π. Ιουστίνου Πόποβιτς
(1894 -1979)
«Εξομολόγηση» Είμαι ένα ζαρκάδι. Είμαι το αισθητήριο της θλίψης μέσα στο σύμπαν. Πρίν από πολύ πολύ καιρό Κάποιος εξόρισε στην γη ό,τι θλιβερό υπάρχει σε όλους τους κόσμους καί αυτό επιβλήθηκε στην καρδιά μου. Καί από τότε είμαι το αισθητήριο της θλίψης. Ζω με το να τρυγώ την θλίψη από όλα τα όντα και τα κτίσματα. Μόλις πού σιμώσω ένα όν, μου σταλάζει στην καρδιά καί από μια μαύρη σταγόνα θλίψης. Καί η μαύρη πάχνη της θλίψης, ωσάν μικρό ρυάκι, διατρέχει τίς φλέβες μου. Καί εκεί, στην καρδιά μου, τούτη η μαύρη πάχνη της θλίψης γίνεται ωχρή καί μπλάβα.
… Θυμάμαι, νοσταλγώ: τούτη η γη ήταν κάποτε παράδεισος, καί εγώ ζαρκάδι παραδείσιο. Ω, θύμηση, να τρεκλίζω, εκστατικό από την μια χαρά στην άλλη, από την μία αθανασία στην άλλη, από την μία αιωνιότητα στην άλλη!…Ενώ τώρα; Σκοτάδι σκεπάζει τα μάτια μου. Όποιο μονοπάτι κι αν πάρω, βρίσκω πηχτό σκοτάδι. Οι λογισμοί μου στάζουν δάκρυ. Καί τα αισθήματα μου βρίθουν από θλίψεις. Όλο μου το είναι το έχει κυριέψει μια άσβεστη πυρκαγιά θλίψης. Τα πάντα μέσα μου φλέγονται απ’ τον πόνο, όμως με τίποτα να αποκαούν. Κι εγώ, το δόλιο, ένα πράμα είμαι μονάχα: αιώνιο ολοκαύτωμα στον κοσμικό βωμό της θλίψης. Καί ο κοσμικός βωμός της θλίψης είναι η γη, ο τεφρός καί σκυθρωπός, ο χλωμός καί θολερός πλανήτης…
Η καρδιά μου είναι νησί απρόσιτο στον απέραντο ωκεανό της θλίψης. Απρόσιτο στην χαρά. ‘Άραγε, κάθε καρδιά είναι ένα απρόσιτο νησί; Πείτε μου εσείς, πού έχετε καρδιά! Τί περιβάλλει τίς καρδιές σας; Την δική μου την περιβάλλουν τα ίδια τα βάραθρα καί η άβυσσος του ωκεανού. Και, διαρκώς, ποντίζεται μέσα τους. Τίποτε δεν μπορεί να την ανασύρει, να την κάνει να βγει από εκεί μέσα. Ό,τι κι αν βρεί να πιαστεί, αυτό είναι αρύ σαν το νερό. Γι’ αυτό καί τα μάτια μου είναι θαμπά από το δάκρυ καί η καρδιά μου αφανισμένη απ’ τον στεναγμό. Οί κόρες των ματιών μου είναι αποσταμένες απ’ τίς πολλές νυχτιές πού αντίκρισαν. …Λαχταρώ να ξυπνήσω την καρδιά μου απ’ τον λήθαργο της θλίψης, όμως αυτή όλο και περισσότερο βουλιάζει μέσα του. Φωνάζω στην σκιαγμένη καί κατατρεγμένη από τους φόβους του κόσμου τούτου ψυχή μου να επιστρέψει σ’ εμένα, όμως εκείνη όλο καί πιο αδιάφορη απομακρύνεται από εμένα, το θλιμμένο καί μελαγχολικό. Είμαι ζαρκάδι. Αλλά πώς; Δεν ξέρω. Βλέπω, αλλά πώς, κι αυτό δεν το καταλαβαίνω. Ζω, όμως τί είναι η ζωή, δεν κατανοώ. Αγαπώ, όμως τί είναι η αγάπη, δεν νογάω. Υποφέρω, όμως πώς θεριεύει, αυξάνει και μεστώνει μέσα μου ο πόνος, αυτό με τίποτα δεν το καταλαβαίνω. Γενικά καταλαβαίνω πολύ λίγα απ’ αυτά πού είναι μέσα μου καί γύρω μου. Ή ζωή, ή αγάπη, το πάθημα, όλα τούτα είναι ευρύτερα, βαθύτερα καί απειρότερα απ’ την γνώση, την αντίληψη καί την διάνοια μου. Κάποιος μ’ έβαλε σε τούτον τον κόσμο καί έδωσε στο είναι μου λίγο νου, γι’αύτό καί λίγα καταλαβαίνω απ’ τον κόσμο γύρω μου καί μέσα μου. Πάντα κάτι το απερινόητο, το παράξενο με παρακολουθεί μέσα απ’ όλα τα πράγματα, γι’ αυτό καί φοβάμαι. Καί τα μεγάλα μάτια μου, μην είναι άραγε γι’ αυτό μεγάλα, για να χωρέσουν το αχώρητο, να περιλάβουν το απερίληπτο, να ιδούν το ανείδωτο;ΕΔΩ ( ΣΤΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ) Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ: