Τώρα οι τρίλιες των πουλιών που άκουγα τα ξημερώματα πρέπει νά’χουν φτάσει μακριά, να τρέχουν από δω κι εκεί, και να συρράπτουν τα κομματάκια της πραγματικότητας, τέτοιας που την εκαταντήσαμε. Στα πλαϊνά μου τραπέζια οι ντόπιοι, αυτοί, έχουν πέσει με τα μούτρα στις εφημερίδες που μόλις έφερε το μεσημεριανό αεροπλάνο. Μυστήριοι άνθρωποι. Τους ξέρω χρόνια, τους μελετώ σαν να’ τανε πειραματόζωα. Στις κοινωνικές τους σχέσεις, τις οικογενειακές αλλά και τις επαγγελματικές, συμπεριφέρονται με μιαν ευθύτητα και μια ψυχική ευγένεια που μαρτυρούν κοιτάσματα χρυσού στο προγονικό τους υπέδαφος.
Η κρίση τους είναι καθαρό μαχαίρι. Κόβει τα πράγματα σε καλά και κακά, μαύρα και άσπρα, όπως μας τα’ μαθε η μάνα μας. Έτσι όμως κι εμπλακούν στα συνθήματα που τους προσφέρουν με τον δικό τους δόλιο τρόπο οι πολιτικές παρατάξεις, η καθαροσύνη αυτή χάνεται. Και τα μεν και τα δε είναι όλα καλά εάν βρίσκονται από το μέρος μας και όλα κακά εαν βρίσκονται από το άλλο. Δεν υπάρχει τρόπος να χωριστούν αλλιώς. Ούτε κανείς βιοχημικός η οφθαλμολόγος θα μπορούσε να μας εξηγήσει πως γίνεται τόσο ετερόκλητα πράγματα να αποκτούν έξαφνα το ίδιο χρώμα και να θολώνει το ίδιο μυαλό. Και το ωραίο είναι ότι, σε τελική ανάλυση, την νύφη την πληρώνεις εσύ, που βρίσκεσαι με τους απ ἔξω.
Δεν τολμάς να τραβήξεις μιαν από τις αξίες που πιστεύεις ότι ικανοποιούν την εθνική σου φιλαυτία, και βλέπεις να βγαίνουν μαζί της ένα σωρό άνθρωποι των χρηματιστηρίων, που ανεβοκατεβαίνουν στην κόλαση όπως στο σπίτι τους. Δεν κοτάς ν’ αγγίξεις μίαν από τις αξίες που ικανοποιούν τα αισθήματά σου για κοινωνική δικαιοσύνη, και βρίσκεσαι να «κάνεις πορεία» μ’ έναν συρφετό ανθρώπων που δεν έχουν δική τους σκέψη αλλά την περιμένουν από τον καθοδηγητή τους.
Έτσι όμως η ψυχή μας υποχρεώνεται να κυλήσει πάνω σε δυό γραμμές που αδυνατούμε να παραλληλίσουμε. Ο εκτροχιασμός είναι αναπόφευκτος Θεέ μου!
Οδ. Ελύτη, Τα δημόσια και τα ιδιωτικά, Ίκαρος 1990