Ἄνθρωποι – καλοί – παραδομένοι στήν κατανάλωση, τί θά φᾶμε, τί θά πιοῦμε, πού θά ξεχαστοῦμε τό Σάββατο τό βράδυ. Ἄνθρωποι πού προσπαθοῦν νά γεμίσουν τό κενό τους μέ τά πάθη, λατρεύουν τήν ὕλη, ἀφοῦ δέν ἔχουν πού νά πιστέψουν.
Τό ὑπέροχο κοντσέρτο γιά τσέλλο τοῦ Εdgar στό mp3 τελειώνει. Ἡ μακαρίτισσα Jacqueline Du Pre, ἄραγε πόσο ἄγχος γιά τό μέλλον νά εἶχε; Πόσο νά χάρηκε τό θεῖο δῶρο τοῦ ταλέντου της, πόσο νά ἀγάπησε, πόσο νά εὐχαριστήθηκε τήν ζωή πρίν τήν χτυπήσει ἡ ἀνίατη ἀσθένεια πάνω στό ἀπογειο τῆς δόξας της, στά 26 της χρόνια; Πόσο γκρίνιαξε, πόσο ὀργίστηκε, πόσο τήν χώρισε ἡ ματαιοδοξία ἀπό τούς ἀνθρώπους, πρίν μάθει ὅτι δέν θά προλάβει νά γεράσει;
Ἄθελά μου, βάζω τόν ἑαυτό μου στήν θέση της. Πόσο χαίρομαι τήν ζωή μου, πόσο συγκλονίζομαι ἀπό τήν σκέψη πώς κάθε μέρα πού ζῶ εἶναι μοναδική κι ἀνεπανάληπτη, πώς δέν ὑπῆρξε κανείς σάν κι ἐμένα, οὕτε πρόκειται νά ὑπάρξει σέ ὁλάκερη τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας; Πόσο συμπεριφέρομαι σάν νά πρόκειται νά ζήσω αἰώνια, ἐνῶ ἴσως αὔριο νά μήν ὑπάρχω;
Συγγνώμη πού σᾶς ζάλισα μέ τήν φλυαρία μου, ἀλλά εἶναι κι αὐτή ἡ φοβία μέ τά ἀεροπλάνα πού μέ κάνει νά παραληρῶ καί νά μήν ξέρω τί λέω. Σέ λίγο προσγειωνόμαστε καί στό μυαλό μού’ ρχεται κάτι πού εἶχα διαβάσει παλιά :
Μήν μεριμνᾶτε γιά τήν ζωή σας, τί θά φᾶτε ἤ τί θά πιεῖτε, οὔτε γιά τό σῶμα σας τί θά φορέσετε. Δέν ἀξίζει ἡ ζωή πιό πολύ ἀπό τήν τροφή καί τό σῶμα ἀπό τό ἔνδυμα; Κοιτᾶξτε τά πτηνά τοῦ ουρανού, οὔτε σπέρνουν οὔτε θερίζουν, οὔτε ἀποθηκεύουν, καί ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος τά τρέφει. Δέν ἔχετε ἐσεῖς μεγαλύτερη ἀξία ἀπό αυτά; Μή μεριμνᾶτε καί μήν λέγετε, τί θά φᾶμε καί τί θά πιοῦμε ἤ τί θά ἐνδυθοῦμε. Ζητᾶτε πρῶτα τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνη του καί ὅλα θά σᾶς χορηγηθοῦν. Μήν ἀγωνιᾶτε γιά τό αὔριο, γιατί ἡ αὐριανή ἡμέρα θά μεριμνήσει γιά τά δικά της πράγματα. Ἀρκεῖ ἡ στενοχώρια τῆς ἡμέρας.
ἕνας φιλότεχνος