Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ἹεροθέουἘνῶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν λατρεία της, τὴν θεολογία της, τὴν εἰκονογραφία της καὶ τὸ συναξάριο της, τιμᾶ τὴν μεγάλη προσωπικότητα τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρός καί Οἰκουμενικοῦ διδασκάλου Βασιλείου, ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας τοῦ Μεγάλου, ἐν τούτοις ἡ λαϊκὴ παράδοση καὶ κυρίως ἡ δυτικὴ νοοτροπία, τὸν παρουσιάζει κατὰ ἰδιαίτερο τρόπο, δηλαδὴ ἀπὸ Μέγα Βασίλειο τὸν ἔκανε “ἁϊ – Βασίλη”, μὲ πολλὲς παραλλαγές.
Ὁ καθηγητὴς τῆς λαογραφίας Δ. Λουκάτος, στὸ βιβλίο του Χριστουγεννιάτικα καὶ τῶν γιορτῶν γράφει, ὅτι ὁ δικός μας Ἅγιος Βασίλης, «ἦταν ἕνας καθαρὰ πρωτοχρονιάτικος Ἅγιος, κάτι ἀνάμεσα στὸν πραγματικὸ Ἱεράρχη τῆς Καισάρειας καὶ σ’ ἕνα πρόσωπο συμβολικὸ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἑλληνικῆς Ἀσίας, κι ἔφτανε τὴν ἴδια μέρα σ’ ὅλα τὰ πλάτη, ἀπὸ τὸν Πόντο ὡς τὴν Ἑπτάνησο κι ἀπὸ τὴν Ήπειρο ὡς τὴν Κύπρο.
»Δὲν κρατοῦσε κοφίνι στὴν πλάτη του, οὔτε σακκὶ φορτωμένο μὲ δῶρα. Ἐκεῖνο ποὺ ἔφερνε στοὺς ἀνθρώπους ἦταν περισσότερο συμβολικό: ἡ καλὴ τύχη κι ἡ ἱερατικὴ εὐλογία του. Τὸ μόνο κάπως συγκεκριμένο ἦταν τὸ μαγικὸ ραβδί του, ἀπ’ ὅπου μὲ θαυμαστὸν τρόπο βλάσταιναν ἢ ζωντάνευαν κλαδιά καὶ πέρδικες, σύμβολα τῶν ἀντίστοιχων δώρων, ποὺ θὰ μπορούσε νὰ μοιράσει στοὺς εὐνοουμένούς του... Δὲν ἔφερνε τίποτα ὁ Ἅγιος Βασίλης. Ἀντίθετα λὲς καὶ ζητοῦσαν τὴν εὐλογία του, μὲ τὸ νὰ μοιράζουν ἀπὸ δικὴ τους πρόθεση οἱ ἄνθρωποι δῶρα καὶ λεφτά» δηλαδὴ, «γονεῖς καὶ συγγενεῖς ἔδιναν στὰ παιδιὰ τους μπουναμάδες ἢ καὶ μεταξύ τους τὰ δῶρα». Στὴν δική μας παράδοση, ὁ Ἅγιος – Βασίλης ἦταν «μικρασιάτης, μελαχρινός, ἀδύνατος, γελαστός, μὲ μαύρα γένια καὶ καμαρωτὰ φρύδια.
Ντυμένος σὰν βυζαντινὸς πεζοπόρος, μὲ σκουφὶ καὶ πέδιλα, στὸ χέρι του κρατούσε ἕνα ραβδί». Ἡ πατρίδα τοῦ ἀνατολικοῦ Ἅγιου Βασίλη εἶναι ἡ Μικρὰ Ασία, καὶ εἶναι γραμματισμένος, κατάγεται ἀπὸ τὴν Καισάρεια καὶ «βαστάει κόλλα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι» καὶ προσφέρει ὡς δῶρο «τὴν χαρὰ τῆς γνώσης».
Στὴν Δύση ὑπῆρχε ἄλλος τύπος τοῦ δικοῦ μας “ἁϊ -Βασίλη”. Στὴν Εὐρώπη καὶ ἰδίως στὴν Ὀλλανδία ἦταν ὁ Sinter Klaas, ὁ ὁποῖος ἦταν «ὁ προστάτης τῶν ναυτικῶν, τῶν ἐμπόρων καὶ τῶν παιδιῶν, ἔτσι ὅπως αὐτὸς λατρεύτηκε στὶς κάτω Χῶρες, κυρίως ἀπὸ τὸν 12ο αἰώνα καὶ μετά». Τὸν 17ο αἰώνα, Ὀλλανδοὶ Καλβινιστὲς «μεταναστεύοντας στὴν Ἀμερική ἔπαιρναν μαζί τους καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου», καὶ ἔτσι ἔγινε ὁ Saint Nick καὶ ὁ Santa Claus. Μετακινήθηκε ὅμως μερικὲς ἑβδομάδες ἀργότερα, γιὰ νὰ ἐπισκεφθῆ τὰ παιδιὰ τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων. Ὁ τύπος αὐτὸς ταξίδευσε καὶ σὲ ἄλλες Χῶρες. «Γύρω στὰ 1870 στὴν Βρεταννία, συγχωνεύτηκε μὲ τὸν σκανδιναυϊκῆς προέλευσης, πατέρα τῶν Χριστουγέννων καὶ γέννησε μύθους, θρύλους, καὶ τραγουδάκια”.
Ταυτιζόμενος ὁ Saint Nick, μὲ τὸν Santa Claus καὶ τὸν Father Christmas μεταφέρθηκε στὴν Ἀμερική ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους μετανάστες καὶ ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ἐκεῖ ἀλλάζει μορφή, ἀποκτᾶ τὴν μορφὴ «τοῦ καλοθρεμμένου καὶ ὁλοπόρφυρου ἁγίου, ποὺ μένει κάπου στὸν Βόρειο Πόλο». Βεβαίως, ἐδῶ πρέπει νὰ σημειωθῆ ὄτι αὐτὸς ὁ “τύπος”, ποὺ στὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Αμερική ὀνομάσθηκε Saint Nick, Santa Claus καὶ Father Cristmas, ἀπό μᾶς λανθασμένα ὀνομάζεται “ἁϊ -Βασίλης”. Οἱ δυτικοὶ δὲν τὸν ὀνομάζουν “ἁϊ -Βασίλη”, ἀλλὰ Saint Nick, Santa Claus καὶ Father Cristmas. Ἐμείς ταυτίσαμε τὸν δυτικὸ αὐτὸν “τύπο” μὲ τὸν “ἁϊ -Βασίλη”, ἀφοῦ ἐξοβελίσαμε τὸν δικό μας Ἅγιο Βασίλειο! Αὐτὸς ὁ δυτικὸς τύπος ἦρθε σέ μᾶς «μὲ πρωτοβουλία τῶν ἀστικῶν τάξεων» καὶ ὀνομάσθηκε “ἁϊ -Βασίλης”.
Ὁ σημερινὸς “αἱ-Βασίλης” εἶναι δημιούργημα τοῦ ἀγγλοσαξωνικοῦ κόσμου καὶ ἀπηχεῖ τὴν νοοτροπία του. Ὁ “ἁϊ- Βασίλης” αὐτὸς γεννήθηκε στίς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα ἀπὸ τὸν Κλὰρκ Μοὺρ ποὺ ἔγραψε γιὰ τὰ παιδιὰ του μιὰ ἱστορία μέ τίτλο The Night Before Christmas, μὲ ἥρωα ἕναν “ἁϊ -Βασίλη”, πού δημοσιεύθηκε τό 1823. Ὁ “ἁϊ- Βασίλης” εἰκονογραφήθηκε ἀπὸ τὸν γερμανικῆς καταγωγῆς σκιτσογράφο Τόμας Νάστ, μέ κόκκινο κουστούμι, λευκὰ γου νάκια, ἄσπρη γενιάδα καὶ τὰ παιχνίδια του, ὁ ὁποῖος δανείστηκε στοιχεία ἀπὸ τὴν γερμανικὴ λαϊκὴ παράδοση τῶν Χριστουγέννων, ἀλλά καὶ τὴν παραδομένη μορφὴ τοῦ πλανόδιου γερμανοῦ ἐμπόρου.
Ἡ πιὸ διάσημη ἀπεικόνιση τοῦ “ἁϊ Βασίλη”, κυκλοφόρησε τὸ 1866 καὶ ἐδραίωσε τὴν εἰκονογραφία τοῦ χαρακτῆρα. Τὸν βλέπουμε νὰ διακοσμεῖ ἕνα ἔλατο, νὰ φτιάχνει παιχνίδια, νὰ διαβάζει τὸ βιβλίο του μὲ τὰ παραμύθια, νὰ ράβει τὰ ροῦχα του καὶ τέλος νὰ ἐξερευνᾶ τὸν κόσμο μὲ τὸ τηλεσκόπιό του, «πρὸς ἀναζήτηση σοφῶν παιδιῶν». Ἴσως αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ το πιὸ συμπαθητικὸ στοιχεῖο στὸν “ἁϊ Βασίλη” τοῦ Νάστ, νά εἶναι ἡ τρυφερότητα ποὺ δείχνει ἀπέναντι στὰ παιδιά. Εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ “ἁϊ -Βασίλης” δείχνει τὸ ὄνειρο τῆς ἀμερικανικῆς κοινωνίας, ποὺ στηρίζεται στὴν εὐημερία, τὴν εὐδαιμονία, τὴν καλοπέραση, τὴν ἀγαθοσύνη καὶ τὴν μακροημέρευση τοῦ ἀνθρώπου.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰώνα, ὁ ἁϊ -Βασίλης ἄλλαξε κάπως μορφή, καὶ ἔγινε ὅπως ἀκριβῶς τὸν γνωρίζουμε σήμερα. Στὰ 1931, ποὺ ἡ Κόκα Κόλα ἀποφάσισε νὰ χρησιμοποιήσει τὸν Σάντα Κλάους στὴ χειμωνιάτικη διαφημιστικὴ της ἐκστρατεία, σχεδιάστηκε ἡ μορφή πού ὅλοι γνωρίζουμε σήμερα καί ἐπικράτησε σέ ὅλο τόν κόσμο.
Ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως στὸν “ἁϊ – Βασίλη” ἀγγλοσαξωνικοῦ τύπου, δείχνει τὴν ὑποβάθμιση τοῦ πολιτισμοῦ, τὴν πορεία ἀπὸ τὴν πνευματικότητα στὸν εὐδαιμονισμό, τὸν ὠφελιμισμὸ καὶ τὴν χρησιμοθηρία. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ νόημα τοῦ κόσμου, ἀλλά κυρίως ἀπαντοῦσαν στὸ ἐρώτημα ποιὸς ἔκανε τὸν κόσμο καὶ ποιὸς εἶναι ὁ σκοπός του. Οἱ δυτικοὶ ὄμως, ἀντίθετα ἀπὸ τὶς προηγούμενες παραδόσεις, ἐρωτοῦν τί μᾶς χρησιμεύει ὁ κόσμος, δηλαδὴ ἀναπτύχθηκε ἡ χρησιμοθηρία καὶ ὁ ὠφελιμισμός. Ἐάν ἡ πορεία ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο στὸν “ἁϊ -Βασίλη” δείχνει τὴν ἐπιπεδοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καὶ τὴν ὑποβάθμισή του, ἡ ἀντίστροφη πορεία ἀπὸ τὸν “ἁϊ -Βασίλη” τοῦ καταναλωτισμοῦ καὶ τοῦ εὐδαιμονισμοῦ στὸν Μ. Βασίλειο τῆς Ἐκκλησίας, δείχνει τὴν ἀναβάθμιση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀνύψωσή του, τὴν πορεία του δηλαδή ἀπὸ τὸ ἄτομο στὸ πρόσωπο. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῶν ἑορτῶν. Αὐτὸ ἂς εὐχηθούμε γιὰ ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους τὸν νέο χρόνο. (Ἀπόσπασμα)