ΧΑΜΗΛΗ ΠΤΗΣΗ…

Στα Άρθρα by Ιερός ναός Ταξιαρχών Μοσχάτου

… πάνω ἀπό πόλεις καί χωριά. Ἡ μουσική ἀπ’ τό mp3 στ’ αὐτιά μου μέ γλυτώνει ἀπό τίς μᾶλλον ἀνούσιες κουβέντες τῶν συνεπιβατῶν μου καί μέ ταξιδεύει σέ σκέψεις. Ὅλα ἀπό δῶ πάνω μοῦ φαίνονται μάταια καί σ’αὐτό βοηθάει λίγο ὁ φόβος μου γιά τά ἀεροπλάνα. Ἄν πέσω ἀπό αὐτό τό ὕψος, ὅλα τά ἀνόητα ἄγχη μου κι ὅλες οἱ ἀνησυχίες γιά τό μέλλον θά γίνουν σκόνη. Καρ­φω­μέ­να τά μά­τια στή γῆ, ἐ­στιά­ζουν στό βά­θος, στίς τα­ρά­τσες τῶν σπι­τι­ῶν, στίς και­νούρ­γι­ες πο­λυ­κα­τοι­κί­ες, στά αὐ­το­κί­νη­τα πού μυρ­μηγ­κιά­ζουν στούς έ­παρ­χια­κούς δρό­μους. Ἄ­ρα­γε οἱ ἄν­θρω­ποι πού μέ­νουν σ’ αὐ­τά τά σπί­τια, ἔ­χουν σκε­φτεῖ τήν μα­ται­ό­τη­τα τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς τους μέ­ρι­μνας;

Φαντάζομαι χιλιάδες τηλεοράσεις ἀναμμένες μέσα στά μικροσκοπικά σπίτια, ἀνθρώπους ἀποχαυνωμένους ἀπό τήν αἰσθητική τῆς φτήνειας, βυθισμένους στό ναρκωτικό τοῦ τηλεκουτσομπολιοῦ καί τῆς σαπουνόπερας. Ἀνθρώπους – καλούς – πού τήν κουλτούρα τους καθορίζουν οἱ κινούμενες κεφαλές τῶν παραθύρων, οἱ ἡμιμαθεῖς πού ὅλα τά γνωρίζουν, ἀλλά τίποτα δέν ξέρουν. Ἀνθρώπους πού ξέχασαν νά ἐπικοινωνοῦν καί ζοῦν σάν ξένοι στό ἴδιο σπίτι.

Ζευγάρια πού δέν ἔμαθαν νά ἀγαποῦν, δέν κατόρθωσαν νά ξεπεράσουν τό ἐγώ καί νά γίνουν ἐμεῖς, πού ζοῦν συμβατικά, μέ μόνο ἰδανικό τά παιδιά τους. Ζευγάρια πού θελουν τό καλύτερο γιά τά σπλάγχνα τους, ἀλλά τό μόνο πού κάνουν εἶναι νά τά μπουκώνουν – μέ τροφή, μέ σπουδές, μέ ὑπερπροστασία- ἀλλά νόημα ζωῆς δέν τούς δίνουν, γιατί δέν ἔχουν.
Ἄνθρωποι – καλοί – παραδομένοι στήν κατανάλωση, τί θά φᾶμε, τί θά πιοῦμε, πού θά ξεχαστοῦμε τό Σάββατο τό βράδυ. Ἄνθρωποι πού προσπαθοῦν νά γεμίσουν τό κενό τους μέ τά πάθη, λατρεύουν τήν ὕλη, ἀφοῦ δέν ἔχουν πού νά πιστέψουν.

Κοιτάζω τίς μικροσκοπικές ταράτσες κι ἀναλογίζομαι τό ἄγχος καί τόν φόβο πού βασιλεύει μέσα σ’ ὅλο αὐτό τό μπετόν. Ἄγχος γιά νά ἀποκτηθοῦν κι ἄλλα, ἄγχος γιά τήν δουλειά, ἄγχος γιά τά πάντα. Φόβος, ἀνησυχία, στενοχώρια. Κοντά σ’ αυτούς καί οἱ ἄλλοι, αὐτοί πού δέν ἔχουν τά χρειαζούμενα, πού δέν ξέρουν πώς θά ξημερώσει ἡ αὐριανή μέρα. Φτωχοί καί νεόπτωχοι, ἄνθρωποι πού ἀπέτυχαν καί ζοῦν μέ τό ἄγχος τῶν δανεικῶν.

Τό ὑπέροχο κοντσέρτο γιά τσέλλο τοῦ Εdgar στό mp3 τελειώνει. Ἡ μακαρίτισσα Jacqueline Du Pre, ἄραγε πόσο ἄγχος γιά τό μέλλον νά εἶχε; Πόσο νά χάρηκε τό θεῖο δῶρο τοῦ ταλέντου της, πόσο νά ἀγάπησε, πόσο νά εὐχαριστήθηκε τήν ζωή πρίν τήν χτυπήσει ἡ ἀνίατη ἀσθένεια πάνω στό ἀπογειο τῆς δόξας της, στά 26 της χρόνια; Πόσο γκρίνιαξε, πόσο ὀργίστηκε, πόσο τήν χώρισε ἡ ματαιοδοξία ἀπό τούς ἀνθρώπους, πρίν μάθει ὅτι δέν θά προλάβει νά γεράσει;

Ἄθελά μου, βάζω τόν ἑαυτό μου στήν θέση της. Πόσο χαίρομαι τήν ζωή μου, πόσο συγκλονίζομαι ἀπό τήν σκέψη πώς κάθε μέρα πού ζῶ εἶναι μοναδική κι ἀνεπανάληπτη, πώς δέν ὑπῆρξε κανείς σάν κι ἐμένα, οὕτε πρόκειται νά ὑπάρξει σέ ὁλάκερη τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας; Πόσο συμπεριφέρομαι σάν νά πρόκειται νά ζήσω αἰώνια, ἐνῶ ἴσως αὔριο νά μήν ὑπάρχω;

Συγγνώμη πού σᾶς ζάλισα μέ τήν φλυαρία μου, ἀλλά εἶναι κι αὐτή ἡ φοβία μέ τά ἀεροπλάνα πού μέ κάνει νά παραληρῶ καί νά μήν ξέρω τί λέω. Σέ λίγο προσγειωνόμαστε καί στό μυαλό μού’ ρχεται κάτι πού εἶχα διαβάσει παλιά :

Μήν μεριμνᾶτε γιά τήν ζωή σας, τί θά φᾶτε ἤ τί θά πιεῖτε, οὔτε γιά τό σῶμα σας τί θά φορέσετε. Δέν ἀξίζει ἡ ζωή πιό πολύ ἀπό τήν τροφή καί τό σῶμα ἀπό τό ἔνδυμα; Κοιτᾶξτε τά πτηνά τοῦ ουρανού, οὔτε σπέρνουν οὔτε θερίζουν, οὔτε ἀποθηκεύουν, καί ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος τά τρέφει. Δέν ἔχετε ἐσεῖς μεγαλύτερη ἀξία ἀπό αυτά; Μή μεριμνᾶτε καί μήν λέγετε, τί θά φᾶμε καί τί θά πιοῦμε ἤ τί θά ἐνδυθοῦμε. Ζητᾶτε πρῶτα τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνη του καί ὅλα θά σᾶς χορηγηθοῦν. Μήν ἀγωνιᾶτε γιά τό αὔριο, γιατί ἡ αὐριανή ἡμέρα θά μεριμνήσει γιά τά δικά της πράγματα. Ἀρκεῖ ἡ στενοχώρια τῆς ἡμέρας.

ἕνας φιλότεχνος