Κι εἶναι ὁ χρόνος μιά μεγάλη ἐκκλησία, μ’ ἀκοῦς Ὅπου κάποτε οἱ φιγοῦρες Τῶν Ἁγίων Βγάζουν δάκρυ ἀληθινό, μ’ ἀκοῦς
Οἱ καμπάνες ἀνοίγουν ἀψηλά, μ’ ἀκοῦς
Ἕνα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οἱ ἄγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω, μ’ ἀκοῦς
Ἤ κανείς ἤ κι οἱ δύο μαζί, μ’ ἀκοῦς;
(Ἀπό τό Μονόγραμμα τοῦ Ὀδ. Ἐλύτη)