Μια παλιά μαυροάσπρη φωτογραφία – αρχές του 60 – με την γιαγιά να ακουμπάει τα χέρια της στο περβάζι του παραθύρου της κουζίνας. Τό σπίτι στο χωριό, xτισμένο το 1900. Το χαγιάτι ξύλινο και το περιβόλι δίπλα στο σπίτι, κατάφυτο σαν μικρή ζούγκλα γεμάτη καρπούς. Ο παππούς συνήθως δίπλα στο τζάκι το χειμώνα, και το καλοκαίρι από νωρίς στο χωράφι, περισσότερο για να περάσει η ώρα, και για την μεσημεριανή τσιπουρο-παρέα κάτω από τα δέντρα μαζί με τους γείτονες από τα διπλανά χωράφια.
Μια χρωματιστή φωτογραφία, είκοσι χρόνια μετά. Το σπίτι κλειστό. Ο παππούς και η γιαγιά στην βασιλεία του Θεού και τα μνήματά τους στον απέναντι λόφο αντικρύζουν από την μια πλευρά το σπίτι και από την άλλη το πέλαγος. Στο χωριό, όλα ακολουθούν μια γαλήνια αλληλουχία.
Το σπίτι στο χωριό, υπεραιωνόβιο πια. Αν είχε στόμα να μιλήσει, θα’ χε τόσες ιστορίες να πει. Προς το παρόν στέκεται περήφανο με τα καινούργια του φτιασίδια, γερά επιδιορθωμένο. Οσο και να μπήκαν καινούργια υλικά, την αρχοντιά του δεν την έχασε και προφανώς θα αντέξει πολύ περισσότερο από εμάς.
Το χωριό όμως άλλαξε, όπως και όλη η επαρχία. Δεν είναι ο θόρυβος και τα ανακατεμένα στυλ των νέων σπιτιών, δεν είναι η κακογουστιά και οι παράταιροι μοντερνισμοί το πρόβλημα. Είναι οι άνθρωποι (πιο πολύ οι νέοι) που μπερδεύτηκαν και δεν ξέρουν αν είναι χωριάτες ή πρωτευουσιάνοι. Είναι που η τηλεόραση αντικατέστησε την εστία και εισάγει ασταμάτητα καινά δαιμόνια – αφθονία ανοησίας, πρόκλησης για κατανάλωση και απρόσωπης τυποποιημένης συμπεριφοράς. Η λαϊκή σοφία και τα εκατοντάδες αποφθέγματα και παροιμίες που διάνθιζαν τον λόγο των απλών ανθρώπων, ξεθώριασαν μέσα στις στημένες εκφράσεις του lifestyle, της σαπουνόπερας και της ακατάσχετης γκρινιάρικης πολιτικολογίας.