Αυτή η γνωριμία προφανώς δεν έμενε στην ανάκριση κατά την αστραπιαία περιδιάβαση για τα θελήματα. Τα βράδια θυμάμαι τις βεγγέρες των γυναικών. (Κάτι αντίστοιχο γινόταν και με τους άντρες στα καφενεία, εκεί στην πλατεία, από όπου η μάνα μου ακόμα περνά βιαστική από συστολή). Όταν οι γειτόνισσες έβγαιναν να κεντήσουν ή να καθαρίσουν όλες μαζί φασολάκια, αραδιάζοντας παλιές ιστορίες ή σχολιάζοντας τα νέα του χωριού, μέ ἕνα ἦθος ἄλλο από την ξεφτίλα των φτηνών κουτσομπολίστικων εκπομπών. Ο πόνος του διπλανού τις άγγιζε. Η ζωή γέμιζε και μεγάλωνε μέσα από τις εμπειρίες των άλλων.
Στο χωριό ο ένας βοηθά περισσότερο τον άλλο. Παλιά ήταν απαραίτητο για να επιβιώσουν. Ο άλλος είναι πλησίον. Ο θείος βγάζει τις ρακές όλου του χωριού, ο γείτονας δίνει τη λινό για να πατηθούν τα σταφύλια και των υπολοίπων. Η μια νοικοκυρά ξεπατικώνει – αν δεν την έχει κυριεύσει η έπαρση – την δαντέλα της για την άλλη. Παλιά οι άνθρωποι νοιάζονταν και συμμετείχαν στην χαρά και – ίσως περισσότερο – στον πόνο του άλλου.
Θυμάμαι τις καλέστρες που έβγαιναν και καλούσαν όλο το χωριό πόρτα – πόρτα στον γάμο, τις καμπάνες που ακόμα χτυπούν πένθιμα και ενημερώνουν για το ποιός φεύγει από τον κόσμο τούτο το χωριό, την Αθήνα, ή την Αμερική. Θυμάμαι που μαζευτήκαμε όλοι σπίτι για να ξενυχτήσουμε την γιαγιά όταν πέθανε. Όλοι πέρασαν να αποχαιρετήσουν την «παλιά καλή μοδίστρα πού ‘φυ(γ)ε απ’ τη Φυροΐστρα (την γειτονιά)». Όλοι επίσης πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι για να χύσουμε σιτάρι πριν από τα μνημόσυνα γειτόνων και συγγενών, ώστε να τους θυμηθούμε όλους. Θαρρώ πως εκεί, με το σχολειό να ’ναι δίπλα στο νεκροταφείο και τα ίδια να συμμετέχουν σε όλες τις εκδηλώσεις, τα παιδιά ζυμώνονται περισσότερο με την έννοια του θανάτου.
Πάντα μου άρεσε το πως αποτυπώνονταν όλες του βίου οι περιστάσεις στα δίστιχα τραγούδια του χωριού. Έρωτες τραγουδιόνταν, πίκρες ξορκίζονταν, άνθρωποι σατιρίζονταν, στιγμές απαθανατίζονταν πηγαία μέσα σε έναν δεκαπεντασύλλαβο. Τραγούδι και φύση πλημμυρίζει το χωριό. Πάντα μου άρεσε όταν τα καλοκαίρια περπατούσα, με οδηγό ένα μικρότερο παιδί ντόπιο, τις διαδρομές που έκανε ο παππούς για τα ορυχεία ή για τα κτήματα και η γιαγιά για τα πάμπολλα ξωκλήσια. Αλήθεια πόσο όμορφο είναι, που πέρα από τα ξωκλήσια σε κάθε κορφοβούνι, κάθε γειτονιά, έχει το δικό της εκκλησιδάκι, που οι αυλές των εκκλησιών είναι τόπος παιχνιδιού και νυχτερινής μάζωξης. Η Παναγία η Μεγαλόχαρη είναι η (Γ)Ειτόνισσα, το ίδιο κι αλλού οι άγιοι Ανάργυροι, ή η αγία Παρασκευή. Και όπως πας να δεις τους άλλους γείτονες, έτσι περνάς κι από εκεί. Έχεις τα κλειδιά του Οίκου, έχεις έγνοια να συγυρίσεις, να ανάψεις τα καντήλια, έχεις ανάγκη να περάσεις και να πεις τον πόνο σου, να προσευχηθείς, να κεράσεις όταν γιορτάζει (όταν πανηγυρίζει). Όταν γιορτάζει, γιορτάζεις.
Ο κύκλος της ζωής εδώ μπροστά, οι αλλαγές της ιστορίας έκτυπες περιμένουν να τις ψηλαφήσουμε. Μαθαίνεις πολλά μέσα από τις ζωές των άλλων, από την θυμοσοφία των μεγαλυτέρων. Άνθρωποι του μόχθου υπάρχουν ακόμα πολλοί. Κι αν οι νέοι φεύγουν, κι αν οι μεγαλύτεροι ξιπάζονται, το χωριό σημαδεύει τους κατοίκους και τους παρεπιδημούντας του. Στο χωριό οι αποστάσεις από όλα είναι μικρότερες. Από την φύση, από την ιστορία, από τους άλλους, από τον παππά, από τον θάνατο.
Τελικά αυτό που με γοητεύει στο χωριό (για πόσο ακόμα;), είναι η εγγύτητα, η μνήμη και η αυθεντικότητα. Αυτές (μαζί με την αγιότητα), μπορούν να αποτελέσουν ζητούμενα στις ενορίες μας, καθώς τα χωριά είναι του κόσμου τούτου, και πλέον παρακμάζουν. Πόσο ωραία θα λειτουργούσε αντίστοιχα η ενορία… Πόσο δοξολογικά λειτουργεί… πόσο πιο κοντά μας πάει στην κοινή ιδιαίτερη πατρίδα…Σωτηρούλα η Απειραθιώτισσα