Δραπέτευση στο Άγιο Όρος, στο πανηγύρι του αγαπητού μοναχού, ευκαιρία στην ψυχή να ξεσκάσει λίγο κάτω από την σκιά του Άθωνα…
Στο καραβάκι τσούρμο οι Ρουμάνοι, χαίρονται σαν μικρά παιδιά, γελάνε και ψέλνουνε, για την χώρα τους που λευτερώθηκε, για την πίστη τους που δεν διώκεται πια, για την φτώχεια τους που την ξεχνάνε με τούτο το προσκύνημα. Πλημμυρίσανε το Όρος, άλλοι περιπλανώμενοι, άλλοι πλανεμένοι, άλλοι ζητώντας δουλειά κι άλλοι ψάχνοντας τόπο να μονάσουν…
Στις Καρυές πολυκοσμία, αυτοκίνητα και φασαρία, κι έτσι προσκυνήσαμε το ‘Άξιον εστί” και πήραμε γρήγορα τον δρόμο για το Κελί, νοσταλγώντας τα παλιά τα χρόνια, τότε που συναντούσες μόνο στρατοκόπους και μουλάρια στους δρόμους και στα μονοπάτια. Όχι, δεν θέλουμε να κινδυνολογήσουμε, αλλά το Άγιον Όρος γέμισε από τουρίστες, φυσιολάτρες και εργάτες. Αναπόφευκτη συνέπεια της αίγλης του τα τελευταία χρόνια. Τώρα ήρθε ο καιρός της σιωπής για τους μοναχούς…
Στην ακολουθία το ξημέρωμα, αγαλλίαση, ευφροσύνη και χαρά, και το πρωϊνό αεράκι να τρυπώνει κάτω από την παλιά πόρτα. Κατάνυξη και ησυχία, αυτό που χρειάζεται ο νους και η καρδιά για να προσευχηθεί και να στοχαστεί. Μακάρι όλοι οι ιερείς των πόλεων και των χωριών να “ζηλέψουν” αυτή την ησυχία και να προσπαθήσουν να την δημιουργήσουν στις ενορίες. το έχει ανάγκη ο κόσμος, στην δύσκολη εποχή που ζούμε, την γεμάτη άγχος, φασαρία και ταραχή, να γίνει η εκκλησία καταφύγιο γαλήνης και ειρήνης…
Έξω καθώς ξημέρωνε, ο Άθωνας μας έγνεφε αγαπητικά απ’ το θεόρατο ύψος του, από την κορυφή που 1000 χρόνια τώρα την αγναντεύουν μοναχοί και επ’ ελπίδι αναστάσεως προσκυνητές. Σκέφτομαι τις χιλιάδες ψυχές που σαν κι εμένα αντίκρυσαν το πρωί μετά την θεία Λειτουργία την ψηλή κορυφή, με την ελπίδα της συνάντησης με τον Θεό, με δάκρυα στα μάτια για τις πτώσεις τους, με πείνα και δίψα για την Αλήθεια…
Και εν τω μεταξύ ο οψοποιός έξω στ’ αγιάζι, έκανε τον δικό του όρθρο: χταπόδι στιφάδο να ευφρανθούν οι πανηγυριστές. Ένα βαρέλι που’ χει γίνει αυτοσχέδια μα αποτελεσματική στόφα και η καλογερική μαγειρική τέχνη που περνάει από γενιά σε γενιά, αρκούν για να γίνει το φαγητό δοξολογική απόλαυση…
Θυμηθήκαμε την θειά στο χωριό, την λεβέντισσα παπαδιά Χρυσούλα, που μαγείρευε έξω από το σπίτι, χειμώνα – καλοκαίρι, σ’ ένα παρόμοιο ταβά…
Το πρωί κατάκοποι απολαύσαμε τους κόπους του μάγειρα, την κατάλυση ελαίου λόγω γιορτής και την φιλοξενία του γέροντα. Είπαμε ιστορίες για τους παλιούς, για γεροντάδες και υποτακτικούς, για πλάνες και ευλογίες, κουβεντιάσαμε και ευχαριστήσαμε τον Θεό, πάντων ένεκεν…
Ένας προσκυνητής…