Μπαμπά μου θυμάσαι πως φοβόσουν τα αεροπλάνα; Μειδιώ τώρα που το σκέφτομαι. Ήτανε κι αυτό τόσο μάταιο όσο οι άπειρες χαμένες στιγμές μέσα στην τροχιά του χρόνου. Άραγε πού να ‘σαι τώρα…Χαίρομαι το φως της ημέρας. Χαίρομαι την ώρα της προσγείωσης. Μετά από ένα διήμερο τόσο εορταστικό με ανθρώπους αγαπημένους η ζωή προχωράει. Αισθάνομαι τόσο τυχερή… Ποιος άλλος από τους συνταξιδιώτες μου να ‘χει άραγε περάσει τόσο όμορφα; Μου χαρίστηκε μια ζωή γεμάτη. Ανθρώπους, τρυφερότητα, αγάπη, νοιάξιμο, συναισθήματα. Κι αν η προαίρεση μου πολλές φορές ασθενεί κι αν η ύπαρξή μου είναι λειψή κι αν τα συναισθήματά μου είναι φτωχά, ένα ξέρω με βεβαιότητα. Η ζωή που μου χαρίστηκε είναι όμορφη και μοναδική και δεν μου επιτρέπεται παρά μόνο να σ’ ευχαριστώ Χριστέ μου…Α.Χ.
Σκέψεις από το αεροπλάνο…
Στάλες στο τζάμι, σαν δάκρυα σφραγισμένα στα βλέφαρα που τρέχουν νωχελικά απ’ τη ζέση του ήλιου. Μακρόσυρτη βόλτα στον πελώριο διάδρομο του αεροδρομίου, όλο αναμονή για την απογείωση. Κάτω από το φτερό μια μεγάλη σκιά και ο έλικας που γυρνάει ιλιγγιωδώς ετοιμάζεται κι αυτός για το ταξίδι. Σαν ένα μεγάλο πουλί σηκώνεται λίγο-λίγο από το έδαφος. Κι όσο πιο ψηλά ανεβαίνει τόσο ο ίσκιος του μακραίνει. Τόσο μικραίνει όσο να γίνει μια στάλα ακαθόριστη στο μακρύ δρόμο με τις γέφυρες και τα λιγοστά αυτοκίνητα. «Όταν κοιτάζω από ψηλά μοιάζει η γη με ζωγραφιά…» Τόσα πολλά δέντρα έχει η Αττική; Δίπλα στο απέραντο μπετονένιο δάσος προβάλλει μια έκταση καταπράσινη, ευχάριστη έκπληξη! Κι ύστερα κόλποι μικροί και μεγάλοι κι ύστερα η θάλασσα, καταγάλανη στο μεταξένιο φως του ήλιου. Στο ίδιο πλάνο το φεγγάρι λίγο πιο πάνω από τα σύννεφα και μια κουκκίδα καραβίσια που αρμενίζει στο πέλαγος. Η απεραντοσύνη του κόσμου μαζί με την ελάχιστη αναπνοή της ανθρωπότητας. Ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας, ο θαυμαστός του Κυρίου.