, κλάψαμε για τον κόσμο που κατρακυλούσε, όταν όλοι χειροκροτούσαν ξέφρενα την πρόοδο του, κοιτάξαμε με την ψυχή φουσκωμένη από χαρά τον ήλιο, χαμογελώντας σαν παιδιά, όταν ο κόσμος γκρίνιαζε. Ο κόσμος που ύστερα από τόσο χειροκρότημα κατρακυλούσε, ο κόσμος που μας θεωρούσε αφελείς και μας περιγελούσε.
Μας λένε δεισιδαίμονες εκείνοι που φοβούνται τον θεό ή τους «κακούς», τους δυτικούς ή τους ανατολίτες, ή το κακό το μάτι της γειτόνισσας, τους Αμερικάνους, τους Κινέζους ή τους Ρώσους, τους συνωμότες ή τους εξωγήινους, ή τη γκαντεμιά τους επειδή δεν πρόλαβαν να φτύσουν τον κόρφο τους. Οπισθοδρομικούς μας λένε ακόμα, οι δήθεν εκσυγχρονιστές της ιστορίας, με τα λόγια τα ξύλινα και τα χέρια τα βαμμένα με αίμα.
Έτσι είμαστε εμείς οι αποκαλούμενοι Οδίτες. Που ξέρουμε πως μες στην αμαρτία η χάρη περισσεύει και δε βαστάει η απελπισία στην ψυχή μας. Που μάθαμε με το αίμα της ψυχής μας πως επανάσταση θα πει, να τα βάζεις με το δυνάστη και το χάος μέσα σου. Τόσες αυτοκτονίες γύρω τους κι εμάς που υμνούμε τη Ζωή μας βλέπουν οι «πολιτισμένοι» σα χαμένους. Πολιτικώς ορθοί δε γίναμε ποτέ, γιατί ούτε από πολιτική, ούτε από ορθότητα λογαριάζει η συγχώρεση.
Εμείς, γινήκαμε “δειλοί” όταν θάρρος σήμαινε να σκοτώνεις τον άλλο για να του «μάθεις να σκέπτεται». Εμείς, οι φτωχούληδες του Θεού, το αλάτι της γης, γνωρίζουμε το Θεό από τα μάτια του αδελφού και τα λάθη μας απ’ το απλωμένο χέρι του Χριστού αντίκρυ μας. Οι Οδίτες, βλέπεις, μετρούν τον κόσμο μ’ αγκαλιές και χαμόγελα, έτσι που δεν αγοράζεται ποτέ η ελπίδα τους ούτε πουλιέται. Μοναχά μοιράζεται και όταν λιγοστεύει της δίνει Λόγο ο ουρανός να πορεύεται. Γι’ αυτό οι χριστιανοί δε νιώθουν μόνοι, μα προσεύχονται για την μοναξιά που βασιλεύει στις ψυχές των ανθρώπων.
Μόνο αυτή τη μέρα έχω κι είναι ό,τι έχω τούτη η μέρα. Κι αν με ρωτήσεις θα σου πω, πως θέλω να ‘μαι με ετούτους τους τρελούς, τους Οδίτες, που λένε «ταξίδι» τη ζωή και Δρόμο το Θεό τους, που έχουν για Θεό εκείνον που έκλαψε γι’ αυτούς και που χαμογελούσε στα παιδιά. Εκείνον που έβαλε πάνω από τις ένθεες αυταπάτες των νόμων και τις επηρμένες πολιτικώς ορθές διακηρύξεις την Αγάπη. Θέλω να πορευτώ με λογισμό και με όνειρο το δρόμο το λιγότερο ταξιδεμένο, με πνεύμα και αλήθεια, πεινώντας και διψώντας τη δικαιοσύνη, με έρωτα για τη ζωή που να μην την αφήσω να τελειώσει ποτέ και λέω ν’ αφήσω τις ήττες και τις κρίσεις για εκείνους που ονειρευτήκαν ένα καθωσπρέπει εξοχικό, μια δόξα αδειανή κι ένα αυτοκίνητο ακριβό για μες την πόλη…
ΥΓ: Ξέρω, θα πεις πως κάποιοι από εμας έπραξαν τ’ αντίθετα στο διάβα του χρόνου. Υπηρέτησαν τις εξουσίες, ξέχασαν τον λόγο της Αγάπης, φανατίστηκαν και πρόδωσαν τον λόγο του Χριστού. Δίκιο έχεις, μα εγώ σου μιλάω για όσους ποθούν τον δρόμο Του ν’ακολουθήσουν, τους Οδίτες…
Ελευθερία