Νά δακρύσουν, βλέποντας τό οὐράνιο τόξο μετά τήν φθινοπωρινή βροχή…
Πώς ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἀκοῦν τά βήματά τους σέ γραφικά σοκάκια πού παραπέμπουν σέ μνήμη διαρκῆ, στό χθές, στό σήμερα, στό κάλλος…
Ἄδειασε ἡ ἐπαρχία ἀπό τούς νέους καί μείναν τά γερόντια νά φυλᾶν τά ντουβάρια καί νά ἀπολαμβάνουν τόν τόπο τους ἀναλλοίωτο, σέ ἀντίθεση μέ μᾶς πού βλέπουμε τίς γειτονιές τῆς πόλης μας ὅλο νά ἀσχημαίνουν…
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἀπολαμβάνουν ἀκόμα τήν ἡσυχία τοῦ μεσημεριοῦ, τήν δροσιά τοῦ βραδυνοῦ, τήν κουβεντούλα μέ τόν γείτονα…
Τυχεροί ὅσοι νέοι μπόρεσαν νά μείνουν στήν ἐπαρχία, νά’χουν δουλειά καί φίλους. Ποιότητα ζωής ἀνυπέρβλητη, εἰρήνη στήν καθημερινότητα, γαλήνη στίς αἰσθήσεις…
Τυχερά ὅσα παιδιά μεγαλώνουν σέ τέτοιες γειτονιές, χαίρονται ἀκόμα τήν ἁπλωσιά τῆς ἀλάνας καί τήν ξεγνοιασιά τοῦ παιχνιδιοῦ. Μακάρι νά μείνουν στόν τόπο τους, ἤ νά γυρίσουν μετά τίς σπουδές…
Εὐλογημένοι ὅσοι τόλμησαν νά γυρίσουν στήν γενέθλια γῆ, νά ξαναριζώσουν στόν τόπο τους, νά ἀναζητήσουν πάλι τίς χαρές τῆς ἐπαρχίας…
Ξέρω, θά πεῖτε πώς αὐτά ὅλα αὐτά εἶναι ρομαντισμοί μιᾶς ταλαίπωρης Ἀθηναίας, μά δέν εἶναι ἔτσι. Ἀπάνθρωπη ἡ πόλη μας πιά, ἀνυπόφορος ὁ θόρυβος, τεράστιο τό πρόβλημα τοῦ νέφους, σκουπίδια παντοῦ, ἀπρόσωπες οἱ σχέσεις, τερατόμορφα τά κτίρια γιά τόν μέσο πολίτη, τσιμέντο, ἀσχήμια, γκριζάδα παντοῦ. Δέν βοηθᾶ τό περιβάλλον στήν δοξολογία.
Παρ’ ὅλα αὐτά ἐλπίζουμε πώς ἀκόμα κι ἄν ποτέ δέν φύγουμε ἀπό τούτη δῶ τήν πόλη, θ’ ἀνθίζει μέχρι τό τέλος μέσα μας ἡ χαρά κι ἡ εὐχαριστία,
κι ὅτι τήν ἔξω ἀσχήμια θά ὑπερνικᾶ ἡ πεῖνα κι ἡ δῖψα μας γιά τήν ἀλήθεια,
γιά Φῶς ἀληθινό, γιά τό κάλλος πού φέρνει ἡ σχέση μας μέ Ἐκεῖνον…