Λάβαμε άλλο ένα κείμενο από φίλη καθηγήτρια και το δημοσιεύουμε:
« Δε λέω πως δεν υπάρχεις. Υπάρχεις. Αλλά, να, πιστεύω πως σ’ έφτιαξαν οι άνθρωποι. Σ’ έφτιαξαν μ’ όλη τη δύναμη της καρδιάς τους γιατί χρειάζονταν κάποιον να πιστεύουν, ένα στήριγμα. Είτε λέγεσαι Ιησούς, είτε Μωυσής είτε Βούδας, είσαι ο ίδιος. Και σαν κάθε δημιούργημα του ανθρώπου, που οφείλεται στην αγάπη, ανακουφίζεις. Έρχεται το παιδί το ετοιμοθάνατο, προσεύχεται, ανακουφίζεται. Οι γονείς του κλαίνε, ο παπάς: «τέκνον μου», το παιδί όμως γαλήνιο. Ανακουφίζεις. Η σκέψη σου και μόνο ανακουφίζει. Γιατί στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο άνθρωπος δίνει κουράγιο και δύναμη στον εαυτό του όταν προσεύχεται. Κι απλά δημιούργησε κάτι ανώτερο στη σκέψη του, για να πιστεύει σ’ αυτό. Ναι, μπορεί να υπήρξες. Δεν το αμφισβητώ. Αμφισβητώ μόνο τη θεότητα σου. Σε αμφισβητώ. (Χριστέ, ) είμαι ασεβής. » …
Όταν ζήτησα από τους μαθητές μου να γράψουν ένα ανώνυμο γράμμα στο Θεό, δεν είχα κάτι τέτοιο υπ ‘ όψιν μου. Ούτε και κάτι σαν το παρακάτω.. « Δεν πιστεύω στο Χριστό (εσένα) για δύο λόγους :
Κατ’ αρχάς δεν είμαι ευχαριστημένη από τις αποδείξεις που δίνουν οι παπάδες, οι «θρησκευτικοί» κ.τ.λ. για το αν πραγματικά ήρθες κάποτε στη γη. Κι αν ήρθες γιατί δεν ξανάρχεσαι να σε δούμε κι εμείς, να μας λυθεί η απορία βρε παιδί μου! Ο άλλος λόγος είναι πιο συγκεκριμένος. Αν πίστευα πως υπάρχεις σίγουρα δε θα ήμουν καθόλου ευχαριστημένη από σένα για προσωπικούς μου λόγους που γνωρίζεις, γιατί εγώ δεν είμαι σαν τη γιαγιά μου να πω : « κάποιον λόγο θα είχε ο Χριστούλης κι ο Θεούλης που τον πήραν κοντά τους..» και να το πιστεύω κιόλας. … Αν υπάρχεις, υπάρχεις ίσως για να μας αγαπάς από μακριά και αν όχι, για να πιστεύουμε ότι κάποιος μας αγαπάει.». . . Έλαβα γύρω στα εκατόν είκοσι τέτοια γράμματα από παιδιά της δευτέρας γυμνασίου. Πάνω απ’ τα μισά είχαν παρόμοιο περιεχόμενο. Η πρώτη συνειδητοποίηση έγινε αμέσως: δεν μπορείς, δεν έχεις το δικαίωμα να μιλάς σ’ αυτά τα παιδιά παίρνοντας σαν δεδομένη τη χριστιανική τους ταυτότητα. Κι αν ακόμα τα γράμματα αυτών των δωδεκάχρονων είναι ποτισμένα – παρόλο που δεν το καταλαβαίνουν – από μια θρησκευτικότητα, από την οποία η ελληνική κοινωνία δεν έχει ακόμα (ευτυχώς) ξεφύγει, το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: τα παιδιά μας δεν θεωρούν καθόλου αυτονόητη την πίστη στο Χριστό. Δεν μπορούν καν να ανεχθούν την ιδέα ότι μπορεί ο Χριστιανισμός να είναι η μόνη Αληθινή πίστη, δυσκολεύονται με το δόγμα γιατί δεν μπορούν να το εξηγήσουν λογικά, και αρνούνται οποιαδήποτε αξιοπιστία στους εκπροσώπους του κλήρου, της ακαδημαϊκής θεολογίας και ημών των καθηγητών θρησκευτικών (οι καταγγελίες τους για την εικόνα τέτοιων φορέων είναι αποκαρδιωτικές).
Δε χρειάζεται εδώ να ασχοληθούμε με τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να γράφονται τα βιβλία. Η λεπτότητα και η διάκριση με την οποία θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται το περιεχόμενο τους – μιας και μιλάμε για Θρησκευτικά – , είναι αντιστρόφως ανάλογα με την έκταση της ύλης. Αξίζει όμως να ασχοληθούμε με τη δική μας στάση. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σε κάποιο κήρυγμα του είπε : « Γιατί λοιπόν μέχρι τώρα δεν έχουν πιστέψει όλοι;…Τα πράγματα χειροτέρευσαν και φταίμε εμείς γι’ αυτό… Αν γινόταν και τώρα αυτό [δηλαδή η πρακτική της κοινοκτημοσύνης και της ενότητας των πρώτων χριστιανών], ολόκληρη η οικουμένη θα είχε πιστέψει και χωρίς να γίνουν θαύματα». (Ι. Χρυσοστόμου, Ομιλία ΣΤ’ στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή). Και να που οι ευθύνες μας βρίσκονται ενώπιον μας. Τα παιδιά μας ρωτούν: «… Υπάρχεις; Κι αν υπάρχεις γιατί δεν κάνεις κάτι για την αδικία του κόσμου;» Κι εμείς απαντάμε με ξύλινα κηρύγματα γιατί δεν ξέρουμε την απάντηση. Ψάχνουν την αγάπη του Χριστού και δεν τη βρίσκουν πουθενά στις ατελείωτες έριδες, τις διαπομπεύσεις της εκκλησίας που προβάλλονται από τα Μ.Μ.Ε., στα καχύποπτα βλέμματα αυτοδικαιωμένων πιστών, στους αθεολόγητους αφορισμούς και στις δεισιδαιμονίες. Αγωνιούν: «…Γιατί να υπάρχει ο θάνατος;» κι εμείς απαντάμε εξορίζοντας την έννοια του θανάτου πέρα από τις αποστειρωμένες ζωές μας, κρύβουμε τα παιδιά απ’ το θάνατο αλλά τα κρύβουμε κι απ’ την αληθινή ζωή, προτείνοντας τους τη ζωή της οθόνης.
Ελπίδα φέρνουν τα παιδιά. Γιατί είναι ακόμα καθαρή η καρδιά τους . Είναι όμως και δικός μας καθρέπτης κι αν θέλουμε να είμαστε όσα λεγόμαστε θα πρέπει να το αντέχουμε να κοιταχτούμε στα μάτια τους και να δούμε όλα όσα δεν είμαστε ενώπιον του εαυτού μας κι ενώπιον του Χριστού. « …Σε παρακαλώ το μόνο που σου ζητώ είναι να έρθεις και να τα βάλεις και πάλι όλα στον ίσιο δρόμο. Νομίζω πως είναι ακόμα και τώρα η ώρα για τη Δευτέρα Παρουσία. Ο φίλος σου »
Πόσες φορές το μόνο που του ζητάμε είναι κάτι τέτοιο; Αν λέγαμε ποιο συχνά ‘Έρχου Κύριε’’ εμείς οι πιστοί και το εννοούσαμε, ίσως τα γράμματα των παιδιών αυτών να είχαν άλλο περιεχόμενο..
κι οι Ἀγιοι Ταξιάρχες ας πρεσβεύουν για σένα…