Μεγαλώσαμε μέ τόν ἦχο τῶν οἰκοδομῶν στά αὐτιά μας, ἕνας διαρκῆς θόρυβος ἡ ἐφηβεία, μπετονιέρες κι αὐτοκίνητα πού διαρκῶς αὐξάνονταν. Βλέπαμε ἀμήχανα τίς γειτονιές νά ἐξαφανίζονται, τά δέντρα νά κόβονται, τίς ταπεινές μά ἀνθρώπινες μονοκατοικίες νά γκρεμίζονται μαζί μέ χιλιάδες ἀναμνήσεις. Γενιές τῆς ἀντιπαροχῆς, τῆς πολυκατοικίας, τῶν χαμηλοτάβανων διαμερισμάτων – κουτιῶν, τῆς ἀπρόσωπης συγκατοίκησης.
Χάσαμε τούς γειτόνους μας καί μαζί τήν ἀνθρωπιά μας. Εἴμασταν κοινωνικοί καί φιλόξενοι καί γίναμε καχύποπτοι καί ἀπόμακροι. Οἱ ὁλιγοπρόσωπες γειτονιές γέμισαν μέ ἀνθρώπους ξένους μεταξύ τους, πού δέν ἔχουν καμμιά ὄρεξη νά γνωριστοῦν, νά κοιταχτοῦν στά μάτια, νά καλημεριστοῦν, νά ἀνταλλάξουν ἐπισκέψεις καί χαμόγελα.
Εἴχαμε τό θλιβερό προνόμιο νά ζήσουμε τήν παρακμή τῆς πόλης στήν ἐξέλιξή της. Εἴδαμε τούς μικρούς παραδείσους μας νά μεταβάλλονται σέ γκρίζα κακόγουστα κτίρια, τίς ἀλάνες πού ματώναμε τά πόδια μας νά γίνονται ὄγκοι ἀπό μπετόν. Πρίν προλάβουμε νά ἀποστηθίσουμε τό «Ἀθήνα διαμαντόπετρα στῆς γῆς τό δαχτυλίδι», πνιγήκαμε στή μυρωδιά τοῦ νέφους καί ντραπήκαμε πού εἴμαστε Ἀθηναίοι.
Ὅλοι νοσταλγοῦμε τό παρελθόν. Μεγαλώνουμε καί διαρκῶς διαπιστώνουμε πώς «κάθε πέρυσι καί καλύτερα». Τά χρόνια περνοῦν καί ὅλο ἀναφερόμαστε σέ παλαιότερες ἐποχές, ἀναπολοῦμε τά παλιά καί συγκινούμεθα μέ τραγούδια, μέ κείμενα καί μέ ταινίες πού περιγράφουν τήν παλιά Ἑλλάδα, τόν κόσμο πού ἔφυγε. Ζοῦμε τήν παρακμή τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ, ἀνίκανοι νά ἀντιδράσουμε καί ὅλο μιλᾶμε γιά τά παλιά. Εἶναι φυσιολογική ἡ ἀντίδραση αὐτή, μά ἄν ἀφήσουμε τόν συναισθηματισμό στήν ἄκρη καί σκεφτοῦμε τό παρελθόν μέσα ἀπό τό πρῖσμα τῆς ἱστορίας, θά διαπιστώσουμε πώς δύσκολα θά διαλέγαμε μιά ἄλλη χρονική περίοδο γιά νά ζήσουμε.
Ὅπου κι ἄν ἀνατρέξουμε πίσω στόν χρόνο βλέπουμε παντοῦ καί πάντα νά βασιλεύει ὁ πόνος. Πόλεμοι κι ἐμφύλιοι ἀλληλοσπαραγμοί, σκλαβιά καί πεῖνα, φτώχια κι ἀδικία σημαδεύουν τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Μπορεῖ νά ὑπῆρξαν πιό ἔνθεοι πολιτισμοί ἀπό αὐτόν πού διανύουμε τώρα, μά ἡ ἁμαρτία πάντα ἴδια εἶναι στό διάβα τῶν αἰώνων. Μπορεῖ νά νοσταλγοῦμε τήν λαμπρή περίοδο τοῦ Βυζαντίου ἤ ἀκομα καί τήν ἔνδοξη Ἑλληνική ἀρχαιότητα, ἀλλά τό σίγουρο εἶναι ὅτι δέν θά θέλαμε νά ζήσουμε ἐχθρικές σφαγές, πολέμους κι ἐπιδημίες, οὔτε νά εἴμαστε δοῦλοι ἐκεῖνες τίς ἐποχές, οὔτε νά πεθαίνουμε ἀπό μιά ἁπλῆ γρίπη ἐπειδή ἡ ἰατρική ἐπιστήμη δέν εἶχε ἀκομα ἐξελιχθεῖ.
Δύσκολος ἦταν πάντα ὁ βίος. Πλαστή ἡ ὀνειροπόληση γιά τό παρελθόν, ψευδαίσθηση γιά νά ξεφύγουμε ἀπό τήν πραγματικότητα. Κι ἄν ὑπάρχει νοσταλγία γιά μιά κοινωνία ἰδανική ὅπου πραγματικά θά θέλαμε νά ζήσουμε, αὐτό μᾶλλον ἀφορᾶ τήν παραδείσια κατάσταση, τήν ἐποχή πού δέν ὑπῆρχε στό ἀνθρώπινο γένος ὀδύνη καί στεναγμός, ἀλλά κοινωνία ἀγάπης μέ τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο. Κι ἐφ ὅσον τό νά γυρίσουμε στό παρελθόν ἀποκλείεται, ἀφοῦ ἀρνηθήκαμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μοναδική μας ἐλπίδα εἶναι τό μέλλον, τά ἔσχατα, ἡ Βασιλεία τῶν Ούρανῶν.
Ἐπειδή ὅμως τήν Βασιλεία Του μᾶς κάλεσε ὁ Κύριος νά τήν προγευτοῦμε, ἐπειδή μᾶς ζήτησε νά βιώσουμε τά ἔσχατα ἀπό τώρα, ἄς ἐγκαταλείψουμε τήν παρελθοντολογία κι ἄς χαροῦμε τό σήμερα εὐχαριστώντας τόν Θεό πάντων ἕνεκεν, ζῶντας εὐλογημένα κάθε στιγμή σά νά ‘ναι ἡ πρώτη κι ἡ τελευταῖα τῆς ὕπαρξής μας. Ἄς πορευτοῦμε πρός τό Πάσχα ἔχοντας νοσταλγία μόνο γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιά τόν Παράδεισο, γιά τό πέρασμα ἀπό τόν Θάνατο στήν Ζωή, τήν ὄντως Ζωή πού εἶναι ὁ Χριστός μας. Ἀμήν.
π. Χρ.