Άνοιξη. Νύχτα και τα λουλούδια μυρίζουν πιο έντονα από ποτέ. Έξω ερημιά. Τα φώτα στα μπαλκονάκια των σπιτιών της μικρής επαρχιακής πόλης είναι αναμμένα. Υπάρχει μία διάχυτη αναμονή στην ατμόσφαιρα – ησυχία σαν την νηνεμία πρίν την καταιγίδα. Η αναμονή της Αναστάσεως!
Άνοιξη και πάλι. Έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια. Τα λουλούδια της νύχτας μέσα στο διαμερισματάκι της μεγαλούπολης, φαντάζουν μακρινά. Έξω πάλι ερημιά. Αναμονή για την Ανάσταση. Τώρα δε θα μου πιάσει πια ο παππούς μου το χέρι – βρίσκεται ξαπλωμένος ανάσκελα σε ένα από τα πολλά νοσοκομεία της πόλης. Το μόνο που τον συντηρεί στη ζωή είναι 3 σωληνάκια – οξυγόνο, τροφή, φάρμακο. Γύρω του πολλοί ασθενείς, πονεμένοι και ταλαίπωροι. Πηγαίνω να του κρατήσω το χέρι – η στοιχειώδης ανθρώπινη επαφή – ίσως για μία από τις τελευταίες φορές.
Νιώθω παρόλα αυτά πάλι να με οδηγεί στην εκκλησία, και μάλιστα στην Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία.
Μέσα στο χώρο αυτό του πόνου, νιώθω ολόκληρη τη φθορά του ανθρώπινου γένους. Είναι και αυτό ένα μυστήριο. Ένας άνθρωπος ενώ ήταν δυνατός και κραταιός, πώς γίνεται να βρίσκεται ταπεινωμένος, κατάκοιτος σε ένα κρεβάτι, να περιμένει το θάνατο. Πώς γίνεται από εκεί που εκείνος σε φρόντιζε, τώρα να τον φροντίζεις εσύ. Σχέδια για το μέλλον, σκέψεις και όνειρα, τα πάντα καταλήγουν στο ίδιο κρεβάτι.
Πόση απελπισία θα υπήρχε στην ανθρωπότητα εάν δεν είχες έρθει Χριστέ μου…
Ήρθες και αγίασες τον πόνο. Ήρθες και έπαθες σαν άνθρωπος. Ήρθες και νίκησες τη φθορά, το θάνατο. Ήρθες και μας έδωσες νόημα για να ζούμε. Τώρα δε φοβόμαστε τίποτα. Τώρα ελπίζουμε στην Ανάσταση.
Είναι αλήθεια ότι το να χάνεις τον παππού σου στα 84 χρόνια του δεν είναι και τόσο τραγικό – άλλοι άνθρωποι χάνουν γονείς, συζύγους, παιδιά, φίλους. Ωστόσο, καταλαβαίνεις, ότι μέσα από τον πόνο του θανάτου, το Χριστός Ανέστη αποκτά άλλο νόημα.
Παππού μου, εύχομαι να ξανασυναντηθούμε μέσα στην Εκκλησία, καλύτερα από ποτέ. Και τότε θα είμαι ο πρώτος που θα τρέξει για να σου φωνάξει το Χριστός Ανέστη… Ζ.Κ.